Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Ένας γέρος στα Κύθηρα

Τη χώρα μου την περιβρέχει η θάλασσα
και απαντέχει άγριους δύσκολους καιρούς
έχει κατοίκους Ναυτικούς.
Για έναν τέτοιο θα σας πω
τον πρόγονο που ακολουθώ,
μαζί γυρνάμε θάλασσες
και τραγουδάμε Μάγισσες
και έρωτες περαστικούς
που ζήσαμε στους Τροπικούς

Μια μέρα του χειμώνα κρύα
βγήκε πρωί στην παραλία
και βρήκε κάτι μαγικό
που ήτανε μοναδικό
Στα Κύθηρα στα Επτάνησα
είχε ξεβράσει η θάλασσα
στην άμμο,κάτω στην ακτή
του Οδυσσέα το σκαρί
εκείνος σαν το ναύτη
μελέταγε το χάρτη
έψαχνε τόπους μακρινούς
που δε χωρά ανθρώπου νους

Είχε γεράσει τώρα πια
δεν τόνε ‘θελαν στα σκαριά
ας είχε οργώσει τους γιαλούς
σε περασμένους πια καιρούς.
Κάθεται πια στην παραλία
μόνος και χαζεύει πλοία
στα παιδιά λέει ιστορίες
κοντραμπάντα,πειρατείες

Έχει απομείνει πια στο χτες
κι αναθιβάλει Πειρατές
θάλασσες που είναι μακριά
και στα Κανάρια νησιά,
θυμάται μιαν αγαπημένη
που απ’το μυαλό δε σβαίνει
τα μάτια τρέχουν αναμνήσεις
στο ντόκο θα τον συναντήσεις
στο λιμάνι ως να 'ρθει το καράβι
πες του Ιστορίες να σου κάνει
το όνομα του είναι Οδυσσέας
παππούς του ήταν ο Ορφέας
γι αυτό γύρισε τα πελάγη
με λύρα και με κανοκιάλι,
«είδε ανθρώπων άστεα και συνήθειες»
ξέφυγε από Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες
τον ξέβρασε η θάλασσα ένα πρωί
στην άμμο σαν το γέρικο σκαρί.
Μονάχος τώρα περιμένει τον Αίδη
για το μεγάλο του στερνό ταξίδι

Θέλει ξανά την Καλυψώ να βρει
ξανά να ζήσει την παλιά ζωή
μαζί με τους συντρόφους θέλει
να πιει κρασί από τ' αμπέλι
και μια μικρή απ' την Ταγγέρη
μαργιόλα να χορέψει τσιφτετέλι
κι εκεί στα νυφικά τα δώματα
επάνω στα λευκά παπλώματα
τη Ναυσικά ερωτικά να ρίξει
όπως παλιά μ’ αυτή να σμίξει,
και να του φύγει απ’ το μυαλό
αυτός ο μαύρος ο καιρός
που ζούνε τώρα οι ανθρώποι
αφού στενέψανε οι τόποι.

Έτσι στο καπηλειό μονάχος,
όπως της θάλασσας ο βράχος
αντέχει θάλασσες και κύματα
αγιάστηκε μέσα στα κρίματα.
Αν τον συναντήσεις κάποια μέρα
κέρνα τον ούζο και σαρδέλα
ζήτα του να σου πει τις ιστορίες
μπάρκα κοντραμπάντα συμμορίες
των Πειρατών και των Κοντραμπατζήδων
και από τα νησιά των Εσπερίδων
θα πας ταξίδια μακρινά
θα βρεις σεντούκια μαγικά
θα φύγεις και θα προσπεράσεις
ποτέ όμως δε θα ξεχάσεις
αυτόν το γέρο ναύτη τον ασίκη
που δεν τον χόρτασε γυναίκα, σπίτι

Τη χώρα μου τη περιβρέχει η θάλασσα
και απαντέχει άγριους δύσκολους καιρούς
έχει κατοίκους Ναυτικούς
στη θάλασσα τραβούν μοιραία
απόγονοι είναι του Οδυσσέα
στη θάλασσα θα συναντήσεις
ανθρώπους που θα αγαπήσεις.

marinero

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΩΔΗ ΣΤΟ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΒΒΑΔΙΑ

Προσμένεις χρόνια τη στεριά να ζαλιστείς
κόντρα στο κύμα, κόντρα στους θανάτους
μα εγώ κρατώ για σένα χώρο να πνιγείς
σε άδεια σπίτια μέσα σ' άδειους τάφους.

Την Αϊτή και του Γκογκέν τα μαύρα τα νερά,
γυμνές γυναίκες, παπαγάλους και καρύδες
ψάχνεις να βρεις, τους κάβους του Ανγκορά
με το σκαρί μπαταρισμένο στις Εβρίδες

Μόνος,
ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά
ο Φεντερίκο ξαποσταίνει στην Αρένα
κιθάρες ξενυχτούν, σπασμένα τα κλειδιά
κεριά ανάβουν Ιδαλγοί στη Μακαρένα.
Αχ Φεντερίκο Λόρκα, Νίκο Καββαδία
μέσα σε νύχτες τραγουδάω σκοτεινές
του έρωτά μου σκοτεινή μαύρη βεντάλια
σ' αυτή βουλιάζω καρτερώντας τις στεριές.

*Το στιχούργημα αυτό διακρίθηκε στον 2ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Βέροιας