Δευτέρα 6 Ιουλίου 2020

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ



Βραδάκι την περίμενα,
μα πέρναγε η ώρα,
σκοτάδι γύρω έπεφτε
κι ανάβανε τα φώτα.

Είπα, θα ‘ρθει δε γίνεται,
στημένος είμαι απ’ τις επτά,
κοντεύει η ώρα εννιάμιση,
κλείσαν τα μαγαζιά.

Ίσως κάτι της έτυχε
κι άργησε να ‘ρθει
σαν ξεμπερδέψει θα φανεί
απ’ τη γωνιά εκεί.

Μα πήγε δέκα και μισή
κι η ώρα όλο τράχει,
πάλι στημένος έμεινα
κι εκείνη πέρα βρέχει.

Marinero