Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2008

ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ, ΔΥΟ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

ΕΝΑ ΤΡΑΓΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ, ΔΥΟ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ

Αυτές τις μέρες με αφορμή μια άνανδρη δολοφονία, η χώρα έχει βυθιστεί σε ένα χάος που κανείς δεν γνωρίζει πότε θα βγει από αυτό. Το να γράφεις για πολιτισμό την ώρα που ο πολιτισμός στην πράξη έχει χάσει υπόσταση και λόγο, είναι αν μη τι άλλο ουτοπικό. Σήμερα (σ.σ. Τρίτη 9 Δεκεμβρίου) κηδεύεται ένα δεκαπεντάχρονο παιδί, που τα όνειρα του διακόπηκαν από την σφαίρα ενός αστυνομικού.
Ποιος μπορεί να παρηγορήσει την θλίψη της μάνας του;
Ποιος μπορεί να απαλύνει τον πόνο του πατέρα του;
Ποιος μπορεί να διορθώσει την αδικία;
Ποιος μπορεί να σταθεί πάνω και πέρα από αυτά και να συνεχίσει αδιάφορος να ζει όπως πρώτα;
Πιστεύουμε κανείς.
Ίσως μόνο οι επιτήδειοι της πολιτικής.
Ίσως και οι επιτήδειοι της τηλεόρασης, που διανθίζουν τον «πόνο» τους με μπόλικη δόση διαφημίσεων.


Δυο πρωταγωνιστές βγαλμένοι από κάποια αρχαία ελληνική τραγωδία. Το άτυχο θύμα, ένα παιδί στα 15-16 του που μια σφαίρα του διέκοψε πρόωρα τη ζωή και ένας αστυνομικός που υπό καθεστώς φόβου (;) ή με την βεβαιότητα της ατιμωρησίας πυροβολεί και αφαιρεί μια ζωή. Δυο τραγικοί πρωταγωνιστές, δυο άλλοθι.
Κάποιοι μαθητές –πρωτοφανής σε μέγεθος αριθμός- αγανακτούν και διαδηλώνουν την οργή τους, απέναντι σε ένα κράτος και μια αστυνομία, που όχι μόνο αδυνατεί να αιτιολογήσει την πράξη του φόνου του δεκαπεντάχρονου Αλέξη, αλλά τους επιφυλάσσει υποδοχή με δακρυγόνα και γκλοπ. Απέναντι σε μια παιδεία που δεν απαντά στις ανησυχίες τους, δεν μορφώνει, παρά μόνο προετοιμάζει τους αυριανούς εξειδικευμένους απαίδευτους. Απέναντι στην παιδεία των φροντιστηρίων, σε μια παιδεία που ιδιωτικοποιείται με πρόχειρο και στρεβλό τρόπο.
Κάποιοι –κυρίως νέοι- βρίσκουν αφορμή να εκδηλώσουν την σωρευμένη αγανάκτησή τους για την ζωή που τους επιφυλάσσει το μέλλον που όχι μόνο δεν προδιαγράφεται λαμπρό, αλλά θα έλεγε κανείς σκοτεινό και δυσοίωνο. Νέοι άνθρωποι σε μια χώρα που δεν κατάφερε από την δημιουργία της να δομήσει κράτος δικαίου, σε μια χώρα ατιμωρησίας των ισχυρών, ατιμωρησίας των εχόντων και κατεχόντων, σε μια χώρα που τα σκάνδαλα καλά κρατούν και η οικονομική ύφεση είναι προ των πυλών. Σε μια κοινωνία που το μόνο που επιφυλάσσει στα αδύναμα μέλη της είναι η ανεργία και φτώχια, που σωρεύει τον πλούτο προκλητικά στα χέρια των λίγων. Σε μια κοινωνία που έχασε το κοινωνικό της πρόσωπο μέσα σε πόλεις δίχως ΠΟΛΙΤΕΣ που αποτελείται από άτομα με μοναδικό μέλημα την ατομική τους ανέλιξη, με όποιο μέσο ή τρόπο και με οποιοδήποτε τίμημα.
Απέναντι σε όλα αυτά κοινωνία, κόμματα, ΜΜΕ, προσπαθούν αποσείοντας τις ευθύνες τους –τις ευθύνες μας- για την δημιουργία μιας πατρίδας που τρώει τα παιδιά της, τις ευθύνες τους –τις ευθύνες μας- για την δημιουργία της στρατιάς των ανέργων –εσχάτως προστίθενται σε αυτούς και οι οικονομικοί μετανάστες- της στέρησης του ελεύθερου χρόνου των παιδιών, της καταστροφής των οραμάτων τους, τα αδιέξοδα της ζωής τους χρησιμοποιεί το γεγονός ως άλλοθι και ανάλογα σε ποια πλευρά βρίσκεται. Εξαπολύει το ανάθεμα, στον αστυνομικό που σκότωσε τον Αλέξη, την Αστυνομία γενικά, και την Κυβέρνηση, ή στους «αλήτες» -στην ουσία μαθητές- που διαμαρτύρονται, ή τους υποτιθέμενους Αναρχικούς αλλά στην ουσία τραμπούκους κουκουλοφόρους που σπάνε και καίνε τα μαγαζιά, για να ακολουθήσει το πλιάτσικο.
Θα μου πείτε, μα καλά, δεν υπάρχουν φωνές μέσα σ’ αυτό τον ορυμαγδό;
Ναι υπάρχουν. Είναι οι τραγικοί γονείς του Αλέξη, που δεν σπεκουλάρισαν πάνω στο θάνατο του παιδιού τους, αλλά βιώνουν το δράμα τους με μια αξιοπρέπεια υποδειγματική. Είναι ο Πρύτανης που παραιτήθηκε μη αντέχοντας να βλέπει την καταστροφή του Πανεπιστημίου. Είναι ο αξιωματικός της Αστυνομίας που γλίτωσε τον συλληφθέντα πλιατσικολόγο από το λιντσάρισμα.
Και εμείς, οι ανώνυμοι και επώνυμοι πολίτες αυτής της χώρας χρησιμοποιώντας ως άλλοθι το τραγικό συμβάν βρήκαμε την ευκαιρία να αποσείσουμε τις δικές μας ευθύνες, ταυτιζόμαστε, καταδικάζουμε, επικροτούμε, αλλά στην ουσία καλύπτουμε τις δικές μας ενοχές για τον θάνατο του Αλέξη και γι αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Ο αποδιοπομπαίος τράγος βρέθηκε. Ας του φορτώσουμε τις αμαρτίες μας και ας πάμε να κοιμηθούμε ήσυχοι ότι επιτελέσαμε το καθήκον μας.
Αφήσαμε τα κόμματα στο τέλος του σημειώματος, γιατί η περίπτωσή τους είναι μοναδική. Και εξηγούμε
Μέσα σε όλο αυτό το αδιέξοδο, αντί να αναλογιστούν το αδιέξοδο που οδήγησαν την ελληνική κοινωνία με τις αδιέξοδες και αναποτελεσματικές πολιτικές τους, ερίζουν στα διάφορα παράθυρα των αστέρων της TV, μεταξύ διαφημίσεων, για το ποιο απ’ όλα θα μπορέσει να διαχειριστεί την κρίση καλύτερα. Προσέξτε. ΟΧΙ ΝΑ ΔΩΣΕΙ ΛΥΣΕΙΣ, ΝΑ ΤΗΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΊ.
Η Ν.Δ., ξεχνώντας τα δικά της σκάνδαλα και τα αδιέξοδα της ελληνικής οικονομίας -που μπορεί να παρέλαβε από το ΠΑΣΟΚ αλλά ωστόσο διεύρυνε- την καθεστωτική νοοτροπία που επιδεικνύουν διάφορα στελέχη της, βλέπει παντού συνωμοσίες και ασύμμετρες απειλές, παραβλέποντας την ανικανότητα της να αντιμετωπίσει τα αδιέξοδα και να προτείνει λύσεις.
Το ΠΑΣΟΚ κατηγορεί την Ν.Δ. για ανικανότητα και επικαλείται -εσχάτως το ακούσαμε και αυτό το ανήκουστο- το κυβερνητικό του έργο ωσάν να μην έγινε ποτέ το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου, τα σκάνδαλα των στρατιωτικών προμηθειών, κ.λ.π. βεβαίως ούτε λόγος να γίνεται για Αστυνομική βία, αφού ξεχνά ή αποσιωπά τον «δικό» του νεκρό ανήλικο από πυρά αστυνομικού, η το ξυλοφόρτωμα των γερόντων συνταξιούχων που η κυβέρνηση του διέταξε.
Το ΚΚΕ με ένα λόγο στείρο και κολλημένο σε αλήστου μνήμης περιόδους και πολιτικές λόγο, νομίζει πως μπορεί να προτείνει λύσεις στο σημερινό αδιέξοδο, ξεχνώντας ότι η κοινωνία έχει προχωρήσει και χρειάζεται έναν άλλον ποιο σύγχρονο σχεδιασμό, που να λαμβάνει υπ’ όψη του ότι Νόμος δεν είναι μόνον το δίκιο του εργάτη, αλλά η δημιουργία κοινωνιών δικαίου και η ευημερία όλων των μελών της.
Ο Συνασπισμός ή καλύτερα ο ΣΥΡΙΖΑ, παγιδευμένος μέσα στην ίδια του την συνθηματολογία, ενώ χρησιμοποιεί ένα λόγο πιο σύγχρονο και πιο αρεστό στις μάζες των ψηφοφόρων (σ.σ. χρησιμοποιώ την λέξη μάζες και όχι πολίτες ή λαός, γιατί πιστεύω ότι ως τέτοιες αντιμετωπίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και όλα τα κόμματα και γιατί ο χαρακτηρισμός λαός προϋποθέτει, σκεπτόμενα άτομα και όχι φανατικούς οπαδούς, υποχείρια των κομμάτων ή των συνδικαλιστικών τους παρατάξεων), ωστόσο ανίκανος να πείσει για τις προθέσεις ή την κυβερνητική ικανότητα των μελών του (παράδειγμα η ανικανότητα του να διακρίνει την απεξάρτηση της Ελλάδας από τους Αμερικανούς αλλά και από τις ρυπογόνες βιομηχανίες στην κατασκευή του αγωγού Μπουργκάζ –Αλεξανδρούπολη), παραδέρνει ανάμεσα σε πραγματικούς δημοκράτες και τραμπούκους, αφού «προσφέρει» ακούσια άσυλο στους δεύτερους με την ανοχή των πρώτων, μέσα από τις διάφορες οργανώσεις του, αφού αδυνατεί να περιφρουρήσει τις συγκεντρώσεις και τις πορείες του.
Το ΛΑΟΣ με ένα λόγο που πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε αριστερή και δεξιά φρασεολογία, στην ουσία όμως εκφράζοντας μια πολιτική που προσιδιάζει προς τον εθνικοσοσιαλισμό, ψάχνει να βρει ευήκοα ώτα και ψηφοφόρους μέσα από τους απελπισμένους μικροαστούς, τους εργαζομένους, ή τους ανέργους.
Βεβαίως η αντιμετώπιση των τα προβλημάτων χρειάζεται νέα στρατηγική και αποτελεσματικότητα. Πιστεύουμε ότι καμιά από τις κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί ή δεν θέλει να τα αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και αποτελεσματικά.
Ίσως η σημερινή κατάσταση να αποτελέσει αφορμή και νέα θεώρηση και νέο σχεδιασμό της πολιτικής, έτσι που να δημιουργήσει κοινωνία πολιτών ενεργών και σκεπτόμενων με ανθρωπιά. Αυτό που μέχρι σήμερα βιώναμε ήταν και είναι σάπιο και γι αυτό αδιέξοδο. Ίσως κάτι νέο να προβάλει μέσα από τα αποκαΐδια, όχι μόνον των καταστημάτων, των αυτοκινήτων, των κάδων, αλλά των ονείρων μας που προδώσαμε για μια θεσούλα στο δημόσιο, που κάψαμε μοναχοί μας στην προσπάθεια μας να ανελιχθούμε. Στην προσπάθεια μας να πλουτίσουμε με υλικά αγαθά, φτωχαίναμε τα συναισθήματά μας, απομακρυνθήκαμε από τα παιδιά μας και δεν ακούγαμε τις κραυγές και τις διαμαρτυρίες τους για τον κόσμο που φτιάξαμε και κληροδοτούμε σ’ αυτά. Ίσως οι σημερινές τους πράξεις, πράξεις απελπισίας στην ουσία, καταφέρουν να μας ξεκουνήσουν και να ανοίξουν τα κλειστά αυτιά και μάτια μας. Τους οφείλουμε αν μη τι άλλο ένα μεγάλο ΣΥΓΝΩΜΗ.

Υ/Γ Το τραγικό στην ιστορία είναι πως «χρειάστηκε» ο θάνατος ενός δεκαπεντάχρονου παιδιού, για να γίνουν αυτές οι σκέψεις και να γραφτεί αυτό το σημείωμα

Δ.Σ.Προβάδος

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η Άλλη Άποψη" της Βέροιας

ΦΤΑΙΝΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ο Γιωργάκης κι ο Κωστάκης ξιφουλκούνε
για το ποιος διαχειρίζεται σωστά
την πολιτική και την οικονομία
μα αλί τους όλα τα έκαναν σκατά

Ο Γιωργάκης κι ο Κωστάκης κι οι κουμπάροι
οι παπάδες, τα λαμόγια, οι υπουργοί,
κατεβάσανε τους νέους στα πεζοδρόμια
που ζητούν ξανά παιδεία και φαΐ

Ο Αλέκος, η Αλέκα κι ο Αλέξης
καβγαδίζανε μια νύχτα στην TV
ποιος εκφράζει της Αριστεράς τον κόσμο
ποιος τα φταίει που τα σπάνε οι νεαροί.

Ο Αλέκος, η Αλέκα κι ο Αλέξης
φωνασκούνε ακατάπαυστα ματαίως
γιατί βγήκε τελικά ο ποιο ωραίος
ο Γιωργάκης που κρατούσε ένα κερί.

