Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

ΈΝΑΣ ΓΕΡΟ ΝΑΥΤΗΣ



Σε καφενείο σκοτεινό
στο πέτρινο λιμάνι
καθόταν και αγνάντευε
μονάχος ένας γέρος.
Κι όλο θυμόταν θάλασσες,
πελάγη και ταξίδια,
ονειρευόταν μια μικρή
από τη Μυτιλήνη
και μια μικρή απ τα Κύθηρα
και μια απ το Μισίρι.
Τον ταξιδεύαν μουσικές,
τραγούδια του Τσιτσάνη,
του Βαμβακάρη ο σεβντάς,
κι ο έρωτας του πόντου.
Κι όλο τραβούσε στα ανοιχτά
ο νους του κι η ψυχή του,
κι όλο για μπάρκα έλεγε
και όλο για ταξίδια.
Μια μέρα που έβρεχε πολύ,
μια σκοτεινή ημέρα,
δε φάνηκε ο γέροντας
δεν ήρθε στη γωνιά του
και οι θαμώνες σκέφτηκαν
πως έφυγε ταξίδι.
Μα εκείνος μόνος έφυγε,
αγύριστο το μπάρκο.
Ταξίδι δίχως γυρισμό,
Σκαφίδι τα όνειρά του,
με καπετάνιο το σκληρό
τον άκαρδο το χάρο.
Κι ο κάπελας για συχωριά
άφησε ένα ποτήρι
γεμάτο κόκκινο κρασί
στη θέση που καθόταν
και όπως κρύο έκανε
και νότιζαν τα τζάμια
και πέφταν στάλες της βροχής
κι ο ουρανός θρηνούσε
ήταν σα να τον έκλαιγαν
οι φίλοι κι οι δικοί του.

Marinero

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

«ΕΞΩΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ» ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ



Η τέχνη μου στα χέρια σας
Και στην υπηρεσία σας
Καλέ μου Κυβερνήτη,
Πιστός στο κόμμα, ό,τι πει
Εγώ θε να το κάνω.
Τραγούδια θες για το λαό,
Τραγούδια για αγάπη,
Τραγούδια για επανάσταση
Που σπάζει αλυσίδες;
Προσμένω ένα λόγο σου
Και μια διαταγή σου,
Όμως κι εσύ κανόνισε
Να έχω δισκογραφία
Και συναυλίες αρκετές
Να τα οικονομάω
Και από εμένα ό,τι θες
Πιστός σου στρατιώτης.

Μα όμως πρόσεξε καλά
Να μην με εγκαταλείψεις,
Γιατί αλλάζω το βιολί
Και γίνομαι αντάρτης
Και δεν αφήνω να τα πουν
Αυτά που έχω γράψει,
Γιατί σηκώνω αντάρτικο
Το σύστημα να σβήσω.
Όταν με τάϊζε καλά
Εγώ το υπηρετούσα,
Μα τώρα που με άφησε
Σηκώνω μπαϊράκι.

Marinero

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ



Απόψε ονειρεύτηκα
Πως ήμουν στην Ιθάκη,
Στο πατρικό το σπίτι μου,
Ξανά στη γειτονιά μου,
Που παίζαμε με τα παιδιά
Αμάδες και ξυλίκι
Και μπάλα στην αλάνα.
Και φώναζε η μάνα μου
Σαν γύρναγα το βράδυ
Με ξεσκισμένα γόνατα,
Με ρούχα λερωμένα
Και με έδερνε ο πατέρας μου
Σαν γύριζε στο σπίτι.
Μεγάλωσα, παντρεύτηκα
Κι έκανα γιο δικό μου.
Κάνει τα ίδια με εμέ,
Κοπάνα απ το σχολείο
Και ξημερονυχτώνεται,
Στους δρόμους, στις αλάνες.
Αχ πόσο το πεθύμησα
Να τον ιδώ λιγάκι,
Να τον χαϊδέψω πατρικά
Και να του πω δυο λόγια
Την μάνα του να αγαπά
Και να μην την πικραίνει
Γιατί είναι δύσκολο πολύ
Να μένει μοναχή της,
Να μεγαλώνει ένα παιδί
Και να κρατά ένα σπίτι.

Marinero