Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

ΑΠΟΥΣΙΑ

Έφυγες μες τη σκοτεινιά
και άδειασε η αγκαλιά,
ερειπωμένο σπίτι,
κρυώνω σαν σπουργίτι.

Από την άκρη του γιαλού
ως μες τα βάθη του μυαλού,
μία φωνή μου λέει
πως το όνειρο μας κλαίει.

Από την άκρη του καιρού
ως μες τα βάθη του ουρανού,
τα άστρα σβηστήκαν βράδυ
δεν φέγγουν το σκοτάδι.

Τα όνειρά μου στη Νοτιά
μοιάζουν σαν έκθετα παιδιά
που δεν αξιώθηκαν φιλί,
μη γέλιο, ούτε και χάδι.

Κι όσα στιχάκια σκάρωσα
είναι στην άκρη αδιάβαστα,
κλεισμένα στο συρτάρι,
κρυώνουνε το βράδυ

κι ούτε φωνή, ούτε μουσική
τους έδωσε ποτέ πνοή,
σαν φύλλα στο κλωνάρι
ξερά και δίχως χάρη,

προσμένουν το σκληρό Βοριά,
να ρθει και να τα πάρει.

Marinero

ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ



Σήμερα έφυγες ταξίδι μακρινό,
γι αγύριστο στου επέκεινα τη χώρα,
σήμερα έφυγες κι εκεί στον ουρανό
το μαύρο σύννεφο ξεκίνησε τη μπόρα.

Σήμερα μένει η φιλία ορφανή
και η αγάπη έχασε ένα μέρος,
σήμερα σκοτεινιάζει η ζωή
κι εγώ αισθάνομαι απόψε πολύ γέρος

Marinero

ΑΛΛΑΓΗ ΠΛΕΥΣΗΣ

Με μία βάρκα και κουπιά
είπα να πάω στα βαθιά
μόνος να πάω ν αράξω
και εαυτό να αλλάξω.

Τον κόσμο έχω βαρεθεί
και τη ζωή μου την πεζή
προσπάθεια καταβάλω
μήπως και την αλλάξω.

Αν καταφέρω να γενεί
και η προσπάθεια αυτή
στα θετικά τελειώσει
και τη ζωή μου σώσει,

τότε γυρίζω στη στεριά
κι αφήνω πίσω τα κουπιά
και σαν Προφήτ, Ηλίας
στου λόφου επά την κορυφή,

χτίζω καινούριο ένα τσαρδί
και φτιάχνω έναν κήπο.
Στα πέλαγα δε θα γυρνώ
ούτε και στα λιμάνια.

Δε θα σ αφήσω μοναχή
στην πίκρα στην ορφάνια,
δεν θα ζηλεψω γλάρο,
δεν θα ξαναμπαρκάρω.

Marinero

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ



Στη μικρούλα την Ελένη
δεν αρέσει ο τραχανάς,
απεχθάνεται τις σούπες,
την καρδιά της μη χαλάς.

Το φιδέ ούτε να τον βλέπει,
την κοτόσουπα επίσης,
δώσε της καμιά μπριζόλα
για να την καλοκαρδίσεις.

Δεν γουστάρει τις φακές
της αρέσουν τα φασόλια
της αρέσουν τα σουβλάκια
δεν θα φάει πικρά χόρτα

Είναι δύσκολη σου λέω
στο φαΐ της δε γουστάρει
σούπες κι άλλα νερουλά
στερεά θέλει φαγιά

Marinero