Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Κάποιο βραδάκι σ’ ένα τεκέ στη Σαλονίκη
Μαζεύτηκαν κάτι τύποι απ’ την Κρήτη
Κι όπως γουργούριζε στην μέση ο ναργιλές
Πιάσανε τις φούμες τις τρελές
Έτσι σιγά – σιγά φτιάχνανε κεφάλι
Γουστάρανε μουσική τον πόνο να τους γιάνει
Φώναξαν τον Απόλλωνα να παίξει λύρα
Και τον τυφλό τον ποιητή απ’ την Μικρά Ασία
Τον Βαμβακάρη καλέσανε και τον Τσιτσάνη
Τον Στράτο την φωνή του για να βάλει
Η Μπέλλου και η Νίνου φτιάνουν παρακάτω
Γλυκό να πάνε τα ζαφείρια κάτω
Κουρδίζει το μπουζούκι ο Ζαμπέτας και φουμάρει
Και κάνει πάσα το μαρκούτσι στον Τσιτσάνη
Κι όπως προχωράει το βραδάκι
Η φαντασία κάνει ταξιδάκι
Ήρθαν παρέα όλοι οι παλιοί ρεμπέτες
Την κοπανίσανε του χάρου οι σερέτες
Και γίνεται αδερφέ μου πατιρντί
Κι οι απέξω ρωτούσανε γιατί
Ανοίγουν οι ουρανοί και βρέχουν άστρα
Κι όλα τα μαύρα ντύνονται στα άσπρα
Κάπου εκεί κοντά κι η Ευτυχία
Στίχους πλέκει για την παλιοκοινωνία
Κι ο Μπαρμπαγιάννης εκεί με τον τζουρά του
Ταξίμι νταλκαδιάρικο βαράει του θανάτου
Να τον μερακλώσει να χορέψει
Άλλες ψυχούλες ζωντανών να μη κλαδέψει
Προχώραγε η νύχτα και ημέρωνε
Οι πετεινοί λαλήσανε ξημέρωνε
Οι μάγκες απ’ την Κρήτη φτιάξανε κεφάλι
Κι οι πόνοι ξεχαστήκανε απ’ την ζάλη
Έ ρε εικόνες που σκαρώνει το ντουμάνι
Αν είναι προυσαλίδικο χαρμάνι
` εικόνες που αφήνουνε τον πόνο έξω
και κάνουν την παλιοζωή να αντέξω