Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Ένας γέρος στα Κύθηρα

Τη χώρα μου την περιβρέχει η θάλασσα
και απαντέχει άγριους δύσκολους καιρούς
έχει κατοίκους Ναυτικούς.
Για έναν τέτοιο θα σας πω
τον πρόγονο που ακολουθώ,
μαζί γυρνάμε θάλασσες
και τραγουδάμε Μάγισσες
και έρωτες περαστικούς
που ζήσαμε στους Τροπικούς

Μια μέρα του χειμώνα κρύα
βγήκε πρωί στην παραλία
και βρήκε κάτι μαγικό
που ήτανε μοναδικό
Στα Κύθηρα στα Επτάνησα
είχε ξεβράσει η θάλασσα
στην άμμο,κάτω στην ακτή
του Οδυσσέα το σκαρί
εκείνος σαν το ναύτη
μελέταγε το χάρτη
έψαχνε τόπους μακρινούς
που δε χωρά ανθρώπου νους

Είχε γεράσει τώρα πια
δεν τόνε ‘θελαν στα σκαριά
ας είχε οργώσει τους γιαλούς
σε περασμένους πια καιρούς.
Κάθεται πια στην παραλία
μόνος και χαζεύει πλοία
στα παιδιά λέει ιστορίες
κοντραμπάντα,πειρατείες

Έχει απομείνει πια στο χτες
κι αναθιβάλει Πειρατές
θάλασσες που είναι μακριά
και στα Κανάρια νησιά,
θυμάται μιαν αγαπημένη
που απ’το μυαλό δε σβαίνει
τα μάτια τρέχουν αναμνήσεις
στο ντόκο θα τον συναντήσεις
στο λιμάνι ως να 'ρθει το καράβι
πες του Ιστορίες να σου κάνει
το όνομα του είναι Οδυσσέας
παππούς του ήταν ο Ορφέας
γι αυτό γύρισε τα πελάγη
με λύρα και με κανοκιάλι,
«είδε ανθρώπων άστεα και συνήθειες»
ξέφυγε από Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες
τον ξέβρασε η θάλασσα ένα πρωί
στην άμμο σαν το γέρικο σκαρί.
Μονάχος τώρα περιμένει τον Αίδη
για το μεγάλο του στερνό ταξίδι

Θέλει ξανά την Καλυψώ να βρει
ξανά να ζήσει την παλιά ζωή
μαζί με τους συντρόφους θέλει
να πιει κρασί από τ' αμπέλι
και μια μικρή απ' την Ταγγέρη
μαργιόλα να χορέψει τσιφτετέλι
κι εκεί στα νυφικά τα δώματα
επάνω στα λευκά παπλώματα
τη Ναυσικά ερωτικά να ρίξει
όπως παλιά μ’ αυτή να σμίξει,
και να του φύγει απ’ το μυαλό
αυτός ο μαύρος ο καιρός
που ζούνε τώρα οι ανθρώποι
αφού στενέψανε οι τόποι.

Έτσι στο καπηλειό μονάχος,
όπως της θάλασσας ο βράχος
αντέχει θάλασσες και κύματα
αγιάστηκε μέσα στα κρίματα.
Αν τον συναντήσεις κάποια μέρα
κέρνα τον ούζο και σαρδέλα
ζήτα του να σου πει τις ιστορίες
μπάρκα κοντραμπάντα συμμορίες
των Πειρατών και των Κοντραμπατζήδων
και από τα νησιά των Εσπερίδων
θα πας ταξίδια μακρινά
θα βρεις σεντούκια μαγικά
θα φύγεις και θα προσπεράσεις
ποτέ όμως δε θα ξεχάσεις
αυτόν το γέρο ναύτη τον ασίκη
που δεν τον χόρτασε γυναίκα, σπίτι

Τη χώρα μου τη περιβρέχει η θάλασσα
και απαντέχει άγριους δύσκολους καιρούς
έχει κατοίκους Ναυτικούς
στη θάλασσα τραβούν μοιραία
απόγονοι είναι του Οδυσσέα
στη θάλασσα θα συναντήσεις
ανθρώπους που θα αγαπήσεις.

marinero

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΩΔΗ ΣΤΟ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Προσμένεις χρόνια τη στεριά να ζαλιστείς
κόντρα στο κύμα, κόντρα στους θανάτους
μα εγώ κρατώ για σένα χώρο να πνιγείς
σε άδεια σπίτια μέσα σ' άδειους τάφους.