Το Γιωργάκη, τον Κωστάκη
τον Αλέκο, την Αλέκα ή τον Αλέξη
ποιον απ’ όλους ο πολίτης να διαλέξει
που τα έχουν κάνει ρόϊδο
θα μας πιάσουνε κορόϊδο;

Μα ξυπνήσανε μια νύχτα οι νεολαίοι
μαθητές και φοιτητές όλοι ωραίοι
και φωνάζουνε στους εξουσιαστές τους
και τους δείχνουν την οργή και τις γροθιές τους.

Ο Γιωργάκης κι ο Κωστάκης,
ο Αλέκος, η Αλέκα κι ο Αλέξης,
μα και ο Καρατζαφέρης που το παίζει ρυθμιστής
ο παλιό λαϊκιστής
μένουν μόνοι τους και κλαίνε
κι όλο τα παιδιά τους φταίνε

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

Γιατί είναι η μοίρα της γενιάς

Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροοπον ός μάλα πολλά
Πλάχθη, επεί Τροίης ιερόν πτολίεθρον έπερσε
Πολλών δε ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω,
Πολλά δ’ ό γ’ ε΄ν πόντω πάθεν άλγεα όν κατά θυμόν
Αρνύμενος ή ντε ψυχήν και νόστον εταίρων….


Έτσι ο θείος Όμηρος τον τραγουδάει με λύρα
τον δόλιο αυτόν τον μακρινό τον πρόγονο
Εκείνον τον πολύπαθο τον θείο Οδυσσέα
πως τάχα στην πατρίδα του έλεγε ότι θέλει
πίσω να πάει το πλοίο του, κι όλο το πλήρωμά του
όμως εκείνος μάτια μου άλλα είχε στο νού του.
Ήθελε το ταξίδι του τέλος για να μη έχει
μόνο μέσα στην θάλασσα τη σκούρα να γυρίζει
που δεν την τρύγησε ποτέ κανένα ανθρώπου χέρι
που κρύβει μες τα σπλάχνα της ζώα πολλά και φύκια
και τους θαλάσσιους Θεούς μαζί με τις Νηρηίδες
και έχει νησιά αμέτρητα και ύφαλους χιλιάδες
και γύριζε από αγκαλιά σε αγκαλιά Θεαίνων
από της Κίρκης τα φιλιά, στης Καλυψώς την κλίνη
και άλλες πολλές εγνώρισε γυναίκες στα λιμάνια
όμως και μύρια βάσανα τον βρήκαν στην πορεία
απ’ τον Κυκλώπων το νησί μέχρι τους Λαιστρυγόνες
την Σκύλα και την Χάρυβδη και τον ασκό του Αιόλου.
Μα εκείνος δεν σταμάτησε μυαλό δεν είχε βάλει
και όταν στο Θιάκι γύρισε και βρήκε την καλή του
πάλι ταξίδια νοσταλγεί καράβια να αρματώσει
και να αρχινήσει από ‘ξαρχής τον πόντο να γυρίζει
γιατί είναι η μοίρα της γενιάς του γένους των Ελλήνων
τον κόσμο να γυρίζουνε ποτέ να μη στεριώνουν

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Τραγούδια απόψε να ακουστούν τραγούδια του Υμεναίου
Απόψε γάμο έχουμε και κάνουμε το γλέντι
Γλέντι τρανό εστήσαμε παινεύουμε την νύφη
Την νύφη την πανέμορφη που μοιάζει περιστέρα
Που ‘χει για άντρα στο πλευρό το φως του Αποσπερίτη
Ελάτε να γλεντήσουμε τα νιάτα να χαρούμε
Ποτήρια να υψώσουμε να πιούμε στην υγειά μας
Να πιούμε κόκκινο κρασί κόκκινο σαν το αίμα
Στον Διόνυσο να ψάλουμε τραγούδια και τον Λίνο
Στα δάση να χορέψουμε παρέα με τον Πάνα
Τον τραγοπόδαρο θεό και τις ξανθές Δριάδες
Ελάτε βρε τσαχπίνηδες, σύντροφοι του γλεντιού μας
Χορό να πιάσουμε τρανό και κύκλο να πιαστούμε
Να πούμε ύμνους στην χαρά και στην θεά την Μέθη
Ας μείνει έξω σήμερα απ’ την παρέα ο Φοίβος
Ο τροβαδούρος ο Θεός μαζί του και οι Μούσες
Και ο Ορφέας ας κρυφτεί μη τάχα και τον βρούνε
Και τον διαμελίσουνε, οι λαύρες οι Μαινάδες
Και χάσει η λύρα τους σκοπούς χάσει και τα τραγούδια
Εμείς σκοπό δεν το ‘χουμε φρόνημα να τα πιούμε
Θέλουμε να ξεσκάσουμε μαζί με τις νεράιδες
Και με τις νύμφες του βουνού να παίξουμε σουραύλι
Ασκομαντούρες και ζουρνάς στα δάση ν’ αντηχήσουν
Ο Πάνας να αναστηθεί μαζί και οι Σιληνοί του
Κρασί να φέρουν στους ασκούς, κρασί και να χορεύουν
Με τα στραβά τα πόδια τους του τράγου όπου μοιάζουν
Κι αν συναντήσουνε ξανά την Σύριγγα την δόλια
Να μην την κυνηγήσουνε το μύθο να αλλάξουν
Παρά μες την παρέα μας μαζί μας να καθίσει,
Να πει τραγούδια του γλεντιού παινέματα στην νύφη

marinero

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Για την Αννούλα

Από την Μπούκα ο Νημποριός
Δέκα λεπτά είναι δρόμος
Μα να κοιτώ τα μάτια σου
Δεν φτάνει ένας χρόνος.

Φωτίζουνε τα μάτια σου
Της νύχτας τα σκοτάδια
Και μου γεμίζουνε με φως
Την ζήση μου την άδεια.

Για τον Γιώργο Κίκη

Σπαθί ‘ναι το δοξάρι σου
Άπου τρυπά τον πόνο
Και το τραγούδι βάρσαμο
Παρηγοράς τον κόσμο

Ερωτικές

Στη θάλασσα τη γαλανή
Αφήνω την φωνή μου
Κι αν δε σε κλέψω μια βραδιά
Να χάσω την ψυχή μου

Μικρή μου όταν σε θωρώ
Της θάλασσας πως μοιάζεις
Πότε γαλήνια μου γελάς
Και πότε φουρτουνιάζεις

Στο πέλαγο είμαι μοναχός
Στο πέλαγο αρμενίζω
Κι αν για τα σένανε πονώ
Φως μου δεν σε ορίζω

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2008

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Τις νύχτες οι λεύκες νοσταλγούνε τη θάλασσα
άσπρα πανιά στοιχειώνουν τα όνειρα τους
κραξιές γλάρων ταράζουν τον ύπνο τους
ονειρεύονται μελλοντικά ταξίδια και σιωπούν
καμιά φορά ο αέρας χαϊδεύει τα φύλλα τους
κουβαλάει την αρμυρή οσμή της θάλασσας
και την ανάμνηση των παράκτιων φαναριών
τότε λικνίζονται στο ρυθμό της τρικυμίας
ένα ελαφρό θρόισμα φύλων για τους αμύητους
μα για τους Μύστες των ταξιδιών και του πελάγους
μια αναγέννηση οσμών εικόνων και γεύσεων.

Βλέπεις κάποιοι μπορούν να ονειρεύονται μαζί τους

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008

ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Κάποιο βραδάκι σ’ ένα τεκέ στη Σαλονίκη
Μαζεύτηκαν κάτι τύποι απ’ την Κρήτη
Κι όπως γουργούριζε στην μέση ο ναργιλές
Πιάσανε τις φούμες τις τρελές
Έτσι σιγά – σιγά φτιάχνανε κεφάλι
Γουστάρανε μουσική τον πόνο να τους γιάνει
Φώναξαν τον Απόλλωνα να παίξει λύρα
Και τον τυφλό τον ποιητή απ’ την Μικρά Ασία
Τον Βαμβακάρη καλέσανε και τον Τσιτσάνη
Τον Στράτο την φωνή του για να βάλει
Η Μπέλλου και η Νίνου φτιάνουν παρακάτω
Γλυκό να πάνε τα ζαφείρια κάτω
Κουρδίζει το μπουζούκι ο Ζαμπέτας και φουμάρει
Και κάνει πάσα το μαρκούτσι στον Τσιτσάνη
Κι όπως προχωράει το βραδάκι
Η φαντασία κάνει ταξιδάκι
Ήρθαν παρέα όλοι οι παλιοί ρεμπέτες
Την κοπανίσανε του χάρου οι σερέτες
Και γίνεται αδερφέ μου πατιρντί
Κι οι απέξω ρωτούσανε γιατί
Ανοίγουν οι ουρανοί και βρέχουν άστρα
Κι όλα τα μαύρα ντύνονται στα άσπρα
Κάπου εκεί κοντά κι η Ευτυχία
Στίχους πλέκει για την παλιοκοινωνία
Κι ο Μπαρμπαγιάννης εκεί με τον τζουρά του
Ταξίμι νταλκαδιάρικο βαράει του θανάτου
Να τον μερακλώσει να χορέψει
Άλλες ψυχούλες ζωντανών να μη κλαδέψει
Προχώραγε η νύχτα και ημέρωνε
Οι πετεινοί λαλήσανε ξημέρωνε
Οι μάγκες απ’ την Κρήτη φτιάξανε κεφάλι
Κι οι πόνοι ξεχαστήκανε απ’ την ζάλη
Έ ρε εικόνες που σκαρώνει το ντουμάνι
Αν είναι προυσαλίδικο χαρμάνι
` εικόνες που αφήνουνε τον πόνο έξω
και κάνουν την παλιοζωή να αντέξω

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

ΔΙΧΩΣ ΤΙΤΛΟ

Παράξενο που είναι εδώ να με κρατάνε
Οι φλόγες οι φωτιές τα δυο σου μάτια
Σαν υπνοβάτης ναυαγός όπως χαμένος
Σε μία θάλασσα καημού σε μιαν ανάσα

Παράξενο που είναι εδώ να με κρατάνε
Φάροι, ταξίδια και νησιά με φώτα άδεια
Το σφύριγμα του αέρα απά στα ξάρτια
Η πρωινή ομίχλη κι η μπουράσκα

Απόψε στην καρδιά μου νηοψία
Ρεσάλτο και κραυγές πνιγμένων
Μαύρες σκιές, θανάτου υποψία
Σβηστά φανάρια μπάρκων γερασμένων

marinero

Μπορείτε να προτείνετε τίτλο.

FLAMENCO

Μια πικρή κραυγή Ανδαλουσίανικη
Κρατάει της καρδούλας μου το τέμπο
Μία κιθάρα κι η φωνή χωρίς μεγάφωνα
Τραγούδι και λυγμός Jorge el Griego
Σε σκέφτομαι με μια κιθάρα στη σιωπή
Κι ένα λυγμό στα στήθη σου τραγούδι
Και ένα στη γλάστρα μαραμένο γιασεμί
Που να θυμίζει της καρδιάς μου το λουλούδι.

marinero

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΡΑΒΙΟΥ




Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο στενό δρομάκι στο κέντρο της Αθήνας ήταν ένα μαγαζί. Μια μικρή τρυπούλα εκεί στο Μοναστηράκι, που το ‘χε ένας γεράκος πολύ παράξενος στ’ αλήθεια. Το μαγαζάκι αυτό λοιπόν πουλούσε διάφορα παλιά παιγνίδια. Όχι από αυτά τα σύγχρονα. Κάποιο βραδάκι επισκέφτηκε το μαγαζί ένας φτωχός άνθρωπος από κάποιο νησί του Αιγαίου. Αυτός ο άνθρωπος ήτανε άνεργος Ναυτικός και γυρνούσε από γραφείο σε γραφείο για να βρει δουλειά. Στο νησί του τον περίμεναν η γυναίκα του η Μαρία και ο μικρός του γιος.
Μπήκε λοιπόν στο μαγαζί και ζήτησε από τον γέρο-καταστηματάρχη να του πουλήσει ένα μικρό κόκκινο παλιό καραβάκι από τσίγκο, έτσι όπως έκαναν σε παλαιότερες εποχές τα παιγνίδια. Πήρε λοιπόν το παιγνίδι και αφού το πλήρωσε σηκώθηκε να φύγει χωρίς να προσέξει το παράξενο χαμόγελο του. Κατέβηκε στο λιμάνι για να προλάβει το καράβι της γραμμής, να στείλει μερικά λεφτά στο σπίτι του και το δώρο του παιδιού. Ο ίδιος θα κάθονταν λίγο ακόμα στον Πειραιά. Του είπαν για κάποιο φορτηγό του καπτα-Βασίλη του συμπατριώτη του εφοπλιστή, που έφτιαχνε πλήρωμα και ήθελε να κανονίσει το μπάρκο του.

Όταν το μικρό κόκκινο καράβι βρέθηκε στα χέρια του παιδιού, δεν ήξερε πώς να εκφράσει την χαρά του. Το μόνο που το στεναχωρούσε ήταν πως δεν ήρθε μαζί με αυτό και ο πατέρας του. Θα το ονομάσω «Λέων» σκέφτηκε. Όπως εκείνο το πολεμικό που φούνταρε στ’ ανοιχτά. Ήταν τόση η λαχτάρα και η μαγεία που εξασκούσε επάνω του το μικρό παιγνίδι, που το βράδυ όταν έπεσε για ύπνο πήρε και το καραβάκι μαζί στο κρεβάτι του. Η νύχτα προχώρησε για τα καλά. Το μόνο που ταράζει την σιωπή της, είναι ο φλοίσβος της θάλασσας. Ξαφνικά μία σκιά διαγράφεται στην άκρη του μισοφωτισμένου δωματίου. Την ξέρουμε αυτή την σκιά. Είναι ο
γέρο-Καταστηματάρχης. Αυτός που πούλησε το καραβάκι στον πατέρα του Κωστάκη. Φαίνεται παιδιά πως αυτός ο γέρος είναι σπουδαίος μάγος και μπορεί να κάνει θαύματα. Όπως να πούμε να πηγαίνει όπου θέλει αυτός. Μαζί του είναι και οι δυο ακόλουθοί του. Τα καλά μα σκανδαλιάρικα πνεύματα του ύπνου. Ο Όνειρος και η Φαντασία.

