Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

ΝΑΥΑΓΙΑ



Σε μία άκρη του γιαλού
καταμεσής στα βράχια
σε ένα φάρο μοναχό
ένας γεράκος έμενε
ν΄  ανάβει το φανάρι.
Κι όπως καράβι ακίνητο
που γέμισε στριδώνα
ταξίδια ονειρεύεται,
μπάρκα, λιμάνια μακρινά
και ναύτες του πελάγους.
Απομεινάρι θλιβερό
της θάλασσας, του πόντου .
Μου φαίνεται  μπαρκάρισε
στο τσούρμο  του Οδυσσέα.
Λέει ιστορίες στα παιδιά
για δράκους και γοργόνες,
για πλάσματα θαλάσσια,
για πόρτα, για ανθρώπους,
κι ότι μπορεί να ιστορεί
η αλήθεια ή ο θρύλος.

Αντίκρυ από το φάρο του
ένα καράβι σκούριαζε
παλιό ναυαγισμένο
που αναστενάζει μοναχό
σαν το κτυπάει το κύμα.
Αυτό το άμοιρο σκαρί
που γύρισε πελάγη,
έρημο τώρα απόμεινε
να κείτεται στη ξέρα,
δίχως τον καπετάνιο του
γυρτό στο ένα πλάι,
σα να κοιμάται στη στεριά
ή σα ναυαγισμένο

Κάθε πρωί με την αυγή
που ξεκινά η μέρα
βγαίνει ο γέρος στα ψηλά
και χαιρετά το μπάρκο.
Με ένα απαλό κλυδωνισμό,
όπως κτυπάει το κύμα,
αυτό τον αντιχαιρετά,
κι ο γέρος ξανανιώνει