Την Αϊτή και του Γκογκέν τα μαύρα τα νερά,
γυμνές γυναίκες, παπαγάλους και καρύδες
ψάχνεις να βρεις, τους κάβους του Ανγκορά
με το σκαρί μπαταρισμένο στις Εβρίδες

Μόνος,
ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά
ο Φεντερίκο ξαποσταίνει στην Αρένα
κιθάρες ξενυχτούν, σπασμένα τα κλειδιά
κεριά ανάβουν Ιδαλγοί στη Μακαρένα.
Αχ Φεντερίκο Λόρκα, Νίκο Καββαδία
μέσα σε νύχτες τραγουδάω σκοτεινές
του έρωτά μου σκοτεινή μαύρη βεντάλια
σ' αυτή βουλιάζω καρτερώντας τις στεριές.

*Το στιχούργημα αυτό διακρίθηκε στον 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Βέροιας

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2009

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ

Μια νύχτα που τριγύριζα στους δρόμους
ήρθε μπροστά μου με φανάρι ο Διογένης
Μου είπε ακόμα ψάχνω να βρω ανθρώπους
κι εσύ μιλάς για μοναξιά κι αργοπεθαίνεις,
σε μια πατρίδα και μια πόλη που κοιμάται.
Έκανε κρύο και φυσούσε απ’ το Βαρδάρη
λόγια που ο αέρας πήρε πια δεν τα θυμάσαι
τρεμόπαιζε κι η φλόγα στο παλιό φανάρι

Κι εγώ που ακόμα προσπαθώ να αξιωθώ
ένα σου χάδι, ένα βλέμμα, λίγη αγάπη,
πήρα ξοπίσω τον παππούλη να σωθώ
από της μοίρας της κακής μου το αδράχτι
Όμως από τη μοίρα του κανένας δεν ξεφεύγει.
Στην άκρη του ορίζοντα ξημέρωνε η μέρα
άρχισε να φωτίζεται ο ουρανός, να φέγγει
κι εσύ λυπόσουν να μου πεις μια καλημέρα

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΟΝΟ Η ΕΛΠΙΔΑ

Κρατήσαμε μια ρότα που περνάει
Από της νύχτας το πηχτό σκοτάδι
Αφήσαμε την τύχη να μας πάει
ταξίδι που την άβυσσο ακουμπάει.

Όμως τα όνειρα μας κάναμε σχεδία
δεν μας τρομάζει εμάς η τρικυμία
ούτε ο σάλος κι ο αέρας που φυσάει
ούτε ο χάρος τη ζωή μας που ζητάει

Ίσια τιμόνι στου ορίζοντα την άκρη
κανείς δεν ξέρει το ταξίδι που μας πάει
από βραδύς βοριάς επήρε να φυσάει
απ τις στεριές στης θάλασσας τα πλάτη

Πορεία σταθερή. Για το χαμό μας;
ή μήπως για μιαν άλλη αμφιβολία;
Όλα στον κόσμο μοιάζουνε τα ίδια
μόνο η ελπίδα σταθερή πατρίδα

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

ΕΡΩΤΙΚΟ

Μικρό μελαχρινό μου
και τζιβαέρι μου
της θάλασσας λουλούδι
πεφταστέρι μου

Σε γύρεψα στο Αιγαίο
στην άσπρη θάλασσα
στου έρωτα τα ξάρτια
για σε λαχτάρισα

Φουρτούνα η αγάπη
πα στο κορμάκι σου
με σβήνει και με τρώει
το σαράκι σου

Γυρίζω στα πελάγη
και θαλασσώνομαι
ο έρωτας με τρώει
αποτελειώνομαι

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

ΟΡΚΟΣ*

Στην Αθήνα μια βραδιά,
στον ιερό το βράχο
ορκίστηκα στον έρωτα,
πίσω να μη ξανάρθω

Γιατί είσαι άστατη πολύ
και με γελάς μικρό μου,
χάνω την ηρεμία μου
χάνω και το μυαλό μου

Κάποιοι σε είδαν να γυρνάς
με έναν πενηντάρη
στη Σαλονίκη μια βραδιά
εκεί κατά Βαρδάρη

Όλα μου τα προφτάσανε,
με κάνανε θηρίο,
φεύγω θα πάω στο Βοριά
και θα με φάει το κρύο