Ο Κωστάκης ήτανε λέει κάτω στο λιμάνι κι ετοιμαζόταν να μπαρκάρει με ένα κόκκινο καράβι που είχε δυο φουγάρα. Να ένα σαν αυτό που του έστειλε ο πατέρας του. Ήταν αυτός ο καπετάνιος και έδινε τις τελευταίες οδηγίες πριν από το ταξίδι.
Το καράβι, ξεκόλλησε από την προβλήτα και ανοίγεται από την στεριά. Γύρισε και κοίταξε στην γέφυρα. Μόνο τότε πρόσεξε τον Τιμονιέρη. Ένα παιδί με ολόλευκο δέρμα και μυτερά αυτιά. Ο Κωστάκης τρόμαξε, μα κάτι στο χαμόγελο του παράξενου παιδιού, τον καθησύχασε. Μα ποιος είναι αυτός ο γέρος που δίνει διαταγές σ’ ένα κορίτσι ίδιο και απαράλλαχτο με τον Τιμονιέρη του πλοίου; (Εμείς βέβαια παιδιά ξέρουμε) Τον πλησιάζει και τον ‘ρωτά:
-Ποιος είσαι παππού και τι ζητάς στο καράβι μου; Ο γέρος κουνά τα χείλη του, μα δεν ακούγεται κανένας ήχος. Όμως βαθιά μέσα στο μυαλό του, ο Κωστάκης καταλαβαίνει αυτά που του λέει:
-Μη φοβάσαι. Είμαι ο Πέστο Καιθαγίνει. Ο Λοστρόμος του πλοίου σου. Εγώ και οι βοηθοί μου, θα πάμε το καράβι σου όπου εσύ επιθυμήσεις. Είμαι ο άρχοντας των παιγνιδιών και της φαντασίας είπε ο γέρος. Το αγόρι που τιμονεύει είναι ο Όνειρος και το κορίτσι που βλέπεις, η Φαντασία. Όπου θέλεις θα σε πάμε. Φτάνει να το ονειρευτείς ή να το φανταστείς. Μόνο μη πεις σε κανένα τίποτα για μας. Λέξη! Πρόσεξε! Αν πεις το παραμικρό όλα θα πάψουν στη στιγμή.

Το ταξίδι στο όνειρο συνεχίζονταν μέσα στη θάλασσα. Κύματα βουνά άνεμος δυνατός που κάνει την αρματωσιά του καραβιού τους να σφυρίζει καθώς περνά με δύναμη ανάμεσα στα σχοινιά. Ξαφνικά από την πλώρη τους η φαντασία έβαλε τις φωνές και κάτι τους έδειχνε στο βάθος του ορίζοντα.
-Στεριά ίσια μπροστά μας. Στεριά!
-Πού; Που; ρωτούσαν όλοι με ένα στόμα.
-Ίσα μπροστά μας. Δεν την βλέπεται;
Ένα νησί στην μέση του πελάγους. Μια χαμηλή έξαρση στεριάς καταμεσής της θάλασσας. Σε λίγο έμπαιναν στον μικρό ορμίσκο που σαν φυσικό λιμανάκι τους λίκνιζε στον ελαφρό κυματισμό της ρεστίας. Αφού τακτοποίησαν τα του ελλιμενισμού τους και όρισαν τις βάρδιες τους με εξαίρεση τον όνειρο που θα έκανε την πρώτη, οι υπόλοιποι βγήκαν στην στεριά, να ξεκουραστούν και να πάρουν κανένα υπνάκο.
Το νησάκι τους μια μικρή στεριά μέσα στην θάλασσα δεν είχε βουνά. Ένας μικρός λοφίσκος με κάτι παράξενα δένδρα με κόκκινα φύλλα και γαλάζιους καρπούς, που έμοιαζαν σαν μήλα, αλλά με μαλακή ζουμερή σάρκα. Όταν ξεπέρασαν τον φόβο τους και δοκίμασαν ένα από αυτά το βρήκαν πολύ νόστιμο και γλυκό. Άρχισαν να κόβουν και να μαζεύουν γεμίζοντας την αγκαλιά τους με τους γλυκούς καρπούς. Αφού μάζεψαν αρκετά για να χορτάσουν την πείνα τους, γύρισαν στην παραλία και ξάπλωσαν στην ζεστή άμμο να κοιμηθούν.
Τι παράξενα που ήταν όλα σ’ αυτό το νησί. Ο ήλιος έφεγγε χωρίς να σε καίει ή να σε τυφλώνει. Μπορούσες αν ήθελες να τον κοιτάξεις κατάματα. Φυσούσε ένα αεράκι δροσερό. Ένα αεράκι που καμιά σχέση δεν είχε με τον άνεμο που εξακολουθούσε να λυσσομανάει στο πέλαγος. Κάτι γινόταν εδώ και όλα τα πράγματα, ήταν φιλικά. Τα δένδρα, η αμμουδιά, ο ήλιος και ο άνεμος. Κάτι μαγικό.
Ξαφνικά μια σκιά πλησιάζει τους τρεις κοιμισμένους στην αμμουδιά φίλους μας. Μια σκιά που περπατάει μπουσουλώντας σαν μωρό ή σαν τετράποδο ζώο. Μα ναι είναι κάποιο ζωάκι που πλησιάζει και μυρίζει τον Κωστάκη που βρέθηκε πιο κοντά του.
Μοιάζει σαν εκείνα τα πάνινα σκυλάκια αλλά αυτό έχει κάτι το περίεργο επάνω του δεν σε πείθει ότι πρόκειται για παιγνίδι. Αυτό είναι ζωντανό και απ΄ ότι φαίνεται φιλικό και ήμερο. Όμως πάλι σκυλάκι δεν είναι.
Αυτό έχει κεφάλι και φτερά αετού, σώμα και ουρά λιονταριού. Να δεις πως τα έλεγε ο δάσκαλος στην μυθολογία… Γρύπους, Γρυπαετούς… κάτι τέτοιο. Μα ναι Γρύπος είναι.
Το ζώο σκουντά με το κεφάλι το κοιμισμένο παιδί και το ξυπνά. Ο Κωστάκης μόλις ανοίγει τα μάτια του και βλέπει κοντά στο πρόσωπο του το ράμφος ενός πουλιού πετάγεται έντρομος. Με τις φωνές του ξυπνά και τους δυο άλλους συντρόφους του. Το ζωάκι τρομαγμένο απ’ τις φωνές του παιδιού, κρύβεται πίσω από ένα δένδρο και κοιτά με τρόμο το παιδί.
- Μη φοβάσαι. Δεν είναι άγριο. Ένας μικρούλης Γρύπος είναι μονάχα τον καθησυχάζει ο γέροντας. Δεν θα σου κάνει κακό. Και πλησιάζοντας προς το δένδρο γλυκαίνοντας την φωνή του καλεί το μυθικό ζώο κοντά του. Έλα μικρούλι μου. Κανείς δεν θα σε πειράξει. Κανείς δεν θα σου κάνει κακό. Το ζώο καταλαβαίνοντας τις αγαθές προθέσεις του γέρου πλησιάζει κουνώντας την λιονταρίσια ουρά του σαν σκύλος.
Ο γέρος το χαϊδεύει στο κεφάλι και προτρέπει και τον Κωστάκη να κάνει το ίδιο. Το παιδί δειλά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος ύστερα πλησιάζει και το χαϊδεύει με την σειρά του. Ο Γρύπος δείχνει την ευχαρίστησή του γουργουρίζοντας σαν γάτα και τρίβοντας το σώμα του στα πόδια του παιδιού. Τι καλό που είναι παππού, λέει το παιδί και γυρίζοντας στην Φαντασία της λέει να κάνει το ίδιο.
Αφού χόρτασαν παιγνίδι και τρυφερότητες με το μικρό ζώο και αφού χόρτασαν την πείνα τους με ζουμερούς γαλάζιους καρπούς από τα δένδρα του νησιού, γύρισαν στο καράβι τους όπου βρήκαν τον όνειρο να κοιμάται του καλού καιρού και να ονειρεύεται. Να γιατί δεν μας ξύπνησε ο «φύλακάς» μας όταν μας πλησίαζε ο Γρύπος. Μωρέ φύλακα που βάλαμε. Αυτός μάτια μου και να κινδυνεύαμε χαμπάρι δεν θα έπαιρνε. Είπε με θυμό ο γέρο μάγος, και γυρίζοντας στον Όνειρο του είπε αυστηρά: Για τιμωρία σου θα μείνεις άλλη μια βάρδια στο τιμόνι, και δεν θα σε σκαντζάρει η Φαντασία, αλλά θα τραβήξεις όλο το ταξίδι της επιστροφής μόνος σου.

Σήκωσαν την άγκυρα και ξεκίνησαν σιγά - σιγά το ταξίδι της επιστροφής. Από την ακτή ο Γρύπος τους χαιρετούσε θλιμμένος κουνώντας την ουρά του. Τον χαιρετούσαν και αυτοί, κουνώντας τα μαντήλια τους.
Έφτασαν στην ανοιχτή θάλασσα. Ο καιρός είχε σπάσει πια και μονάχα το σφύριγμα του δροσερού αέρα σφύριζε στα ξάρτια του πλοίου τραγουδώντας το τραγούδι του. Καλά έπλεαν και ο Όνειρος παρά την τιμωρία του απολάμβανε μαζί με τους άλλους το ήσυχο θαλασσινό ταξίδι. Η μέρα προχώρησε και έφτανε στο τέλος της. Ο ήλιος κόντευε να βουτήξει στα γαλανά νερά όταν ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πλώρη. Να βρήκαν σε καμιά ξέρα; Να ήταν κάποιος ύφαλος που δεν τον έχει σημειωμένο ο χάρτης;
Ο Κωστάκης και ο γέρο-Μάγος πήγαν τρέχοντας στην μεριά που ακούστηκε ο χτύπος. Έσκυψαν και τι να δουν; μια γυναίκα τους χαμογελούσε από την θάλασσα. Μια όμορφη ξανθιά κοπέλα με ένα φόρεμα πλεγμένο από φύκια στολισμένο με μικρά όστρακα και κοράλλια. Όμως ενώ το σώμα της από την μέση και πάνω ήταν ανθρώπινο από την μέση και κάτω ήταν σώμα ψαριού.
Παππού μια γοργόνα. Είπε χαρούμενο αλλά και τρομαγμένο το παιδί. Μη φοβάσαι παιδί μου κάτι θα θέλει και γι αυτό μας χτύπησε. Για να μας ειδοποιήσει. Είπε ο γέρο-Μάγος και έσκυψε περισσότερο για να ακούσει τι του έλεγε. Έχω νέα για τον Κωστάκη. Φώναξε η γοργόνα. Νέα απ’ τον πατέρα του. Πες του να σκύψει για να μ’ ακούσει καλύτερα. Το παιδί πλησιάζει στην κουπαστή και σκύβει. Εσύ είσαι ο Κωστάκης; Ρώτησε το έκπληκτο παιδί η γοργόνα. Ναι εγώ είμαι. Απάντησε το παιδί. Τι με θέλεις; Έχω να σου πω κάτι αλλά πριν από αυτό πες μου. Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; Το παιδί θυμήθηκε τις ιστορίες που διηγούνταν οι γέροι ναυτικοί για την γοργόνα την αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου που γυρνούσε στα πέλαγα και ρωτούσε για τον αδελφό της. Θυμήθηκε πως αν της έλεγε πως πέθανε όπως ήταν η αλήθεια η γοργόνα θα θύμωνε θα φουρτούνιαζε την θάλασσα και θα βύθιζε το καράβι τους.
Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Απάντησε με δυνατή φωνή το παιδί. Η γοργόνα χαμογέλασε ευχαριστημένη και είπε στο παιδί: Να μη κρατήσεις αυτήν την πορεία αλλά μετά από δέκα μίλια να αλλάξεις ρότα, και αντί για ανατολικά να τραβήξεις βόρεια. Μετά από κάποια απόσταση, θα συναντήσεις ένα νησί στο πέλαγος και πάνω του θα σε περιμένει ο πατέρας σου για να γυρίσετε στο σπίτι μαζί. Το παιδί τρελάθηκε από την χαρά του. Χαιρέτησε την γοργόνα που με μια βουτιά χάθηκε στην γαλάζια απεραντοσύνη και γυρνώντας στον γέρο-Μάγο του είπε: Γρήγορα παππού. Γρήγορα να χαράξουμε την καινούρια πορεία μας και να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου. Δεν άκουσες μας περιμένει σε κείνο το άγνωστο νησί. Ο γέρος χαμογέλασε με κατανόηση και τράβηξε για την γέφυρα. Σε λίγο τον ακολούθησε και ο Κωστάκης

Φτάσανε στην γέφυρα του πλοίου σχεδόν ταυτόχρονα. Το παιδί δεν έβλεπε την ώρα που θα διόρθωναν την πορεία τους και ακολουθώντας τις οδηγίες της γοργόνας θα έφταναν στο νησί που τους περίμενε ο πατέρας του. Άνοιξαν τον χάρτη και άρχισαν να χαράζουν την νέα τους πορεία. Τραβώντας τις γραμμές της πορείας τους κατέληξαν στο νησάκι που τους είπε η γοργόνα. Διάβασαν το όνομα του νησιού πάνω στον χάρτη. «Νησί της Ελπίδας». Παππού, παππού, είδες πως λένε το νησί που πηγαίνουμε; ο γέρο-Μάγος χαμογέλασε κάτω απ’ τα μουστάκια του. Και βέβαια ήξερε πως το έλεγαν το νησί. Αφού είχε βάλει κι αυτός το δαχτυλάκι του για να γίνουν τα πράγματα έτσι. Να έλθει δηλαδή η γοργόνα και να πει του Κωστάκη που θα έβρισκε τον πατέρα του. Είπαμε ήταν μάγος που μπορούσε να πάει όπου ήθελε, και αν και δεν μπορούσε να μεταφέρει μοναχός τους ανθρώπους, μπορούσε να τα καταφέρει αν τον βοηθούσε η επιθυμία κάποιου για αυτή την μεταφορά. Έτσι έγινε και τώρα. Διαβάζοντας βαθιά στην καρδιά του παιδιού την επιθυμία για τον ερχομό του πατέρα στο σπίτι, άρχισε τις μαγείες του.
Αφού ταξίδεψαν αρκετή ώρα, η Φαντασία που έκανε την βάρδια της και κοιτούσε το πέλαγος, αντίκρισε το νησί στο βάθος του ορίζοντα και άρχισε να φωνάζει: Νησί ίσα μπροστά μας. Νησί ίσα μπροστά μας. Κράτησαν σταθερή την πορεία τους και σε λίγο έμπαιναν στον μικρό όρμο του νησιού.
Δέσανε το καράβι τους στην ξύλινη προβλήτα του, και πριν καλά – καλά τελειώσουν όλες τους τις δουλειές, πρώτος ο Κωστάκης μετά ο Όνειρος και ύστερα ο γέρο-Μάγος βγήκαν στην στεριά. Άφησαν στο καράβι τους την Φαντασία να φυλάει αφού δεν εμπιστεύονταν γι αυτή τη δουλειά τον Όνειρο μετά από το νησί του Γρύπου που τον πείρε ο ύπνος. Μπαμπά, μπαμπά. Φώναξε γεμάτος λαχτάρα ο Κωστάκης. Μπαμπά που είσαι. Ήρθαμε με το καράβι να σε πάρουμε και να γυρίσουμε σπίτι.

