Στον καφενέ το δειλινό,
καθίσαμε για ώρες,
μ’ ένα καφέ ελληνικό
και κάνα δυο τσιγάρα
και είπαμε για τα παλιά
τα χρόνια που περάσαν
και γέμισε ο ουρανός
με μνήμες και εικόνες.
Μία μικρή μελαχρινή
και μια γαλανομάτα,
δυο τρεις ακόμα όμορφες,
μπουνάτσες, τρικυμίες,
έρωτες, γλέντια και γιορτές,
μα ύστερα ξεχαστήκαν
κι έπεσε αργά μία σιωπή,
ως έπεφτε η νύχτα
κι αμίλητοι χωρίσαμε,
καθένας στα δικά του.
Marinero