*Λαϊκό τραγούδι

ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΝΑΥΑΓΟΙ

Οι σύντροφοι που ξεχαστήκαν
μονάχοι στου Ήλιου το νησί
παρηγοριά μας υστερνή
μας άφησαν τα ονόματά τους.
Έχουν φανάρι συντροφιά. τους.
Γίναν νησάκια, γίναν βράχοι
και μας κοιτάζουν μονάχοι

Η ανάσα του Αιόλου, οι ανέμοι,
το κύμα άγριο τους δέρνει,
χάνονται μες τη φουσκοθαλασσιά,
έχουνε φύκια στα μαλλιά.
Τις νύχτες που ψηλώνει ο αγέρας
και πριν τον ερχομό της μέρας
στενάζουν όπως ο αγέρας

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

ΝΑΥΤΗΣ

Άφησες στο νησί γυναίκα, γιο και θυγατέρα.
Άραγε, ξέρεις αν τους δεις καμιάν ημέρα;
και πήρες του Οδυσσέα το σκαρί.
Στων οριζόντων την αχλή ζητάς να βρεις
του Καββαδία της γοργόνες,
της Ογυγίας τις θαλάσσιες ανεμώνες
και του Σεφέρη τις θαλασσινές σπηλιές

Ωσάν θεός θαλασσινός ή Τρίτωνας
ξέμεινες στου ωκεανού τα βάθη
άλλη ημέρα πια δεν θα ξανάρθει
που θ’ αντικρίσεις του σπιτιού σου τον καπνό.
«Νόστιμον ήμαρ» και τραγούδια
κι άλλες χαρές, που οι στεριανοί τις ζούνε,
για σένανε ποτέ δεν θε να ρθούνε

Θε να γυρνάς αέναα στα πελάγη
μ’ ένα παλιόσκαρο με σάπιο ένα καράβι

Τρίτη 26 Μαΐου 2009

ΘΕΡΙΝΑ ΣΙΝΕΜΑ

………………………..
Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι
Μες τα θερινά τα σινεμά
……………………… Λ Κηλαηδόνης



Τα βράδια όταν μένω μόνος
βλέπω ξανά παλιές ταινίες
του Pasolini του Fellini
του Ιταλικού του Cinema

Τα βράδια όταν μένω μόνος
ακούω τα παλιά τραγούδια
όλες αυτές τις μελωδίες
που τις ακούγαμε αγκαλιά

Το καλοκαίρι τα βραδάκια
εμείς οι δυο και η Maniani
μου κράταγες σφιχτά το χέρι
και μας κρατούσε συντροφιά

Τα βράδια όταν μένω μόνος
γυρίζω μέσα στην Αθήνα
απ’ την πλατεία Εξαρχείων
μέχρι της Πλάκας τα στενά

Τα καλοκαιρινά τα βράδια
στα θερινά τα σινεμά
σε ψάχνω απ’ το Cine Paris
μέχρι το Vox και το Ecran

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

ΤΑΞΙΔΙ

ΤΑΞΙΔΙ

Ξυπνήσανε απόψε
ο μπάρμπα Φώτης*
κι ο Καββαδίας μαρκόνης
μη μου κλαις
γιατί απόψε
θα σε πάω ένα ταξίδι
με ιστορίες
και με θύμησες παλιές

Με μπάρκο ξύλινο
έρμαιο του πελάγου
με των ανέμων
τις πνοές και τις ριπές
σε όρμους μυστικούς
και σε πελάγη
που διαγουμίσαν
Αλτζερίνοι πειρατές
Από την Τύνιδα
μέχρι την Κρήτη
κι από το Γιβραλτάρ
έως του Πόντου τις ακτές
να ζωντανέψουν τα στοιχειά
και οι γοργόνες,
κι οι δράκοι
στις θαλασσινές σπηλιές


* Κόντογλου

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΟΝ ΚΑΗΜΟ ΣΟΥ

Σου φέρνει ο αέρας

ονόματα και σκιές

ψίθυρος που περνάει

μέσα από τις ιτιές

Σαν δάκρυ που νοτίζει

τις τριανταφυλλιές

θύμησες των ερώτων

και τρυφερές στιγμές

Πονούν οι αναμνήσεις

του έρωτα και κλαις

στοιχειώνουν τις βραδιές

ερωτικές φωνές

Όπως την κάθε νύχτα

σε τρώει ο καημός

έτσι σε πάει απόψε

ταξίδι ο στεναγμός

Τραγούδα τον καημό σου

κάνε καινούρια αρχή

κι ο αναστεναγμός σου

θα γίνει μουσική

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

ΑΔΥΝΑΜΙΑ

Όλο ξεφεύγει ο Αλδεβαράν* και δεν μπορώ
με τα σπασμένα κάτοπτρα του αστρολάβου μου
στη θάλασσα να τον κατεβάσω