Στο μεταξύ ο Θανάσης – ο πατέρας του Κωστάκη – όπως λέγαμε και στην αρχή της ιστορίας μας, αφού έστειλε το δέμα με το παιγνίδι του παιδιού στο νησί βρήκε την ευκαιρία μια και ήταν στον Πειραιά να περάσει από το ναυτιλιακό γραφείο του συμπατριώτη του, του καπτα Βασίλη. Του είχαν πει πως έφτιαχναν πλήρωμα για κάποιο από τα φορτηγά που είχε τελειώσει την επισκευή και ήταν έτοιμο να αρχίσει τα ταξίδια. Στο γραφείο εκείνη την ημέρα έτυχε να είναι ο ίδιος ο Πλοιοκτήτης, ο οποίος αφού ναυτολόγησε σαν Λοστρόμο, στο φορτηγό καράβι του «Ταξιάρχης» που θα έφευγε σε μερικές μέρες, έδωσε μια γερή προκαταβολή στον πατέρα του Κωστάκη. Οι Ελπίδες του Θανάση αναπτερώθηκαν και του ζέσταναν την καρδιά. Επειδή το πλοίο της γραμμής για το νησί του είχε φύγει, θα ταξίδευε την μεθεπόμενη που θα είχε πάλι καράβι για το νησί, να περάσει όσες μέρες του έμεναν μέχρι το μπάρκο με τους δικούς του ανθρώπους.

Εμείς είχαμε μείνει στο σημείο που ο Κωστάκης φώναζε τον πατέρα του όταν έφτασε στο νησί της Ελπίδας. Ο πατέρας του Κωστάκη άκουσε τις φωνές του παιδιού και πρόβαλε ανάμεσα από την συστάδα των δένδρων που στεφάνωναν την ακτή του νησιού της Ελπίδας.
- Κωστάκη, Κωστάκη. Φώναξε. Το παιδί γύρισε προς το μέρος της φωνής και αντίκρισε όλο χαρά τον πατέρα του.
Μπαμπά, μπαμπά. Έλα θα πάμε σπίτι φώναξε το παιδί και έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα του. Πατέρας και γιος δεν χόρταιναν να αγκαλιάζουν και να φιλούν ο ένας τον άλλον. Ο γέρο-Μάγος έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στον πατέρα του παιδιού, σαν να του έλεγε μη μαρτυρήσεις πως με ξέρεις, τσιμουδιά. Ο πατέρας του Κωστάκη έκανε πως έβλεπε τον γέρο-Μάγο καταστηματάρχη για πρώτη φορά. Ο Κωστάκης ανέλαβε να κάνει τις συστάσεις για να γνωριστούν μεταξύ τους. Αφού έγιναν οι συστάσεις όλοι μαζί μπήκαν στο καράβι και σηκώνοντας την άγκυρα ξεκίνησαν για το νησί του.
Μετά από ταξίδι μιας ολόκληρης νύχτας χωρίς άλλα απρόοπτα το καράβι τους έφτασε στο λιμάνι της Κάσου. Ο Κωστάκης έδωσε τις τελευταίες οδηγίες στο πλήρωμα του και βγήκε με τον πατέρα του στην στεριά, και τράβηξαν μαζί αγκαλιασμένοι τον ανήφορο για το μικρό σπιτάκι τους με τα γαλάζια παράθυρα και την κόκκινη βουκαμβίλια στην αυλή.


Το δωμάτιο του παιδιού φωτίστηκε από το φως της μέρας που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Το παιδί κοιμόταν έχοντας στην αγκαλιά του το κόκκινο καραβάκι. Η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο συνοδευόμενη από μια αντρική φιγούρα.
-Ξύπνα αγόρι μου και γύρισε ο πατέρας σου. Το παιδί σηκώθηκε σαστισμένο ακόμα και κάτω από την επιρροή του ονείρου του.
- Το ξέρω μαμά πως γύρισε. Αφού τον βρήκα και τον έφερα μαζί μου στο σπίτι μας με το καράβι μου. Το έχω δεμένο εκεί στο λιμάνι. Όταν ο Κωστάκης συνήλθε από το απότομα κομμένο όνειρό του, έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα του που γύρισε στο νησί.
Ο Θανάσης θα μπαρκάριζε μετά από δέκα πέντε μέρες. Μέχρι στιγμής με μια προκαταβολή στην τσέπη, θα έκανε τις υπόλοιπες ημέρες με τους δικούς του στο νησί, και μετά θα έφευγε με το φορτηγό για να εξασφαλίσει τον επιούσιο της οικογένειας του. Έναν επιούσιο που όπως οι περισσότεροι Ναυτικοί θα τον έβρεχε με την αρμύρα της θάλασσας, τις δυσκολίες και τις αγωνίες της.
Τώρα όμως ήταν πάλι μαζί και οι ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή είχαν αναπτερωθεί και πάλι. Αυτό που έμεινε χαραγμένο στην καρδιά και το μυαλό του Κωστάκη είναι πως όταν κάτι το θέλεις με την καρδιά σου αληθινά, τότε αυτό πραγματοποιείται.

Δ.Σ.Π.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΚΟΥΩ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ακούω την κραυγή της θάλασσας
να με καλεί να με προσμένει
υγρή αγκαλιά να με λικνίσει
και να ζητά να νανουρίσει
τα πιο αρμυρά μου όνειρα

Τι ‘ναι για μένα το ταξίδι
είδος φυγής να είναι τάχα
ή μήπως η ανάγκη του Οδυσσέα
και ο νόστος της πατρίδας.
Ή του Ιάσωνα η αγάπη για εξερεύνηση.
Με την πρόφαση του γυρισμού ο πρώτος
και το χρυσόμαλλο το δέρας ο άλλος
μετέτρεψαν σε ναυτικούς δεινότατους
φοβισμένους και άθλιους τσοπάνους
κι οργώσανε την άγονη τη θάλασσα

Νομίζω είναι όλα αυτά μαζί και κάτι
Από την μυστική ουσία της θάλασσας
που θες δε θέλεις σε τραβά κοντά της
και σε κρατά δεσμώτη σκλάβο της
μα και ελεύθερο συνάμα να γυρίζεις
σου ανοίγει δρόμους και ορίζοντες
σου δείχνει πόλεις και ανθρώπους
παράξενες συνήθειες που έχουν
και γλώσσες περίεργες που μιλούν
έτσι όπως έλεγε ο ποιητής ο Όμηρος

Ο Καββαδίας την τραγούδησε
Και την αγάπησε πιστά με πάθος
Αυτός εγώ και το σινάφι όλο
Που βρέξαμε «τα πόδια μας»
Με τ.’ αλμυρό νερό της και που
ανασάναμε πρωί τη μυρωδιά της φύκης
ένα γινήκαμε μ’ αυτήν και μένουμε
δικοί της πάντα και δικιά μας
παντοτινό κρεβάτι μας η αγκαλιά της
τον ύπνο τον αξύπνητο θα μας κοίμηση

Ακούω την κραυγή της θάλασσας
να με καλεί να με προσμένει
υγρή αγκαλιά να με λικνίσει
και να ζητά να νανουρίσει
τα πιο αρμυρά μου όνειρα

Δ.Σ.Π.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

ΟΤΑΝ ΤΟ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟ ΦΛΑΜΕΝΚΟ

Νύχτες της μοναξιάς κι ο πόνος πληγώνει
τα ξεχασμένα τριαντάφυλλα στο τραπέζι
Τα μεγάλα σου μάτια σκοτεινά να μετρούν
της απουσίας και της αγρύπνιας το μέγεθος
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο.

Της κιθάρας και του τρίχορδου ο λυγμός
η φωνή, η ικεσία, του Manolo ή του Στέλιου
Τα ανοιχτά χέρια σου και το πήδημα στο κενό
ο ρυθμικός κτύπος των τακουνιών στο πατάρι
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο

Σκοτεινό και υγρό κουτούκι στο Πέραμα
μπουζούκι καημός, στο ποτήρι ρακί και ελιά
La Carboneria στη Seville, κρασί σαν το αίμα
Ο Horge el Griego να μετρά την ζωή του ξανά
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο

Ρυθμοί που πονούν τραγούδια που κλαίνε
Bouleria, ή ρυθμός 9/8 το αχ είναι ίδιο
Τα δάχτυλα που κροτούν, κρατούν το ρυθμό
Χέρια κτυπούν ρυθμικά, του λυγμού συνοδεία
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο

Μη μετράς το μακριά και την απόσταση
Μη κοιτάς που οι γλώσσες δεν μοιάζουν
Του έρωτα η φωτιά και η σκιά της απουσία
Ίδιο πονάει σε Ισπανία και Ελλάδα γι’ αυτό
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο.

Δ.Σ.Π.

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΗ

Είναι μια πόλη έρημη, γκρίζα
Σπίτια μουντά υψώνουν
όγκους χρωματισμένους
με μπογιές απουσίας.
Ανασαίνουνε μοναξιά και άρωμα
εγκαταλελειμμένων ονείρων.
Αν αγγίξεις τους τοίχους τους,
ακούς την καρδιά των κατοίκων
που έφυγαν, γέλια και κλάματα.
Κάτι ξεχασμένοι μουσικοί
τραγουδούν παράξενα τραγούδια
δίχως ρυθμό και στίχο.
Ήχοι μονάχα. Ήχοι και λυγμοί.
Ένα βραχνό σαξόφωνο που κλαίει
στη γωνιά, άδειο το μπακιρένιο τάσι,
προσμένει του κάκου, λίγες δεκάρες.
Αδειάσανε τα όνειρα και τα’ άστρα,
σκεπάστηκαν απ’ την αχλή
καυσαερίων και αναστεναγμών.
Πάγωσαν τα χαμόγελα και μόνο
μυστηριώδες, απόμακρο και παγωμένο,
το χαμόγελο της Τζοκόντα,
απόμεινε να δείχνει πως
χαμογελούσαν οι άνθρωποι.

marinero

Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

ΕΝΣΤΑΝΤΑΝΕ

Άφησες το χαμόγελο σου στην παλιά φωτογραφία,
σ’ εκείνη την κιτρινισμένη δίπλα στη θάλασσα
ενθύμιο από κάποια εκδρομή του Καλοκαιριού.
Τώρα είναι Χειμώνας και αδειάσανε τα λιμάνια
απ’ τους εκδρομής της καλοκαιριάς.
Χάσκουν στις παραλίες οι τρύπες που άφησαν
οι θερινές ομπρέλες και οι ξαπλώστρες.
Καρτερούν το χειμέριο κύμα να τις σκεπάσει.
Σβήσανε και τα χνάρια απ’ τα γυμνά πόδια στην άμμο.
Μένει ένα μικρό κόκκινο κογχύλι σαν στάλα αίμα,
ίδιο με την ανάμνηση της παρθενιάς σου,
όταν παρέδιδες κορμί και ψυχή στους ναυαγούς του Οδυσσέα,
προσμένοντας την αθανασία επί ματαίω.
Είναι που ο Όμηρος ξέχασε να αναφέρει το όνομά σου.
Γι’ αυτό κι εγώ θα σε φωνάζω κόρη της Αφροδίτης.

ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Σκοτάδι και νύχτα αφέγγαρη.
Τίποτα δεν φωτίζει ένα γύρω, πάρεξ,
κάτι πυγολαμπίδες ξεχασμένες
που μου γνέφουνε αστραπές.
Γραμμές από φωτιά στα όνειρα μου
καίνε τα ξεραμένα λόγια σου.
Ξεχασμένες λέξεις
σ’ ένα κομμάτι χαρτί.
Σκέψεις, επιθυμίες, όνειρα
και κάτι σχέδια λησμονημένα.
Μεγάλα λόγια που ξεχαστήκανε.
Υπερφίαλες πράξεις
που τις σκέπασε η λήθη,
κι εσύ με χαμόγελα και λουλούδια,
πολιορκείς την καρδιά και τη λογική μου

ΑΦΗΝΕΙΣ

Αφήνεις τα τραγούδια
Να πληγώνουν τις χαρές σου
Τις αναμνήσεις
Να σκιάζουν τις νυχτιές σου
Τις αποφάσεις Αλλοτρίων
Να σε καθορίζουν
Τις ομορφιές που κρύβεις στην ψυχή
να καθυβρίζουν.

