Βραδάκι
την περίμενα,
μα
πέρναγε η ώρα,
σκοτάδι
γύρω έπεφτε
κι
ανάβανε τα φώτα.
Είπα,
θα ‘ρθει δε γίνεται,
στημένος
είμαι απ’ τις επτά,
κοντεύει
η ώρα εννιάμιση,
κλείσαν
τα μαγαζιά.
Ίσως
κάτι της έτυχε
κι
άργησε να ‘ρθει
σαν
ξεμπερδέψει θα φανεί
απ’
τη γωνιά εκεί.
Μα
πήγε δέκα και μισή
κι
η ώρα όλο τράχει,
πάλι
στημένος έμεινα
κι
εκείνη πέρα βρέχει.
Marinero