Έβγαλε το πιστόλι ο ποιητής και πυροβόλησε.
Σκόρπισαν στον αέρα λέξεις και στίχοι και στροφές,
σαν χιόνι καλοκαιρινό, τριγύρω του στην άμμο
και ρίγησε ο θόρυβος αέρα και ησυχία.
Μετά σιωπή στη θάλασσα απλώθηκε ως πέρα.
Τα κύματα μετέωρα απομένοντας,
ξεσπούν στην έρημη ακτή σε βογγητό και θρήνο
τον Ποιητή, τον μαυλιστή, των λέξεων θρηνώντας.
Marinero