Και πήρες ένα δρόμο δίχως τέλος
Το άδικο φαρμακωμένο βέλος
Πληγώνει και ματώνει την καρδιά σου
Σκοτάδι που γεμίζει τη μικρή την κάμαρα σου.

Τετάρτη 13 Αυγούστου 2008

ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΟΥ ΣΠΑΡΟΥ

Στην ξέρα φως μου μια βραδιά
έγινε τρομερή ζημιά.
Έγινε γλέντι απ’ τα λίγα
με νταούλια και κλαρίνα.
Έπιναν ‘τρωγαν τα ‘σπαγαν
τον σπάρο τον ε πάντρευαν,
με μια σάλπα σκανταλιάρα
μια μικρή απ’ τη φυκιάδα,
που την είδε στο σεργιάνι
κι έπεσε για να πεθάνει.
-Εγώ τη μικρούλα θέλω
θα μου φύγει το τσερβέλο
-Βρε έλα γιε μου στα καλά σου
μη γυρεύεις το μπελά σου.
Του ε φώναζε η μαμά του,
και η συναγρίδα η θεια του.
Δεν τις άκουσε ο σπάρος
κι έγινε γαμπρός με θάρρος.
Τι να κάνουνε κι εκείνες
μη φερθούνε σαν κατίνες,
την δεχτήκανε τη σάλπα
και ας ήταν όλο ξάπλα

Γάμος έγινε και γλέντι
είπανε και το Αλέντι*
γιατί δεν θυμάμαι αν το ‘πα
καλεσμένη ήταν μια γόπα
απ’ της Κάσου τα νερά,
τα γαλάζια τα βαθιά.
Λύρα έφερε μαζί της
και λαούτο απ’ το τσαρδί της

Και μέθυσαν και γλέντησαν
Και γαμπρό το σπάρο έντυσαν.

*παραδοσιακός σκοπός της Κάσου

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

ΟΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ‘ΣΑΙ

Όμορφη που ‘σαι Σαν θεά
Με τα λυτά σου τα μαλλιά
Σαν οπτασία
Στου κόσμου μέσα την αυλή
Σε δύση και ανατολή
Ευρώπη Ασία.

Σαν θάλασσα δεν ησυχάζεις
Στα βράχια αναστεναγμούς
Κυμάτων βγάζεις.
Γεμάτη ερωτικούς σπασμούς
Και πόθου αναστεναγμούς
Μαργαριτάρι
Έχεις τα μάτια σου όλο φως
Κι ο έρωτας μικρός Θεός
που σε φιλάει

Είσαι σαν νύφη του γιαλού
Η όμορφη του φεγγαριού
Κόκκινα νύχια
Είσαι σαν όνειρο γλυκό
Σαν παιδικό ζαχαρωτό
Μάγισσα νύχτα

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2008

ΑΜΟΡΓΙΑΝΟ ΜΟΥ ΠΕΡΑΜΑ

«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….»
Το σιγοτραγουδούσε κάθε δειλινό ο Γιακουμής. Καθόταν στην ακτή, κάτω στο Κερατσίνι και κοιτούσε τον ήλιο που βούταγε πίσω απ’ τη Σαλαμίνα, βάφοντας μενεξεδιά τα βουνά της. Δεν ήταν από την Αμοργό, δεν ήταν καν νησιώτης. Γεννημένος στην Αθήνα, από γονείς πρόσφυγες, που πήραν τα καράβια της ξενιτιάς, αφήνοντας μια πατρίδα φλεγόμενη, βλέποντας την παραλία της Σμύρνης να ξεμακραίνει. Τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα και η καρδιά τους αγωνία για το τι θα απογίνουν στις απέναντι ακτές στην Ελλάδα.
Ο καπετάν Βαγγέλης από την μηχανότρατα «Ταξιάρχης» τον κοιτούσε και του έγνεφε χαμογελαστός. «ε Γιακουμή, για κόπιασε του λόγου σου και σου ‘χω μια δουλειά» του φώναξε κι εκείνος γύρισε το βλέμμα προς την φωνή, κούνησε καταφατικά το κεφάλι και τράβηξε κατά το καΐκι. Γι’ αυτό κατέβαινε άλλωστε στην ψαρόσκαλα. Να κάνει καμιά δουλειά του ποδαριού και να βγάλει το μεροκάματο, που τις περισσότερες φορές, εκτός από ένα πιάτο λιτό φαγητό, μετατρέπονταν και σε καμιά ρετσίνα, ή κανένα ουζάκι. Πότε βοηθούσε στο ξεψάρισμα, πότε στο νετάρισμα των δικτυών, πότε κανένα μερεμέτι, ό,τι βρίσκονταν. Αρκεί να ήταν κοντά στη θάλασσα και να ανασαίνει την αρμύρα και την αψιά μυρωδιά της.

«Αμοργιανό μου
πέραμα, να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….»
Σιγοσφύριζε και τραγουδούσε, καθώς νετάριζε τα δίχτυα μαζί με το τσούρμο της μηχανότρατας. Οι περισσότεροι από δαύτους ήταν Αιγύπτιοι, που ξενιτεύτηκαν για να βρουν μια καλύτερη τύχη και να ταΐσουν τη φαμίλια τους στην πατρίδα. Έως και ο Χασάν ο Αιγύπτιος έμαθε να το μουρμουρίζει. Στην αρχή σιγά, κατόπιν δυνατά, αν και μπέρδευε λιγάκι το σκοπό και τα λόγια.
-Όχι έτσι βρε Χασάν, Αμοργιανό μου, όχι αμορινό μου, τον διόρθωνε ο Γιακουμής και του χαμογελούσε.
Είχαν δέσει αυτοί οι δυο με φιλία, που άγγιζε τα όρια της αδελφοσύνης. Κάθονταν την ώρα που δεν είχε στο καΐκι δουλειά στο κρηπίδωμα του λιμανιού με τα πόδια τους να αιωρούνται, έβγαζε ο Χασάν από ένα σκισμένο παλιό πορτοφόλι μια φωτογραφία και του την έδειχνε χαμογελαστός και περήφανος.
-Η φαμίλια μου στην Ισμαηλία. Και τα μάτια του άρχιζαν να νοτίζουν. Η κυρά και τα παιδιά μου του εξηγούσε και του έδειχνε τρία κουτσούβελα που χαμογελούσαν αδέξια στο φακό και μια παχουλή γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, ίδια και απαράλλαχτα όπως οι δικές μας νησιώτισσες, που περιμένουν κι εκείνες τα παιδιά, τους συζύγους ή τους αρραβωνιαστικούς να γυρίσουν.
Η φθαρμένη από τη χρήση φωτογραφία είχε βγει από το πορτοφόλι χιλιάδες φορές και χιλιάδες φορές συνοδευόταν η επίδειξη της από την ίδια πάντα επωδό: «Η φαμίλια μου στην Ισμαηλία». Και ο Γιακουμής έπαιρνε την φωτογραφία στα χέρια του, κοίταζε τα πρόσωπα και την επέστρεφε στο Χασάν με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα νοσταλγικό ύφος, λες και ήταν η δική του η οικογένεια που απεικονίζονταν.-Κάνε τσιγάρο αδελφέ! Έλεγε ο Γιακουμής και άπλωνε προς τον Χασάν μια παλιά ταμπακέρα από αλπακά.
Ήταν του παππού του όπως του είχε εξηγήσει η μάνα του, και ήταν το μόνο που κατάφεραν να φέρουν μαζί τους απ’ την πατρίδα, όταν κυνηγημένοι, έφευγαν να γλιτώσουν τη σφαγή. Ήταν το μοναδικό αντικείμενο που έδενε τον Γιακουμή με το παρελθόν. Αυτό και ένα σπιτάκι κάπου σε μια γειτονιά της Αθήνας, εκεί κατά το Νέο Κόσμο. Η μάνα του είχε πεθάνει σχετικά νωρίς, και ο πατέρας του μη αντέχοντας τον χαμό της την ακολούθησε σε λίγα χρόνια, αφήνοντας τον Γιακουμή μοναχό στα 16 χρόνια του, δίχως τίποτα να του ανήκει, αφού το σπίτι το πήρε η πρόοδος και η αποζημίωση από την πώληση του οικοπέδου, φαγώθηκε σε γιατρούς και φάρμακα.
Το μόνο λοιπόν δικό του, εκτός απ’ το σαρκίο του, ήταν αυτή η ταμπακέρα, που γέμιζε κάθε που έκανε ο Γιακουμής κανένα μεροκάματο και η ανάμνηση του σπιτιού, που έκλεινε μέσα της και όλες τις αναμνήσεις του Γιακουμή από τις ευτυχισμένες μέρες, όταν ζούσαν οι γέροι του και είχε και αυτός μια αληθινή οικογένεια… Και το τραγούδι:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».

Δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια ο Γιακουμής. Πήρε τη ζωή στα χέρια του, και βγήκε στον μεγάλο κόσμο να την κερδίσει. Έκανε διάφορες δουλειές. Στην αρχή δούλεψε στον παγοπώλη της γειτονιάς του μοιράζοντας πάγο τα καλοκαίρια στα σπίτια. Το χειμώνα νυχτερινό γυμνάσιο και μεροκάματο σε έναν υδραυλικό που ήταν στη γειτονιά, τον μαστρο-Βαγγέλη, να μάθει την τέχνη, να τελειώσει και με τα γράμματα.
Σαν τέλειωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στον Προμηθέα στον Πειραιά, να γίνει μηχανικός. Δεν τον χωρούσε η μικρή στεριά, με την μιζέρια της και το μικρό μεροκάματο. Τον τραβούσε η μεγάλη θάλασσα και τα ταξίδια. Τα βράδια στην κάμαρα που νοίκιαζε με έναν άλλο συμμαθητή του από την Σύρα, ονειρευόταν τις ανοιχτές θάλασσες και τα μεγάλα ταξίδια και δεν τον χωρούσε ο τόπος. Γκαζάδικα, Φορτηγά, λιμάνια, εξωτικοί τόποι, άνθρωποι άλλοι με άλλες συνήθειες και τρόπους περνούσαν και κατέκλυζαν τη φαντασία του.
Mπαρκάρισε με ένα φορτηγό που κουβαλούσε μινεράλι από τον Πειραιά σαν Δόκιμος, ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό. Στην αρχή έγραφε στον Συριανό συγκάτοικό του, περιγραφές από την ζωή στο καράβι και εικόνες απ’ τα λιμάνια που γυρνούσε. Του έγραφε κι εκείνος τα δικά του. Μετά σταμάτησε να του γράφει εκείνος, σταμάτησε να του γράφει και ο Γιακουμής. Χαθήκανε. Μόνος στη ζωή ο Γιακουμής, δεν είχε άλλον στον κόσμο όργωσε τις θάλασσες και τους ωκεανούς, με το καράβι την «Μαριγούλα Κ». γύρισε, είδε, γνώρισε.
Ξάπλωσε σε βρώμικα σεντόνια και σε «καθώς πρέπει» μπουρδέλα με Ασιάτισσες πόρνες και πόρνες της βιτρίνας στο Σαιντ Πάουλι. Άκουσε τον πόνο ή το παραμύθι τους, τους έφερνε δώρα. Έτσι όπως θα έφερνε δώρα και στη δική του γυναίκα. Ήταν έστω και εφήμερες, τα πλάσματα που τον σύνδεαν με το άλλο φύλο τις γυναίκες. Και τις αγαπούσε τις γυναίκες ο Γιακουμής.
Όμως τα χρόνια πέρασαν και ένα ατύχημα που είχε σε κάποιο ταξίδι με ένα γκαζάδικο, έβγαλε το Γιακουμή στη στεριά, μακριά από την μεγάλη του αγαπημένη τη θάλασσα. Μετά από το φόρτωμα με μαζούτ, εισέπνευσε αέρια από ένα εξαεριστικό κάποιας δεξαμενής και έπαθε δηλητηρίαση, τουμπάνιασε η κοιλιά του και αναγκάστηκε να ξεμπαρκάρει όπως του είπε ο γιατρός που τον εξέτασε στο Λίβερπουλ. Μάζεψε τα υπάρχοντά του, και γύρισε στην πατρίδα. Στον Πειραιά στο Πέραμα. Στην αρχή έμεινε άπραγος να συνέλθει από την αρρώστια. Τα λεφτά που μάζεψε από το μπάρκο ήταν αρκετά και του έφταναν να ζήσει στην αρχή, έως ότου συνέλθει και δει τι θα κάνει στη συνέχεια.
Άνοιξε ένα μικρό καφενείο στην παραλία στο Πέραμα, κοντά στα καρνάγια, έκανε καφέδες κανένα ουζάκι για τους μερακλήδες, τα κουτσοβόλευε. Εκεί στο καφενεδάκι του ήταν που γνώρισε την Γεωργία από την Αμοργό. Τη Γεωργία δεν θα την έλεγες όμορφη. Δεν ήταν όμως ούτε άσχημη.
Μια συνηθισμένη γυναίκα, συμπαθητική, που κάποιο αφροδίσιο την ανάγκασε να αφήσει την πορνεία και να καθαρίζει τις σκάλες και τα γραφεία στα ναυτιλιακά μέγαρα στον Πειραιά. Καλή φαινόταν, μόνη της ήταν, μονάχος του κι αυτός, έκανε απόφαση ο Γιακουμής και μια μέρα της ζήτησε να παντρευτούν, να ενώσουν τις μοναξιές τους και να ζήσουν μαζί.
Καλά περνούσαν στην αρχή. Περίσσευε κι από τους δυο η τρυφερότητα, και βάλθηκαν να χορτάσουν ο ένας τον άλλο. Ό,τι δεν χάρηκε από τις γυναίκες ο Γιακουμής το βρήκε στην Γεωργία του. Αγάπη, τρυφερότητα, ενδιαφέρον και φροντίδα. Οι πόρνες των λιμανιών του έδιναν τα χάδια τους από συμφέρον. Τούτη εδώ από τρυφερότητα. Είχε και η Γεωργία την ανάγκη να την αγαπήσει ένας άντρας και να την χαϊδέψει με στοργή και όχι γιατί την πλήρωσε. Να της κάνουν έρωτα με τρυφερότητα και αγάπη. Και δόθηκε στον Γιακουμή της, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος.
Τα κατάλοιπα του αφροδίσιου, που ύπουλα έτρωγαν το κορμί της, την εξάντλησαν, τα κέρδη του καφενείου λιγοστά δεν έφταναν ούτε για τα φάρμακα καλά-καλά, ώσπου κάποιο πρωΐ έσβησε σε κάποιο δωμάτιο στο Τζάνειο. Την έκλαψε ο Γιακουμής και ανάμεσα στα αναφιλητά του τραγουδούσε:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».και ήταν σα να έκλαιγε την γυναίκα, την ερωμένη, την μάνα του που δεν φχαριστήθηκε, αφού από τη μια οι αρρώστιες και οι συνεχείς απουσίες της στα νοσοκομεία και από την άλλη ο θάνατός της του την στέρησαν πολυ νωρίς.
Πού κέφι για δουλειά ο Γιακουμής. Παράτησε το καφενείο και το ‘ριξε στην αλητεία. Μεροκάματα από δω κι από ‘κει, μέχρι που τον λυπήθηκε ο καπετάν- Βαγγέλης, και τον έβαζε να κάνει αγγαρείες στην μηχανότρατα, να ‘χει ένα πιάτο φαΐ. Έτσι γνωρίστηκε με τον Χασάν, κι έτσι ενώθηκαν με φιλία οι δυο τους. Ο Έλληνας αλήτης, κι ο Αιγύπτιος εμιγκρές.

