Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

ΤΑΞΙΔΙ

Πως ταξιδεύει η ψυχή μου
ίδια βαρκούλα στα όνειρα μου
με δυο τραγούδια και δυο στίχους
πρίμα οι ελπίδες, όρτσα οι πίκρες
κι από σταβέντο δυο ματάκια
να μου φωτίζουνε τις νύχτες

Όρτσα = κόντρα στον άνεμο
Σταβέντο = υπήνεμα, δηλαδή η πλευρά του πλοίου, ή σκάφους, που δεν την προσβάλλει ο άνεμος, ή ο κυματισμός

Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΧΙΟΝΙ

Χαρισμένο στη μικρή Βασιλεία από την Έδεσσα

Η ΚΑΚΙΑ ΜΑΓΙΣΣΑ

Μια μάγισσα γριά
στριμμένη και κακιά
μια μέρα με λιακάδα
έριξε μια κατάρα.
Ήλιος μη ξαναβγεί
να χει κρύο πολύ
χιόνι και παγωνιά
μην παίζουν τα παιδιά.
Όλα να είναι άσπρα
τα σύννεφα τα μαύρα
να ναι στον ουρανό
το χιόνι στο βουνό.
Η χώρα να παγώσει
χιόνι μόνο να στρώσει
γρασίδι και λουλούδια
μονάχα στα τραγούδια.
Κάνει κρύο πολύ
με χιόνια η αυλή
που χώρος για να παίξεις
γλιστράει για να τρέξεις

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια χώρα του Βορρά ζούσε με την οικογένειά του ένα μικρό κοριτσάκι, που το έλεγαν Βασιλεία. Η Βασιλεία κάθε πρωί όταν σηκωνόταν απ' το κρεβάτι της ήταν αναγκασμένη να ντύνεται πάρα πολύ βαριά, με πάρα πολλά ρούχα γιατί στη χώρα της έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε συνέχεια. Έκανε τόσο κρύο που κανένα παιδί δεν έβγαινε να παίξει στους δρόμους.
Όλη τη μέρα και όλη τη νύχτα χιόνιζε αδιάκοπα. Όλα ήταν άσπρα. Τα δένδρα, οι δρόμοι, οι σκεπές των σπιτιών, τα ρυάκια και τα ποτάμια άσπριζαν και αυτά από τον πάγο. Αλλά και όταν δε χιόνιζε, όλα παρέμεναν άσπρα μέχρι το επόμενο χιόνι. Μονάχα οι μύτες και τα αυτιά των ανθρώπων ήταν μελανιασμένα από το κρύο. Πού να βρεις χώρο για παιχνίδι στους δρόμους ή τις πλατείες? Όλα ήταν σκεπασμένα από το λευκό, παγωμένο πέπλο του χιονιού. Οι άνθρωποι που πήγαιναν στη δουλειά τους γλιστρούσαν στους παγωμένους δρόμους και έπρεπε να προσέχουν πολύ μην πέσουν και κτυπήσουν.
Όλη τη μέρα οι βοσκοί στα βουνά έψαχναν μέσα από το στρώμα του χιονιού να βρουν ξύλα για το τζάκι, μανιτάρια για το τσουκάλι τους, και γενικά κάτι που να τρώγεται για να γεμίσουν την άδεια κοιλιά τους και να ταίσουν τα ζώα τους. Οι γεωργοί προσπαθούσαν να σκάψουν το παγωμένο χώμα για να φυτέψουν λίγα λαχανικά ή λίγο στάρι, αλλά και όταν κατάφερναν να φυτέψουν κάτι, το κρύο το πάγωνε σχεδόν αμέσως έτσι που τίποτα δε φύτρωνε στα χωράφια τους.
Όλοι σ' αυτή τη χώρα υπέφεραν από το κρύο και την πείνα. Άσε που και το νερό δεν βρίσκονταν εύκολα αφού ήταν παγωμένο και για να το πιουν έπρεπε πρώτα να ζεστάνουν τον πάγο για να λιώσει και να γίνει νερό.
Τίποτα δεν έσπαζε την λευκότητα του χιονιού. Ούτε το γαλάζιο του ουρανού αφού ήταν σκεπασμένος με σύννεφα, ούτε το πράσινο της χλόης, ούτε τα χρώματα των λουλουδιών, αφού και αυτά ήταν σκεπασμένα από το χιόνι. Θα έλεγε κανείς ότι όλα τα χρώματα είχαν φύγει και το μόνο χρώμα ου υπήρχε στη γη ήταν το λευκό.
Όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Η Βασιλεία ήξερε πολύ καλά ότι πριν η κακιά μάγισσα ρίξει τη φοβερή της κατάρα, αλλά και από τα παραμύθια που τις διάβαζε η μαμά της, ότι υπήρχαν μέρη στον κόσμο που τα χρώματα κυριαρχούσαν και έκαναν τη ζωή των ανθρώπων όμορφη. Μόνο στη χώρα της το χιόνι είχε καλυψει τα παντα κι έδιωξε τα χρώματα σκεπάζοντας τα πάντα με τη μονότονη λευκότητα του.