Αλήθεια,
θα καταφέρω στο δύσκολο καιρό να χαράξω την νέα μου πορεία


*Aλδεβαράν αραβική ονομασία του πιο λαμπρού αστέρα στον αστερισμό του Ταύρου

Τρίτη 14 Απριλίου 2009

ΤΑΞΙΔΙ

Μ’ ένα μπελκάντο
σε θυμήθηκα Ματίνα.
Μονάχος ταξιδεύω,
ίδια διαδρομή
Θεσσαλονίκη Αθήνα
Στις ράγες το ταξίδι
μια ρουτίνα.
Σε πλαστικό καφές
στου τρένου την καντίνα.
Άραγε θα σε δω αυτό το μήνα;

Τρίτη 31 Μαρτίου 2009

ΑΠΟΡΙΑ

Ακολουθούσα το θρόισμα του ανέμου
που φούσκωνε της φούστας σου το ιστίο
και ταξίδεψα στις αμμουδιές της αγάπης
σε μια θάλασσα όρκων και στεναγμών.
Σε κοιτούσα δεμένος στο κατάρτι μονάχος
να χορεύεις με τις πεταλούδες την Άνοιξη
δίχως τέλος ένα χορό φωτός και θανάτου
Μια νύχτα καθώς το δάκρυ απ’ το φεγγάρι
έπεφτε σαν δροσιά στους ασφοδέλους
γύρισες κι είπες πως οι αλέες του πάρκου
φέτος δεν θα βαφτούν στεναγμούς και φιλιά.
Αφημένοι στην άκρη του κενού κοιτούσαμε
τα ταξιδιάρικα σύννεφα ανάμεσα στ’ άστρα.
Μια μικρή κουκουβάγια δοκίμαζε τα φτερά της
τα μάτια της μας κοίταξαν για μια στιγμή
κι ύστερα μας άφησε στο σκοτάδι μονάχους.

Άραγε θα λευκάνουν τα γιασεμιά την ερχόμενη Άνοιξη;

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2009

ΔΗΜΟΤΙΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ

Αναδημοσίευση από την ένθετη επετειακή σατιρική επανέκδοση της «ΕΔΕΣΣΑΪΚΗΣ» «ΜΑΣΚΑΡΑΣ» (αρ. 3 Απόκρηα 1968)

Τις είδες;
Πέρασαν του σκότους
οί μαυρίλες.
Μικρές φωτός
ανατριχίλες
τήν άβυσσο τρυπάν.
Αχτίδες!
Κόρες μιας λάμπας
νυσταλέας,
που τήν κρατά
στύλος ψηλέας
σβήνουν και ξεψυχάς.

Ο άγνωστος -το ποίημα είναι ανυπόγραφο και ο εκδότης της εφημερίδας που ρωτήσαμε δεν θυμόταν ποιος ήταν- που έγραψε αυτούς τους στίχους εκτός από ποιητική φλέβα, είχε και καταπληκτικό χιούμορ. Είναι αυτοί οι λόγοι που το αναδημοσιεύουμε