Ένα πρωΐ ξύπνησε με ένα παράξενο συναίσθημα και μια ανάγκη επιτακτική, να γυρίσει πίσω το χρόνο, να ζήσει τα παλιά, να γίνει και πάλι παιδί. Νοστάλγησε την παλιά γειτονιά του στην Αθήνα και το παλιό, το πατρικό σπίτι, ή πιο σωστά το μέρος που αυτό ήταν. Πήγε στο καφενείο στην ιχθυόσκαλα, να πιει ένα καφέ και να δει για κανένα μεροκάματο. Η μηχανότρατα του καπετάν-Βαγγέλη, έλειπε. Έλειπε και ο φίλος του ο Χασάν.
Ήπιε τον καφέ του, και αποφάσισε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, να ανέβει στην Αθήνα, στο Νέο Κόσμο. Πήρε το λεωφορείο, ανέβηκε την Λεωφόρο Συγγρού και κατέβηκε στον Άγιο Σώστη. Πέρασε από το παλιό του σχολείο στην οδό Π..., συνέχισε στην οδό Μ...., μέχρι τη συμβολή της με την οδό Κ... και σταμάτησε. Μπροστά του υψώνονταν μια στενή πολυκατοικία, άχαρη και απρόσωπη όπως και όλες οι άλλες πολυκατοικίες, που αντικατέστησαν τα παλιά μονώροφα σπιτάκια της γειτονιάς.
Πλησίασε και έβαλε το χέρι του στον τοίχο της πολυκατοικίας. Ένοιωσε την ανάσα του παλιού σπιτιού και τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων που έζησαν. Ένοιωσε τα γέλια, τα κλάματα, τις αγωνίες και τις χαρές τους. Θυμήθηκε πάλι τα παιδικά παιγνίδια του στην αυλή και τη γειτονιά. Τον πρώτο του έρωτα. Ύστερα σα να ένοιωσε τα μάτια του υγρά, την καρδιά του όμως ανάλαφρη. Χάϊδεψε τον ξένο κρύο τοίχο θέλοντας να κρατήσει η παλάμη του την ανάμνηση της στιγμής. Έφυγε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του πίσω. Θα έλεγες πως φοβόταν μη γίνει στήλη άλατος και πετρώσει σαν τη γυναίκα του Λωτ.
Πήρε το λεωφορείο της επιστροφής. Κατέβηκε στο λιμάνι και χάζευε τα πλοία που αναχωρούσαν για διάφορους προορισμούς. Δεν είχε διάθεση να γυρίσει στην άδεια κάμαρά του.
Ξεκίνησε να περπατάει δίχως σκοπό και προορισμό. Έτσι βρέθηκε στους ντόκους που αράζουν τα φορτηγά. Ένα κόκκινο διακοσοπενηντάρι φορτηγό, φορτωμένο ξυλεία, σφύριζε καθώς ελεύθερο από τους κάβους του, ξεκινούσε για το ταξίδι. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή ζήλεψε το πλήρωμα. Συνέχισε το δρόμο του. τα βήματά του τον έφεραν στην άκρη του λιμανιού, εκεί στο παλιό εργοστάσιο των λιπασμάτων.
Τα παλιά σκαριά, άχρηστα πια, με τις καρίνες τους γεμάτες στριδώνα, λικνίζονταν στον ελαφρό κυματισμό σα γριές κοκότες που δε λένε να το βάλουνε κάτω. Έφτασε στην άκρη της στεριάς, στα βράχια του μόλου. Στάθηκε για λίγο, κοίταξε πέρα στην άκρη του ορίζοντα, χαμογέλασε λες και χαμογελούσε σε κάποιον γνωστό και αγαπημένο και συνέχισε να βαδίζει. Το νερό του έφτανε στα γόνατα. Λίγο πιο ύστερα το νερό έφτασε μέχρι το λαιμό του. άπλωσε το χέρι του, λες και ήθελε να πιάσει κάποιο αόρατο χέρι που του έτεινε κάποιος. Ίσως το χέρι της Γεωργίας του. Πιάστηκε από αυτό και συνέχισε. Λίγες φυσαλίδες στην επιφάνεια έδειχναν το μέρος που χάθηκε.
Ένας ψαράς πιο κάτω, ψάρευε με καλάμι κι άκουγε μουσική από ένα τρανζίστορ. το ραδιόφωνο έπαιζε εκείνη τη στιγμή το τραγούδι:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».Κι ήταν σα να τον αποχαιρετούσε!

marinero

* Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική, αφού τα πρόσωπα είναι φανταστικά

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2008

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΙ

Μια νύχτα
ένα κορίτσι περιμένω
να ‘ρθει
στον άδειο μου σταθμό
σαν τραίνο.
Να μου γεμίσει τις ημέρες
γέλιο
τον ουρανό μου
με χαρούμενη ματιά.

Ίσως αργήσει να ‘ρθει
στη ζωή μου,
να μείνει μόνη
κι άνυνδρη η ψυχή μου.
Όμως εγώ την περιμένω
σαν βροχούλα
σαν ηλιαχτίδα
στον σβησμένο μου ουρανό

Μια νύχτα
ένα κορίτσι περιμένω
να ‘ρθει
στον άδειο μου σταθμό
σαν τραίνο.
Κάπου στον κόσμο
ξέρω πως υπάρχει
και πως κοντά μου
μιαν ημέρα θα ‘ρθει.

marinero

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Κόκκινος ουρανός
οι σκιές μεγαλώνουν.
Ένας πύρινος δίσκος βυθίζεται.
Βλέπω τα δυο σου τα χέρια
να ζωγραφίζουνε φράσεις.
Δεν ακούω τους ήχους.
Μονάχα σχήματα
στον αέρα του δειλινού.
Σε λίγο το σκοτάδι
θα σκεπάσει τις λέξεις.

Θα περιμένω το πρωϊνό φως

marinero

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008

ΕΝΑΣ ΓΑΥΡΟΣ

Ένας γαύρος ο φτωχός
είχε μείνει μοναχός.
Δεν το έπαιζαν οι άλλοι
είχε αγύριστο κεφάλι.
Άσπρο λέγανε οι φίλοι
μαύρο έλεγε αυτός
ώσπου τον αφήκαν μόνο
κλαίει τώρα ο φτωχός.
Κι απ’ τον πόνο τον πολύ
κι από την κακή του τύχη
πιάστηκε σε ένα δίχτυ.
Μα δεν ήταν μοναχός του
γιατί πιάστηκε μαζί του
όλη η τσακαλοπαρέα.
Τι να κάνουνε οι άλλοι
να γυρίσουν το κεφάλι;
δώσαν τόπο στην οργή
και του μίλησαν κι αυτοί.
Μα τι να το κάνεις τώρα
όπου έφτασε η ώρα
που θα γίνουν μεζεδάκι
στην ταβέρνα του Γιαννάκη

Μια μαρίδα

Μια μαρίδα του γιαλού
μελαχρινή χορευταρού
την πιάσανε στην τράτα
λίγο έξω από την Πάτρα
δεν πρόσεχε η καημένη
συνελήφθη αφηρημένη
κι έχει τώρα ιστορίες
με τηγάνια και με μπίρες
εκατάντησε στο πιάτο
το ποτήρι άσπρο πάτο
γιατί είναι σαν μεζές
εκλεκτός ότι κι αν λες
και οι άλλες οι μαρίδες
που τις ξέρεις που τις είδες
στρίψανε αλλά γαλλικά
μη πιαστούνε τελικά
και γινούνε μεζεδάκια
για μπιρίτσες και ουζάκια

Πέμπτη 15 Μαΐου 2008

ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Αναμνήσεις φιλιών
και μιας αγάπης
μισής και χαμένης

Ένα φεγγάρι χλομό σε κοιτάζει
πίσω απ’ τις γρίλιες της συννεφιάς
Παρατηρείς από απόσταση τη ζωή
με το κανοκιάλι των αναμνήσεων

Αναμνήσεις φιλιών
και μιας αγάπης
μισής και χαμένης

Αφήνεις τον καιρό να σε πηγαίνει
μέσα από ατραπούς και χαλάσματα
Μικρή και χαμένη χαλιέσαι και δίνεσαι
των ερωτικών στεναγμών Σαββατόβραδα

Αναμνήσεις φιλιών
και μιας αγάπης
μισής και χαμένης

Τετάρτη 16 Απριλίου 2008

ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Εμένα ο Θεός μου
αναστήθηκε τριήμερος
Ραμμένος
στου πατέρα του τη γάμπα
απ’ τους τιτάνες γλύτωσε
μικρό παιδί
σχεδόν μωρό ακόμα
ο κερασφόρος ο Ζαγρεύς.

Στου σύμπαντος την άκρη
οι ουτιδανοί,
οι βλάκες με προσμένουνε,
όπως εκείνον να με φάνε
μη υπολογίζοντας
ότι εμένα ο Θεός μου
με προστατεύει,
με θύρσους και στεφάνια
από κισσό και κληματόβεργες.

Εμένα ο Θεός μου
αναστήθηκε τριήμερος
το αίμα του
ζαλίζει και μεθάει
τα φρένα και τους λογισμούς μου.
Γι’ αυτό και γράφω τραγουδάκια
στο νιοσκαμένο αμπέλι
ανάμεσα στα κούρβουλα
πιστός και μύστης του Διονύσου

Δ.Σ.Π.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2008

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΗ*


Χαρισμένο στον Ηλία

Γεια σας παιδιά. Πως περάσατε τις διακοπές σας; Όσοι πήγατε στην θάλασσα, και κάνατε βόλτες στην παραλία ίσως βρήκατε κάτι μικρά όστρακα που άδεια πια από τους ενοίκους τους τα ξεβράζει η θάλασσα στην ακτή. Μπορείτε με αυτά τα οστρακάκια παιδιά, να φτιάξετε βραχιόλια και κολιέ. Αν είστε κοριτσάκια να τα φορέσετε. Και αν είστε αγοράκια, μπορείτε να τα χαρίσετε στην μητέρα σας ή στην αδελφή σας. Σε αυτά λοιπόν τα οστρακάκια ζουν κάτι μικρά καβουράκια που τα λένε Ερημίτες.Για ένα τέτοιο μικρό καβουράκι θα σας πω. Άκουσα την ιστορία του κάποιο απόγευμα να την διηγείται ένα δελφίνι στα μικρά του, και επειδή μου άρεσε πολύ θέλω να την μοιραστώ μαζί σας. Το καβουράκι της ιστορίας μας το λένε Κοσμά Ερημίτη.

Ο Κοσμάς ο Ερημίτης λοιπόν, ζούσε σε ένα μικρό κρυφό ορμίσκο. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, αφού έκανε την τουαλέτα του και καθάριζε το όστρακο του, έτρωγε το πρωϊνό του που το αποτελούσαν κάτι μικρά αόρατα σε μας ζωάκια που τα λένε πλαγκτόν. - Εμείς μπορούμε να τα δούμε μονάχα το βράδυ σαν μικρά αστεράκια που λαμπιρίζουν όταν ταραχτεί το ήσυχο νερό της θάλασσας -. Καμιά φορά έτρωγε και πρασινάδα από τις πέτρες του βυθού. Έπειτα έκανε την καθημερινή του βόλτα στον βραχώδη βυθό της περιοχής του, και παρατηρούσε με τα έκπληκτα μάτια του την κίνηση στην θάλασσα, μέχρι εκεί που έβλεπε φυσικά.Άκουγε από μακριά τον θόρυβο από τις προπέλες των μικρών και μεγάλων καραβιών που περνούσαν ανοιχτά και τα καΐκια και τις βάρκες που πήγαιναν για ψάρεμα.

Καμιά φορά η σκιά της βάρκας κάποιου ψαρά σκίαζε το φως στον βυθό. Αυτό τον έκανε να τρομάζει και να κρύβεται στο όστρακο του.Μια τέτοια βάρκα άραξε στην παραλία του μια μέρα. Ο ψαράς που ήταν μέσα, άρχισε να ξεψαρίζει τα δίχτυα του. Ότι ήταν άχρηστο για τους ανθρώπους και είχε πιαστεί στα δίχτυα το πετούσε στην θάλασσα. Ανάμεσα στην τραγάνα και τα φύκια έπεσε στο νερό και μια μικρή τσιπούρα. Ένα τόσο δα ψαράκι που είτε ξέφυγε από το μάτι του διχτυού είτε δεν το θελε ο ψαράς και το πέταξε στην θάλασσα.

