Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Γιατί είναι η μοίρα της γενιάς

Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροοπον ός μάλα πολλά
Πλάχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε
Πολλών δε ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω,
Πολλά δ’ ό γ’ ε΄ν πόντω πάθεν άλγεα όν κατά θυμόν
Αρνύμενος ή ντε ψυχήν και νόστον εταίρων….


Έτσι ο θείος Όμηρος τον τραγουδάει με λύρα
τον δόλιο αυτόν τον μακρινό τον πρόγονο
Εκείνον τον πολύπαθο τον θείο Οδυσσέα
πως τάχα στην πατρίδα του έλεγε ότι θέλει
πίσω να πάει το πλοίο του, κι όλο το πλήρωμά του
όμως εκείνος μάτια μου άλλα είχε στο νού του.
Ήθελε το ταξίδι του τέλος για να μη έχει
μόνο μέσα στην θάλασσα τη σκούρα να γυρίζει
που δεν την τρύγησε ποτέ κανένα ανθρώπου χέρι
που κρύβει μες τα σπλάχνα της ζώα πολλά και φύκια
και τους θαλάσσιους Θεούς μαζί με τις Νηρηίδες
και έχει νησιά αμέτρητα και ύφαλους χιλιάδες
και γύριζε από αγκαλιά σε αγκαλιά Θεαίνων
από της Κίρκης τα φιλιά, στης Καλυψώς την κλίνη
και άλλες πολλές εγνώρισε γυναίκες στα λιμάνια
όμως και μύρια βάσανα τον βρήκαν στην πορεία
απ’ τον Κυκλώπων το νησί μέχρι τους Λαιστρυγόνες
την Σκύλα και την Χάρυβδη και τον ασκό του Αιόλου.
Μα εκείνος δεν σταμάτησε μυαλό δεν είχε βάλει
και όταν στο Θιάκι γύρισε και βρήκε την καλή του
πάλι ταξίδια νοσταλγεί καράβια να αρματώσει
και να αρχινήσει από ‘ξαρχής τον πόντο να γυρίζει
γιατί είναι η μοίρα της γενιάς του γένους των Ελλήνων
τον κόσμο να γυρίζουνε ποτέ να μη στεριώνουν