Μια μέρα, εκεί που η Βασιλεία περπατούσε στους λευκούς παγωμένους δρόμους και σκεπτόταν τι όμορφα που θα ήταν αν έβγαινε για λίγο ο ήλιος να ζεστάνει τη γή και τους ανθρώπους, άκουσε ένα μικρό ψίθυρο να λέει τ' όνομα της:
-Βασιλείαααα, Βασιλείαααααα.
Γύρισε και κοίταξε ξαφνιασμένη. Όμως το μόνο που είδε ήταν μονάχα το λευκό χιόνι.
-Θα μου φάνηκε, σκέφτηκε, και έκανε να συνεχίσει το δρόμο της.
Όμως η φωνή ακούστηκε και πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά.
-Βασιλείαααα, Βασιλείαααααα.
Γύρισε και κοίταξε καλύτερα. Στην αρχή δεν είδε τίποτα. Ύστερα όμως κάτι είδε να σπάζει τη λευκότητα του χιονιού.
Μα τι ήταν αυτό;
Ήταν κάτι που έμοιαζε με μικρό ανθρωπάκι, έλα ομως που ήταν αρκετά παράξενο.
Είχε μυτερά αυτιά, λίγο μεγαλύτερα από τα κανονικά και κάτι λεπτά,σχεδόν διάφανα φτερά, στους ώμους του.
Είναι αλήθεια ότι η Βασιλεία τρόμαξε λιγάκι στην αρχή σαν το είδε. Έ, δεν είναι και μικρό πράγμα, εκεί που περπατάς ήσυχα-ήσυχα, να ακούς να φωνάζουν τ΄ όνομά σου, και μάλιστα κάποιος με αυτή την εμφάνιση.
Το ανθρωπάκι, ή τέλος πάντων ό,τι κι αν ήταν αυτό το πλάσμα, το κατάλαβε και αποφάσισε να την καθησυχάσει:
-Μη τρομάζεις Βασιλεια της είπε. Δε θα σου κάνω κακό. Απλώς κατάλαβα τη στεναχώρια και τη μοναξιά σου και θέλω να σε βοηθήσω.
-Πού ξέρεις τ' όνομά μου; ρώτησε η Βασιλεία το πλασματάκι όταν συνήλθε από την έκπληξη και το φόβο της. Ποιος είσαι εσύ;
-Μη φοβάσαι Βασιλεία. Είπε το πλασματάκι. Είμαι ο Πεστοκιέγινε, το μικρό ξωτικό που κάνω πραγματικότητα και τα πιο τρελά όνειρα των ανθρώπων είπε κι ανοιγόκλεισε τα διάφανα φτερά του .
-Και δε μου λες Πεστοκιέγινε, ρώτησε η Βασιλεία, όταν κατάφερε να ξεπεράσει το φόβο και την έκπληξή της. Μπορείς να κάνεις και αυτό το άσπρο χιόνι να πάρει χρώμα;
-Βεβαίως είπε το πλασματάκι. Κλείσε τα ματάκια σου και όταν σου πω "τώρα", να τα ανοίξεις.
Έτσι κι έγινε! Έκλεισε τα μάτια η Βασιλεία και πριν περάσει ένα λεπτό, ακούστηκε η φωνή του ξωτικού να φωνάζει: Τώρα!
Η Βασιλεία άνοιξε τα μάτια της κοίταξε τον ουρανό, και είδε με έκπληξη να πέφτει από ψηλά όχι άσπρο, αλλά πυκνό κόκκινο χιόνι, που όπου έπεφτε στην αρχή αραιό τα πράγματα γίνονταν ροζ και όταν αργότερα γινόταν πολύ πυκνό, κόκκινα.
Το κορίτσακι δε μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Όπου έπεφτε το καινουριο χιόνι έβαφε τα αντικείμενα κόκκινα και όπου σκέπαζες το μέρος με μια ομπρέλα ας πούμε, έμενε άσπρο.
Άσπρο, κόκκινο, ροζ. Άσπρο κόκκινο, ροζ. Τι ωραία. Επί τέλους και λίγη ποικιλία. Δεν ήταν πια όλα μόνον άσπρα. Τώρα μπορούσες να παίξεις με τα δυο χρώματα και τους τόνους τους. Άσπρο, κόκκινο, ροζ.
Η Βασιλεία γύρισε χαρούμενη σπίτι της και ανήγγειλε στη μαμά της το σπουδαίο νέο. Έφτιαξε μάλιστα και μια ζωγραφιά με τα νέα χρώματα. Ένα σπιτάκι με κόκκινα, από το κόκκινο χιόνι, κεραμίδια, άσπρο χιόνι στην αυλή , ένα παιδάκι με ροζ ρούχα. Μονάχα τη μύτη του παιδιού χρωμάτισε μπλε, γιατί μέχρι να τελειώσει η ζωγραφιά είχε μελανιάσει από το κρύο.
Στο μεταξύ το καινουριο κόκκινο χιόνι σκέπαζε την πόλη, τους δρόμους, τα δέντρα τον πάγο στα ποτάμια βάφοντάς τα κόκκινα.