Το ψαράκι ζαλισμένο στην αρχή από το πολύ οξυγόνο της στεριάς που είχε αναπνεύσει έπλεε με την κοιλίτσα του προς τα πάνω στην επιφάνεια του νερού. Σιγά – σιγά βρίσκοντας την ανάσα του έκανε χαμένο και έξω από τα νερά του όπως λέμε, κάποιους κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Σε λίγο γύρισε κανονικά και άρχισε να κουνά δειλά την ουρίτσα του και τα πτερύγια του πηγαίνοντας σταδιακά προς τον φιλόξενο βυθό.Ήταν τέτοια ακόμα η ζαλάδα του που κατεβαίνοντας δεν πρόσεξε τον κρυμμένο στο όστρακο του Κοσμά τον Ερημίτη και χτύπησε το κεφάλι του, κάνοντας ένα μεγάλο καρούμπαλο.
- Ωχ κάπου χτύπησα και με πονάει το κεφαλάκι μου. Τι τσαπατσούληδες που είναι μερικοί. Πετούν τα πράγματα του όπου βρουν. Γύρισε και είδε το όστρακο.
-Έ απρόσεχτε φώναξε στον Κοσμά τον Ερημίτη δεν βλέπεις μπροστά σου έπεσες επάνω μου.
- Εσύ έπεσες επάνω μου είπε ο Κοσμάς ο Ερημίτης βγάζοντας από το όστρακο δειλά – δειλά τις κεραίες που πάνω τους ήταν τα μάτια του. Δεν φτάνει που είσαι απρόσεκτη φωνάζεις κι από πάνω. Είπε θυμωμένος. Το ψαράκι άρχισε να κλαίει με παράπονο και να του λέει:
- Είσαι κακός και γι αυτό με μαλώνεις. Εμένα, που μόλις γλίτωσα την ζωή μου από τον ψαρά, και που μακριά από την μαμά μου δεν έχω ιδέα που βρίσκομαι.

Του Κοσμά του Ερημίτη του έφευγε λίγο – λίγο ο θυμός και τον έπιασε συμπόνια για το μικρό χαμένο ψαράκι. Άσε που ήταν και το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που έβλεπε από τότε που μια περαστική καραβίδα τον πληροφόρησε πως η θάλασσα δεν είναι μονάχα αυτό το μικρό κομμάτι νερού που κατοικεί, αλλά είναι απέραντη και δεν τελειώνει ποτέ. Έχει μάλιστα τόσα πολλά ζώα και ψάρια και φυτά, όσα δεν χωράει το μυαλουδάκι του. Από τότε ο Κοσμάς ο Ερημίτης είχε το όνειρο να ταξιδέψει στην απέραντη θάλασσα και να δει κι άλλους κόσμους εκτός από τον δικό του. Τώρα με τούτο το μικρό ψαράκι είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει δυο κουβέντες και να διασκεδάσει την μοναξιά του.

- Πως σε λένε και τι είσαι; ρώτησε το ψαράκι ο Κοσμάς ο Ερημίτης.
- Το όνομα μου είναι Σούλα και είμαι μια μικρή τσιπούρα.
- Μπορεί να γίνεις και μεγαλύτερη; ρώτησε την Σούλα την Τσιπούρα ο Κοσμάς ο Ερημίτης με απορία και φόβο.
- Ου… πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι είμαι τώρα. Η μαμά μου είναι δέκα φορές πιο μεγάλη από μένα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης θυμήθηκε πως ψάρια σαν την Σούλα την Τσιπούρα τρέφονταν με καβουράκια του είδους του όταν τα έβρισκαν έξω από το όστρακο τους. Μπήκε γρήγορα όσο πιο βαθιά μπορούσε στο όστρακο του και της είπε με υπόκωφη από το βάθος της κρυψώνας του φωνή.
- Δεν πρέπει να σου μιλάω. Είσαι εχθρός, και μπορεί να με φας.

Η Σούλα η Τσιπούρα στεναχωρήθηκε με τον φόβο του καινούριου της φίλου και την έλλειψη της εμπιστοσύνης του.
- Είσαι χαζός. Του είπε πειραγμένη. Είσαι φίλος μου και πρέπει να με εμπιστευτείς. Οι φίλοι αγαπούν και εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο δεν τρώγονται μεταξύ τους. Και του γύρισε στα μούτρα την ουρά της.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης κατάλαβε το λάθος του, και έκανε χίλιες δυο προσπάθειες να την καλοπιάσει και να την πείσει πως ότι είπε το είπε από τον φόβο του και όχι γιατί το πίστευε.
- Να, της είπε, θα σου δείξω πως χορεύει ο ξάδερφός μου ο κάβουρας που ζει στα βράχια της ακτής. Εκείνος είναι μεγάλος και δεν φοβάται σαν εμένα γι αυτό καμία φορά τα βράδια βγαίνει και τρώει τα χορταράκια στα βράχια δίπλα στην θάλασσα. Και βγαίνοντας σχεδόν ολόκληρος έξω από το καβούκι του, άρχισε να περπατάει λοξά και να κάνει κάτι αστείους σάλτους.

Η Σούλα η Τσιπούρα, ξέχασε πως του είχε κακιώσει και ξέσπασε σε γέλια. Αυτό ήταν. Τα δυο πλάσματα της θάλασσας είχαν ξαναγίνει φίλοι. Όλο το βράδυ τα δυο μικρά ζωάκια κοιμήθηκαν μαζί. Η μικρή τσιπούρα φοβόταν από την έλλειψη της μητέρας της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί μοναχή της. Έτσι αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κοσμά του Ερημίτη κοιμήθηκε μαζί του, κρατώντας του την δαγκάνα με το πλαϊνό της πτερύγιο.

Το πρωϊνό βρήκε τα δυο ψαράκια να κοιμούνται ακόμα. Έτσι δεν κατάλαβαν την κυρία Ραλλού την Χειλού, ένα ψάρι που γίνεται μεγάλο σαν και τις τσιπούρες αλλά τα χείλια του είναι πιο πεταχτά από των άλλων ψαριών, και γι αυτό το ονομάζουνε χειλού. Η κυρία Ραλλού η Χειλού είχε βγει για το πρωϊνό της φαγητό και τυχαία είναι αλήθεια βρέθηκε στην περιοχή που κατοικούσε ο Κοσμάς ο Ερημίτης. Είδε με τα μεγάλα πεταχτά μάτια της τους δυο μικρούς φίλους μας και τους πλησίασε.
-Έ υπναράδες τους φώναξε. Δεν βαρεθήκατε να κοιμάστε ακόμα. Ο ήλιος ανέβηκε σχεδόν στην μέση του ουρανού και σεις κοιμόσαστε;
Οι δυο μικροί φίλοι μας ξύπνησαν. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Κοσμάς ο Ερημίτης μόλις είδε την κυρία Ραλλού τη Χειλού, ήταν να κρυφτεί στο βάθος του οστράκου του. Αλλά και η μικρή Σούλα η Τσιπούρα, δεν πήγαινε πίσω. Τρομαγμένη κρύφτηκε πίσω από το όστρακο του φίλου της, αλλά επειδή φαίνονταν και πίσω από την κρυψώνα της έκλεισε τα μάτια της να μη βλέπει την κυρία Ραλλού τη Χειλού, νομίζοντας ότι επειδή δεν έβλεπε αυτή, δεν θα την έβλεπαν και οι άλλοι. Η κυρία Ραλλού η Χειλού, ξέσπασε σε γέλια με την αφέλεια του μικρού ψαριού. Έπειτα σοβαρεύτηκε και τους είπε:
- Ελάτε, ελάτε κανείς δεν σα σας πειράξει. Μη φοβόσαστε. Ελάτε και θέλω να σας ρωτήσω κάτι.

Αφού τα δυο μικρά πλάσματα σταμάτησαν να κρύβονται, και βγήκαν στην αρχή δειλά αλλά με όλο και περισσότερο θάρρος μετά, καλημέρισαν με μια φωνή την κυρία Ραλλού τη Χειλού, χαμηλώνοντας με ντροπή για το προηγούμενο φέρσιμό τους τα μάτια.
- Καλημέρα μαντάμ.
- Δεν είμαι μαντάμ. Το όνομα μου είναι κυρία Ραλλού η Χειλού. Όπως καταλαβαίνεται και από το όνομα μου είμαι ψάρι και ανήκω σε εκείνο το είδος που οι άνθρωποι αποκαλούν χειλούδες, διαδίδοντας ψευδώς ότι έχουμε μεγάλα χείλια. Υπερβολές.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης και η Σούλα η Τσιπούρα, αισθάνθηκαν την ανάγκη να γελάσουν σε αυτά τα λόγια της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, αλλά θυμήθηκαν πως οι καλοί τρόποι δεν επιτρέπουν να γελάμε με τα λόγια των άλλων, ούτε και να τους κοροϊδεύουμε. Έτσι συγκράτησαν το γέλιο τους και της συστήθηκαν.
- Εγώ είμαι ο Κοσμάς ο Ερημίτης μίλησε πρώτα το καβουράκι. Όπως λέει και το όνομα μου ζω μοναχός μου σ’ αυτήν την παραλία, αν και τώρα τελευταία μας έφαγε ο συνωστισμός. Ωχ πάλι γκάφα έκανα σκέφτηκε όταν κατάλαβε τι είπε και κοίταξε την φίλη του να δει αν κατάλαβε τίποτα. Ευτυχώς η μικρή τσιπούρα δεν κατάλαβε τίποτα. Συστήθηκε και αυτή με την σειρά της:
- Καλημέρα. Είμαι η Σούλα η Τσιπούρα από την γειτονιά του μεγάλου ύφαλου. Και πριν προλάβει η κυρία Ραλλού η Χειλού να την ρωτήσει συμπλήρωσε: Έφτασα εδώ επειδή ξέφυγα από το δίχτυ κάποιου ψαρά που με είχε πιάσει, και ήρθε σε αυτή την μεριά της θάλασσας να ξεψαρίσει. Έτσι βρέθηκα εδώ και ευτυχώς που βρήκα τον καινούριο μου φίλο τον Κοσμά τον Ερημίτη, και πέρασα την νύχτα σε αυτό το άγνωστο μέρος χωρίς να φοβάμαι.

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ο Κοσμάς ο Ερημίτης ένοιωσε να μετανιώνει για τα λόγια που είπε πριν αλλά και να φουσκώνει από υπερηφάνεια. Δεν είναι δα και μικρό πράγμα να είσαι ένα από τα πιο δειλά ζώα και ξαφνικά να βρίσκεται κάποιος να μη φοβάται, μόνο και μόνο γιατί είσαι μαζί του και σε κρατά όταν κοιμάται από το χέρι. Έ… την δαγκάνα θέλω να πω. Η κυρία Ραλλού η Χειλού γούρλωσε κι άλλο τα μάτια της.
- Ποια είπες πως είσαι φώναξε.
- Η Σούλα η Τσιπούρα γιατί; της απάντησε το ψαράκι με απορία για την αντίδραση της όταν της είπε το όνομα της.
- Η Σούλα η Τσιπούρα… μήπως είσαι κόρη της κυρίας Κούλας της Τσιπούρας; ρώτησε το μικρό ψαράκι.
- Ναι κόρη της είμαι γιατί; Ρώτησε με την σειρά της η Σούλα η Τσιπούρα την κυρία Ραλλού τη Χειλού.
- Τι γιατί βρε άμυαλο παιδί. Η μαμά σου έχει φάει τον κόσμο να σε ζητάει κλαίει και οδύρεται όλη την μέρα κι εσύ ρωτάς γιατί; έβαλε τις φωνές η κυρία Ραλλού η Χειλού. Αλλά έτσι είσαστε εσείς τα παιδιά. Μόλις βρείτε ευκαιρία ξεπορτίζετε και δεν σας μέλει αν οι γονείς σας ανησυχούν και σας γυρεύουν.

Στο άκουσμα αυτού του μαλώματος δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Σούλας της Τσιπούρας.
- Με ζητάει η μαμά μου… γρήγορα να φύγω να πάω κοντά της. Γεια σου Κοσμά Ερημίτη για σας κυρία Ραλλού Χειλού. Φεύγω… τρέχω… πάω στην μαμά μου. Και ‘δωσε μια δυνατή με την ουρά της στο νερό για να φύγει. Η κυρία Ραλλού η Χειλού, την έπιασε από το πλαϊνό πτερύγιο και την σταμάτησε.
- Έ, βιαστικό πλάσμα… περίμενε. Που πας. Ξέρεις τον δρόμο για τον μεγάλο ύφαλο; περίμενε θα πάμε μαζί. Και γυρίζοντας στον Κοσμά τον Ερημίτη τον ρώτησε:
- Δεν έρχεσαι και συ μαζί μας Κοσμά Ερημίτη. Δεν βαρέθηκες να είσαι συνέχεια μοναχός σου και να μην έχεις κάποιον για παρέα. Να μιλάς μαζί του να παίζεις μαζί του, να του λες τα σχέδια σου;

Το μικρό καβουράκι έμεινε σκεπτικό. Η αλήθεια είναι πως είχε βαρεθεί την μοναξιά και μάλιστα τώρα που γνώρισε την καινούρια του φίλη την Σούλα την Τσιπούρα, η επιθυμία του για παρέα και μάλιστα μαζί της γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο φόβος του όμως για το άγνωστο και για την απεραντοσύνη που απλώνονταν μπροστά του τον έκαναν να το σκέπτεται. Δεν είναι μικρό πράγμα άλλωστε να παρατάς τον τόπο που μεγάλωσες και να ξενιτεύεσαι σε άλλους άγνωστους τόπους. Έπειτα ήταν και μια άλλη δυσκολία. Μεγαλύτερη ίσως από την προηγούμενη. Η δυσκολία της μετακίνησης. Δεν είναι εύκολο για ένα μικρό καβουράκι με κάτι ποδαράκια τόσα δα να διανύσει όλη αυτήν την απόσταση μέχρι τον μεγάλο ύφαλο με τους χιλιάδες κινδύνους στον δρόμο. Το πράγμα ήθελε μεγάλη σκέψη.