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

ΠΑΡΕΠΙΔΗΜΩΝ ΝΑΥΤΗΣ

Απ' την μεριά της θάλασσας ήρθε.
Καλοκαιριάτικη νύχτα
δεμένος με μεταξένια κλωστή
και τα μαλλιά μιας γοργόνας
που βαρέθηκε την ερημία της θάλασσας
και την άδεια λευκότητα
των νησιών το χειμώνα
Τα μαλλιά του μοιάζανε φύκια
Το βλέμμα του έκρυβε κάτι απ' τον υγρό θυμό της
Η ανάσα του μύριζε θάλασσα και βοριά
Η νοσταλγία τον έκανε στρυφνό ακοινώνητο
Αγόρασε σπίτι ψηλά σ' ένα λόφο
Τις νύχτες της ξαστεριάς βγαίνει στο μπαλκόνι
μ' ένα αστρολάβο στα χέρια
και κατεβάζει τ' αστέρια
Με διπαράλληλο και κουμπάσο
χαράζει πορείες
Μετράει τις ταχύτητες των ανέμων
και τις διευθύνσεις τους
Ταξιδεύει με τον νου του πλησίστιο.
Αγναντεύει στου κάμπου την σκοτεινιά
(ίδια πελάγου)
τα χωριά που μοιάζουν νησιά
Ο περιφερειακός δρόμος
όπως οι μόλοι λιμανιών που επισκέφθηκε
Από τη Δύση τα βουνά
κατεβάζουν σπιλιάδες
Έχουν μαζί τους τη φωνή
και την μυρωδιά της θάλασσας
Όρντινα δίνει σ' ένα πλήρωμα αόρατο:
«Μόλα τον πλωριό».
«Πρώσο ηρέμα».
«Όλο δεξιά»
και σαλπάρει.
Ταξίδια τον πάει ο νους του
Επιστρέφει.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Μια μέρα εις την Αττικήν
εις κάποια παραλίαν
έκανε μπάνιο η Μαριώ
κι η θάλασσα ήτο κρύα.
Ο Γιάγκος της εφώναζε
- Καλέ Μαριώ πατώνεις;
Και κείνη του αποκρίθηκε
- Φοβείσαι και κρυώνεις
εντός του ύδατος να μπεις
να βρέξεις κα ‘να πόδι.
Μη μου περνιέσαι για Νταής
τρέμεις δια το χταπόδι

Διότι λησμονήσαμε
να πούμε ευθαρσώς
πως η Μαριώ είναι σουπιά
κι o Γιάγκος αστακός

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ένα τραγούδι στα χοχλάκια του γιαλού μέσα στη νύχτα. Τιποτ' άλλο.
Ένα όνομα χαραγμένο στην πέτρα ένα τραγούδι του νερού μονάχα
και της φωνής σου η μουσική ανάμεσα στα φύκια της ξέρας.
Ίσως και το σφύριγμα μιας σειρήνας στην ομίχλη του Θερμαϊκού
απομείναν στα αυτιά μου για να θυμίζουν το πέρασμα σου

Ένα τραγούδι που κατεβάζουν τα χαράκια κι οι Μαδάρες
με το δοξάρι μιας λύρας σε πεντοζάλη, ή μαλαβιζιώτικο
κι ένα σκοπό Μαυροθαλασσίτικο, λυπημένο, θρήνο της Κίρκης.
Ίσως αργήσαμε να ορίσουμε τη ζωή μας και τα τραγούδια μας,
αφήσαμε τον καιρό και τη μοίρα να κατευθύνουν τις μέρες μας

Μονάχη ανάμνηση από σένα, ένα τραγούδι θαλασσινό,
ένας θρήνος, ένας λυγμός, μια ανάσα λίγο πριν απ’ το θάνατο

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2009

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ

Οι μικρές αχιβάδες ψιθυρίζουν το όνομα σου στην θάλασσα
και ο αέρας το φέρνει στα φυλλώματα του κήπου μου
Ψίθυροι και θροΐσματα τραγουδούν ένα τραγούδι θαλασσινό
όπως εκείνο που τραγουδούσε στο φεγγάρι το ναυτόπουλο
όταν καβατζάριζε τον Παγασητικό με ρότα την Θεσσαλονίκη.
Απόψε τ’ ακούω και θυμάμαι τα μάτια σου μες την ομίχλη
διόπτευση στο φανάρι της Γυάρου που ταύτισε το όνομα της
με τους στεναγμούς των κρατουμένων και τους λυγμούς των ναυαγών.

Αυτό που με πληγώνει περισσότερο, είναι που δεν εμπιστεύεσαι
τη λευκότητα των γλάρων και τις χορευτικές κινήσεις της φύκης
Μένεις μονάχη κι ακίνητη δίχως σκοπό και πορεία σαν πετρωμένη
ίδια ξέρα που το χειμέριο κύμα αποκαλύπτει την αχτένιστη κόμη της
ίδια όπως το ξενιτεμένο άγαλμα της θεάς δίχως χέρια μονάχο
στην γκριζοφωτισμένη από έναν αρρωστιάρικο ήλιο αίθουσα δίχως ελπίδες.