Ο ΠΕΣΤΟΚΙΕΓΙΝΕ

Η μικρή η Βασιλεία
ζούσε σε μια χώρα κρύα
όλο χιόνι παγωνιά
δεν περίσσευε η χαρά
Όλα σκεπασμένα χιόνι
η μυτούλα της κρυώνει
στο στενό ούτ' άνθρωπος
κρύωνε ο χιονάνθρωπος

Μα μια μέρα σαν τις άλλες
που γλυστρούσανε οι σκάλες
βρήκε ένα νέο φίλο
δεν τον φόβιζε το κρύο
που τις κάνει τα χατίρια
όλο γέλια και παιγνίδια
ξωτικό απ' τα παραμύθια
Πεστοκιέγινε αλήθεια

Όμως τι κρίμα. Την άλλη μέρα η Βασιλεία, κατάλαβε ότι είτε άσπρο, είτε κόκκινο, το χιόνι ήταν το ίδιο κρύο χωρίς να έχει καμιά διαφορά από το προηγούμενο, εκτός από το χρώμα. Έτσι ήταν πάλι στεναχωρημένη και άκεφη. Πάλι κανένα άλλο παιδί δε βγήκε να παίξει μαζί της. Κρύο, ερημιά, μοναξιά και πάλι. Η μόνη διαφορά ήταν αυτό το μονότονο κρύο κόκκινο. Τίποτα άλλο.
Στεναχωρημένη όπως ήταν, έπιασε να φτιάχνει έναν κόκκινο χιονάνθρωπο του έβαλε και μια άσπρη γενειάδα με λίγο άσπρο χιόνι που βρήκε κάτω από ένα δένδρο, του έβαλε και ένα κουκουνάρι σαν πίπα στο στόμα και κάθισε λίγο πιο πίσω να θαυμάσει το έργο της.
-Τι ωραίος χιονάνθρωπος! Ακούστηκε μια φωνή πίσω από ένα δένδρο.
Η Βασιλεία τρόμαξε λιγάκι. Δεν περίμενε δα και κανέναν. Όλα τα παιδακια ήταν κλεισμένα στα σπίτια τους. Γύρισε και κοίταξε προς το μέρος της φωνής και είδε το φίλο της τον Πεστοκιέγινε.
-Ουφ, με τρόμαξες Πεστοκιέγινε. Είπε η Βασιλεία
-Μη φοβάσαι, εγώ είμαι ο φίλος σου ο Πεστοκιέγινε. Στεναχωρημένη μου φαίνεσαι λιγάκι. Σου συμβαίνει κάτι; πες μου το και θα το διορθώσουμε.
-Να Πεστοκιέγινε, στεναχωριέμαι γιατί παρ' όλο που μου έκανες τη χάρη και αλλάξαμε το χρώμα του χιονιού, δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα. Κάνει πάλι το ίδιο κρύο, ο κόσμος από άσπρος έγινε κόκκινος και τα παιδιά πάλι κρυώνουν και δε βγαίνουν να παίξουμε. Είμαι πάλι μόνη μου..
-Γι' αυτό στεναχωριέσαι φιλενάδα; είπε ο Πεστοκιέγινε. Πες μου τι θέλεις και θα το κάνω.
-Άκου Πεστοκιέγινε, είπε η Βασιλεία..Από τα παραμύθια που μου διαβάζει η μαμά μου και μου λέει ο παππούς μου, ξέρω ότι υπάρχουν μέρη που έχουν πολλά χρώματα και δεν είναι τόσο κρύα όπως εδώ. Υπάρχουν λουλούδια πολύχρωμα, πουλάκια που κελαηδούνε στα δέντρα, ποτάμια που το νερό τραγουδάει έτσι όπως τρέχει, και το σπουδαιότερο παιδιά που παίζουν στις αλάνες και τις παιδικές χαρές. Μπορείς φίλε μου Πεστοκιέγινε, να κάνεις όλα αυτά τα πράγματα για μένα;
-Βεβαίως είπε το πλασματάκι. Κλείσε τα ματάκια σου και όταν σου πω "τώρα", να τα ανοίξεις.
Έτσι κι έγινε! Έκλεισε τα μάτια η Βασιλεία και πριν περάσει ένα λεπτό, ακούστηκε η φωνή του ξωτικού να φωνάζει: Τώρα!