Τι θα μπορέσει θα χαράξει τη ρότα του γυρισμού σου;
Τι θα μπορέσει να κάμψει το πείσμα της φυγής σου;
Ποιες φωτογραφίες θα καλύψουν την απουσία σου;

Αυτό που με πληγώνει περισσότερο, είναι που δεν με πιστεύεις

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΣΑΛΑΜΙ ΑΕΡΟΣ

*Έρως, έρως (γιατί ριμάρεις με το σαλάμι αέρος);

Ο έρωτας χαλάει στο ψυγείο
και το σαλάμι αέρος όταν λήξει
Έχουνε και τα δυο μια θλίψη
ο έρως και το σαλάμι αέρος.
Τα δυο με ορισμένη λήξη
καταναλώστε τα ανυπερθέτως
Γίνονται επικίνδυνα βεβαίως
αν καταναλωθούν βραδέως
Ο έρως και το σαλάμι αέρος

* τίτλος κειμένου από το βιβλίο της Λένας Διβάνη «τι θα γίνω άμα δεν μεγαλώσω» Εκδόσεις Καστανιώτη

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

ΤΙ ΤΑΧΑ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΕΙ;

Είπες θα φύγω ένα ταξίδι με καράβι
θα βρω άλλους ανθρώπους που δεν κλαίνε
στους Υπερβόρειους ή στους τροπικούς
σε θάλασσες όπου παγώνουν ή που καίνε
του Καββαδία στίχοι και τραγούδια
για συντροφιά μου θα ‘χω και βαγγέλιο
σειρήνες καραβιών παρηγοριά μου
και φώτα κόκκινα που σημαδεύουνε μπουρδέλο
τον κόσμο θα γυρίσω όπως ναύτης
απ’ τους συντρόφους του Οδυσσέα ή του Κολόμβου
και θα πεθάνω μια βραδιά που θα ‘χει ομίχλη
καθώς θα καβατζάρουμε τη Σαλονίκη

Τι να σου δώσει ο Καββαδίας και η Σαλονίκη;
Ο ένας θάφτηκε μακριά απ’ τις Ινδίες,
την άλλη δε φωτίζουν κόκκινα φανάρια,
μονάχα κατά τον Βαρδάρη
μικρά φωτάκια κόκκινα που τρεμοφέγγουν
κάτι φτωχά μπουρδέλα που ξεμείνανε.
Διόπτευση πως θες να πάρεις;
Σβηστό είναι το φανάρι στο Καραμπουρνού
και τιμονέβεις στα τυφλά μες την ομίχλη
που πέφτει η Χαλκιδική και που η Χαλκίδα;
Πως το τραγούδι των σειρήνων θα ξεχάσεις;
Της Ογυγίας το νησί τα μαγικά της Κίρκης
την αγκαλιά της Καλυψώς και τους συντρόφους
που ξέμειναν να τρων τα βόδια του Ήλιου
μαστέλα κόκκινο κρασί τσουγκρίζοντας
στο σκοτεινό το καπηλειό του Άδη
και ο Τσιτσάνης με τζουρά τους μέλπει τα τραγούδια

Τι τάχα να σου δώσει το ταξίδι;
Μέσα σε θάλασσες που χάσανε τη δόξα τους την πρώτη
και δεν σηκώνουν κύματα ούτε που φουρτουνιάζουν
μόνο πηχτές κι ασάλευτες σαν πεθαμένες
βρέχουνε τις ακτές χωρίς φλοίσβο και τραγούδι

Σπασμένο μπάρκο και μικρό τι τάχα να σου δώσει;

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΦΥΣΟΥΣΕ

Μια νύχτα που φυσούσε ο Βαρδάρης
σ’ ένα παγκάκι σε περίμενα Μαρία
έκανε κρύο το αγιάζι μ’ είχε σφίξει
κι εγώ δεν είχα άλλη ευκαιρία

Μια νύχτα στην πλατεία Ιπποδρομίου
αδέσποτα περνούσα τον καιρό μου
είχα ξεμείνει κι από φράγκα και αγάπη
ενέχυρο είχα δώσει το παλτό μου

Μια νύχτα περπατούσα μοναχός μου
και χάζευα τις φωτισμένες τις βιτρίνες
εσένα είχα στο μυαλό μου και γυρνούσα
πέρασαν από τότε που ‘χεις φύγει μήνες

Κρυώνω τις νυχτιές στη Σαλονίκη
εκτεθειμένος είμαι στο Βαρδάρη
δεν έχω φράγκο ούτε για το νοίκι
κι από νωρίς επήρε να φυσάει

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

ΦΑΣΙΣΜΟΣ - ΝΑΖΙΣΜΟΣ - ΣΙΟΝΙΣΜΟΣ ΄Ιδια γεύση











Κάθε ομοιότητα με τη σφαγή στο Γκέτο της Βαρσοβίας και τα ολοκαυτώματα της Κανδάνου ή του Διστόμου, δεν είναι καθόλου συμπτωματική!!!