Όταν άνοιξε τα μάτια της Βασιλεία, δεν πίστευε σ' αυτά. Το χιόνι είχε εξαφανιστεί. Τα φύλλα τον δένδρων είχαν βγάλει το άσπρο τους φουστανι και χόρευαν στο απαλό αεράκι που φυσούσε, καταπράσινα. Το νερό στο ποταμάκι εκεί δίπλα έτρεχε γάργαρο. Μια μικρή καρδερίνα τραγουδούσε το τραγούδι της και ένα κίτρινο καναρίνι από ένα κλαδί εκεί πιο κάτω τις απαντούσε με τρίλιες. Τα λουλούδια στις βραγιές του κήπου, καμάρωναν με την καινούρια πολύχρωμη φορεσιά τους. Τι χρώματα θεέ μου. Πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, λιλά, πορτοκαλί.
Ο ήλιος, σα χαρούμενος φίλος που επί τέλους έβγαλε το πρόσωπό του από την κουβέρτα των σύννεφων, χαμογελούσε και έκλεινε φιλικά το μάτι στη Βασιλεία.
Η Βασιλεία δεν πίστευε στα μάτια της. Τρελή από τη χαρά της έπιασε τα χέρια του φίλου της του Πεστοκιέγινε και το 'ριξαν στο χορό.
Όταν κουράστηκαν από το πολύ στριφογύρισμα, πήγε σπίτι της όλο χαρά να αναγγείλει το χαρούμενο νέο στους δικούς της.
................................................................................................................

Την άλλη μέρα ο δρόμος ήταν γεμάτος από παιδιά. Τι γέλια, τι φωνές τι τραγούδια και παιγνίδια. Ακόμα και ο γερογκρινιάρης της γειτονιάς, γελούσε από τη χαρά του. Είχε βγάλει το κασκόλ του και είχε βάλει το μαντήλι που σκούπιζε τη συναχωμένη μύτη του και σκεπτόταν: τι ωραία που έφτιαξε ο καιρός. Θα μπορώ να βγαίνω στον ήλιο να ζεσταίνομαι λιγάκι και να μη φοράω όλο το χρόνο αυτό το βαρύ παλτό. Καλά που αυτό το μικρό κοριτσάκι και ο φίλος του, κατάφεραν και έλυσαν τα μάγια και έτσι γύρισαν ξανά οι εποχές στον τόπο μας. Βέβαια, αν τα παιδιά το παρακάνουν στη φασαρία και τις φωνές βγαίνω και τους βάζω τις φωνές.
Αυτά σκεπτόταν αυτός. Οι άλλοι όμως άνθρωποι και ιδιαίτερα τα παιδιά, ήσαν χαρούμενοι. Δε θα είχαν όλο το χρόνο χειμώνα. Θα έρχονταν και πάλι το φθινόπωρο με τα φρούτα του, το καλοκαίρι με τα μπάνια στη θάλασσα και τις διακοπές, η άνοιξη με τα λουλούδια και την πρωτομαγιά, αλλά και ο χειμώνας , με τα χιόνια, τα κάστανα και τα καρύδια. Και τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά με τα δώρα και τα κάλαντα.
Όλα είχαν πάρει το φυσικό τους δρόμο. Και όλα αυτά χάρι στη Βασιλεία και το φίλο της τον Πεστοκιέγινε το ξωτικό. Έτσι σ'εκείνη την πόλη του Βορρά αφού λύθηκαν τα μάγια της μάγισσας του χιονιού, όλοι ζούσαν καλά και ευτυχισμένα.

ΠΑΕΙ ΕΦΥΓΕ ΤΟ ΧΙΟΝΙ

Πάει έφυγε το χιόνι
το λουλούδι δεν κρυώνει
το πουλάκι κελαηδάει
το παιδάκι τραγουδάει

Όλα ντύθηκαν με χρώμα
η στολή τους λάμπει ακόμα
με το φως του ήλιου παίζει
και γυαλίζει σαν σιντέφι.

Η γιορτή για να κρατήσει
θέλει αγάπη για τη φύση
θέλει αγάπη για τα ζώα
και τους φίλους μας ακόμα.

Θα περάσουν οι εποχές
θα 'ρθουν κρύα και βροχές
θα δροσίζει το αγέρι
θα ρθει πάλι Καλοκαίρι.
Φθινοπωρινή θα' ρθει δροσιά
και Άνοιξη με τα φυτά
θα 'ρθει πάλι ο Χειμώνας
με το φως μιας ανεμώνας

Κι έτσι τέλειωσε εδώ
το παραμύθι μας αυτό
έζησαν αυτοί καλά
κι εμείς ζούμε καλύτερα

Δ.Σ.Π.