Όση ώρα σκεπτόταν ο φίλος της η μικρή Σούλα η Τσιπούρα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
- Έλα Κοσμά Ερημίτη, έλα μαζί μας. Θα δεις θα περνάμε ωραία. Όλη μέρα θα είμαστε μαζί. Θα παίζουμε, θα μιλάμε, θα χορεύουμε… Έλα.
Ο μικρός μας φίλος ο Κοσμάς ο Ερημίτης την κοιτούσε αναποφάσιστος. Να πάει μαζί τους, ήτανε μια κουβέντα. Που να φύγει από την ήσυχη γωνιά του και να γυρεύει ταξίδια και περιπέτειες σε μεγάλους υφάλους και άλλα μέρη του βυθού. Ήτανε αυτός πλασμένος για τέτοια μεγάλα πράγματα; Αυτός ήθελε την ησυχία και την ασφάλεια του. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του, γύρισε και είπε στην φίλη του:
- Δεν μπορώ να έλθω μαζί σας Σούλα Τσιπούρα. Εμένα το σπίτι μου είναι εδώ. Άσε που το ταξίδι είναι μεγάλο και πως θα έλθω μέχρι εκεί. Πήγαινε εσύ που σε γυρεύει η μαμά σου και άσε με εμένα. Εγώ θα μείνω εδώ. Η Σούλα η Τσιπούρα έτοιμη ήταν πάλι να βάλει τα κλάματα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης βλέποντας την φίλη του δακρυσμένη, άλλαξε την απόφαση του. Καλά, καλά, μη κλαις θα έλθω κι εγώ μαζί αλλά θέλω να με βοηθήσετε γιατί δεν θα μπορέσω μόνος μου να φτάσω τόσο μακριά.

H κυρία Ραλλού η Χειλού έκανε μια σκέψη. Να βοηθήσει τον Κοσμά τον Ερημίτη στην μετακίνηση του, μεταφέροντας τον στο στόμα της. Υπήρχε μονάχα μια μικρή δυσκολία. Φοβόταν να μη ξεχαστεί και τον καταπιεί. Μη ξεχνάτε παιδιά πως για τα ψάρια σαν την κυρία Ραλλού τη Χειλού τα καβουράκια σαν τον Κοσμά τον Ερημίτη ήταν εξαιρετικός μεζές. Ιδιαίτερα όταν ήταν έξω από το όστρακό τους. Έτσι αυτή η ιδέα απορρίφθηκε, και από τους δυο μικρούς μας φίλους.
- Άλλο , άλλο τρόπο μεταφοράς κυρία Ραλλού Χειλού δεν έχετε να προτείνεται; ρώτησε η Σούλα η Τσιπούρα, που κάτι καταλάβαινε από την δυσκολία του εγχειρήματος, και τα σάλια που έβλεπε να τρέχουν απ’ το στόμα της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς.
- Έ τι άλλο τρόπο. Μη μου πεις πως θέλεις να τον κουβαλήσω και στην πλάτη μου;
- Αχ ναι κυρία Ραλλού Χειλού νομίζω ότι στην πλάτη σας θα είναι ένας άνετος τρόπος μεταφοράς του Κοσμά του Ερημίτη. Άσε που εκεί πάνω δεν θα κινδυνεύει να ξεχασθείτε και να τον κάνετε μια χαψιά. Είπε η Σούλα η Τσιπούρα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης άκουγε την συζήτηση των δύο ψαριών αμίλητος με μια ανησυχία είναι αλήθεια όταν άκουσε πως μπορούσε να τον κάνει μια χαψιά η κυρία Ραλλού η Χειλού.
- Δεν πάω πουθενά. Φώναξε. Δεν θέλω να με μεζεδιάσει η κυρία Ραλλού η Χειλού. Δεν πάω πουθενά.

Πάλι ετοιμάστηκε να βάλει τα κλάματα η Σούλα η Τσιπούρα. Που έβρισκε την ευκολία για κλάματα αυτό το κορίτσι. Μια μικρή αφορμή και έτοιμη ήταν να τα μπήξει. Για να μη τα πολυλογούμε, μετά από αρκετή κουβέντα και πολλές αντιρρήσεις αποφασίστηκε η μεταφορά του Κοσμά του Ερημίτη στην πλάτη της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, τουλάχιστον στην αρχή του ταξιδιού και μετά θα έβλεπαν.

Το ταξίδι στην πλάτη της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, καλά πήγαινε. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης κρατιόταν από το ραχιαίο πτερύγιο της και απολάμβανε το ταξίδι του. Τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τις καινούριες εικόνες που ξεδίπλωνε μπροστά του ο βυθός. Πυκνές συστάδες φυκιών που φιλοξενούσαν μέσα τους διάφορα ψάρια μεγάλα και μικρά. Κρυψώνες αλλά και τόποι φαγητού, για πολλά θαλάσσια όντα. Οι πολύχρωμες θαλάσσιες ανεμώνες κυμάτιζαν στον ρυθμό του κυματισμού και του θαλάσσιου ρεύματος τα πλοκάμια τους αναζητώντας τροφή. Ένας αστερίας πιο κει να προσπαθεί να ανοίξει ένα μύδι για το μεσημεριανό του φαγητό. Όμως παρακάτω όταν χρειάστηκε να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα, έπρεπε να περάσουν από μια μεγάλη κηλίδα που η αρχή της ήταν σε ένα μεγάλο καράβι που περνούσε εκείνη την ώρα. Φαίνεται πως κάποιος ασυνείδητος από το πλήρωμα του, σκέφτηκε να αδειάσει τα κήτη** του μηχανοστασίου του καραβιού στην ανοιχτή θάλασσα, με αποτέλεσμα να γεμίσει την περιοχή με λάδια και πετρέλαια.Οι τρεις φίλοι μας ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα.

Κατέβηκαν πιο βαθιά στην προσπάθεια τους να ανασάνουν στο καθαρό νερό και να μη εισπνεύσουν πετρέλαιο, γιατί θα πέθαιναν. Ευτυχώς γι αυτούς η κηλίδα δεν είχε απλωθεί ακόμα σε μεγάλη έκταση, και έτσι γλίτωσαν την ζωή τους.
- Τι περίεργα όντα που είναι αυτοί οι άνθρωποι, είπε η κυρία Ραλλού η Χειλού όταν κατάφερε να πάρει πάλι ανάσα. Μολύνουν την θάλασσα πετώντας μέσα της διάφορα πράγματα που τους είναι άχρηστα. Σκουπίδια, δηλητήρια, λάδια και πετρέλαια. Θα έλεγε κανείς πως βάλθηκαν να εξοντώσουν όλα τα πλάσματα που ζουν σε αυτήν. Και μη νομίζεται ότι και τον αέρα που ανασαίνουν τον προσέχουν. Μια φορά άκουσα από έναν γλάρο ότι έχουν κάτι μεγάλα σπίτια που τα λένε εργοστάσια. Αυτά λοιπόν τα εργοστάσια, εκτός από τα διάφορα υγρά λύματα που μολύνουν τις θάλασσες και τα ποτάμια, βγάζουν από κάτι μεγάλους σωλήνες μαύρους καπνούς στον ουρανό μολύνοντας και τον αέρα που αναπνέουν.

Τα δυο μικρά ζωάκια, άκουγαν με έκπληξη αλλά και λύπη την κυρία Ραλλού τη Χειλού, να τους διηγείται την καταστροφή που κάνουν οι άμυαλοι άνθρωποι στο περιβάλλον. Αλήθεια παιδιά εσείς δεν πετάτε φαντάζομαι τα σκουπίδια σας στην παραλία ή την θάλασσα. Ούτε και στην εξοχή όταν πηγαίνετε εκδρομές να αφήνεται σακούλες με σκουπίδια. Όλα αυτά κάνουν κακό στο περιβάλλον μας.

Βγήκαν και πάλι στην καθαρή θάλασσα. Κάποια στιγμή η παρέα μας συναντήθηκε με ένα μεγάλο χταπόδι που κοιτούσε μέσα από το θαλάμι του μη δει κανένα μεζέ να αρπάξει.
-Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό που κουβαλάς στην πλάτη σου κυρία Ραλλού Χειλού. Είπε το χταπόδι όταν είδε στην πλάτη του ψαριού τον Κοσμά τον Ερημίτη. Δεν κουράστηκες να το κουβαλάς αυτό το βάρος; Δώσε το σε μένα να σε βοηθήσω να ξεκουραστείς.
- Μπα δεν βαριέσαι κύριε Αντώνη Χταπόδι, δεν κουράστηκα καθόλου. Είναι τόσο ελαφρύς ο Κοσμάς ο Ερημίτης που ούτε καταλαβαίνω ότι τον κουβαλάω. Είπε η κυρία Ραλλού η Χειλού, καταλαβαίνοντας τους σκοπούς του Αντώνη του Χταπόδι. Και συμπλήρωσε: Άλλωστε δεν τον έφερα μέχρι εδώ για την χάρη σου.

Ο Αντώνης ο Χταπόδης, όταν είδε ότι με τις μαλαγανιές δεν έβγαζε τίποτα, άφησε το γλυκό ύφος, και άπλωσε το ένα από τα οκτώ πλοκάμια του να πιάσει τον Κοσμά τον Ερημίτη. Με ένα σπάσιμο της μέσης η κυρία Ραλλού η Χειλού απέφυγε το χταπόδι. Ευλύγιστη παρά το πάχος της. Ο Αντώνης ο Χταπόδης θύμωσε περισσότερο και αμολώντας μελάνι επιτέθηκε και πάλι. Παρά λίγο να τα καταφέρει αυτή την φορά. Η άκρη του πλοκαμιού του άγγιξε το όστρακο του Κοσμά του Ερημίτη. Ευτυχώς τον έσωσε και πάλι η ευλυγισία της κυρίας Ραλλού της Χειλούς, και το ότι κρατιόταν με όλη του τη δύναμη από το ραχιαίο πτερύγιο του ψαριού.

Ο Αντώνης ο Χταπόδης ετοιμάστηκε να επιτεθεί και πάλι. Όμως για καλή τύχη των φίλων μας και ιδιαίτερα του Κοσμά του Ερημίτη, τους έσωσε αυτή την φορά η εμφάνιση μιας σμέρνας, που παίρνοντας χαμπάρι την φασαρία που γινόταν έβγαλε το κεφάλι της από την τρύπα της και κοιτούσε με ενδιαφέρον την σκηνή. Όπως θα ξέρετε παιδιά τα χταπόδια είναι ο καλύτερος μεζές για τις σμέρνες. Όταν λοιπόν ο Αντώνης ο Χταπόδης είδε την σμέρνα με την άκρη του ματιού του και αισθάνθηκε τον κίνδυνο, παράτησε τους φίλους μας και κρύφτηκε γρήγορα-γρήγορα στο θαλάμι του. Καλύτερα νηστικός σκέφτηκε, παρά φαγωμένος.

Όλη αυτή την ώρα ο Κοσμάς ο Ερημίτης είχε κλειστεί στο όστρακό του και το μόνο που περίσσευε, ήταν οι δυο δαγκάνες του που κρατούσαν τόσο σφιχτά το πτερύγιο της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, που όταν σταμάτησε η μάχη με τον Αντώνη τον Χταπόδι και το άφησε είδαν ένα μεγάλο σημάδι επάνω του από δαγκάνες.
Όσο για την φίλη μας την Σούλα την Τσιπούρα, όταν ξεπέρασε τον αρχικό φόβο της που έκανε τα δόντια της να χτυπούν δυνατά, άρχισε να γυρνά γύρω, γύρω από το σημείο της μάχης και ξεφωνίζοντας σαν Ινδιάνος πολεμιστής έδινε κουράγιο στην κυρία Ραλλού την Χειλού.
- Προσοχή! Έρχεται από δεξιά. Όχι από κει. Ωχ, ωχ πλησιάζει το πλοκάμι του. Άντε και του ξεφύγαμε.

Οι φίλοι μας αφού ξεπέρασαν και το εμπόδιο του χταποδιού, αναστέναξαν με ανακούφιση. Έπλευσαν λίγο ακόμα και αντίκρισαν στο βάθος του νερένιου ορίζοντα να διαγράφεται ο όγκος του μεγάλου υφάλου.
- Φτάνουμε, φτάνουμε. Φώναξε με χαρά η Σούλα η Τσιπούρα μόλις είδε να πλησιάζουν στην γειτονιά της, και παρά την μεγάλη της χαρά που θα έβλεπε ξανά την μαμά της είχε και μια ανησυχία για την κατσάδα που θα έτρωγε από αυτήν γιατί δεν την υπάκουσε και απομακρύνθηκε από κοντά της με αποτέλεσμα να πιαστεί στο δίχτυ του ψαρά όπως θα θυμόσαστε παιδιά.

Η κυρία Κούλα η Τσιπούρα ειδοποιημένη από τους γείτονες για την επιστροφή της κόρης της στα πατρικά νερά, ήτανε όλο χαρά. Δεν είναι και μικρό πράγμα να επιστρέφει το παιδί σου στο σπίτι αφού γλίτωσε την ζωή του από τα δίχτυα του ψαρά και το τηγάνι.
Όμως έπρεπε να βάλει και μυαλό στην μικρή ανυπάκουη κόρη της για να μη ξανακάνει τέτοια πράγματα και τους κάνει όλους στο σπίτι άνω κάτω με τα καμώματά της.
Έτσι μόλις η μικρή παρέα έφτασε στον μεγάλο ύφαλο και αντίκρισε την κόρη της έκρυψε την χαρά της και πήρε αυστηρό ύφος.
- Που ήσουνα παλιόπαιδο και κατατρομάξαμε; νομίζαμε ότι σε χάσαμε για πάντα και πως δεν θα σε βλέπαμε πια.
Η μικρούλα Σούλα Τσιπούρα κατέβασε το κεφάλι της και δεν μιλούσε. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε; η μητέρα της είχε δίκιο. Όμως επειδή η καρδιά της μάνας δεν μπορεί να κρατάει κακία του παιδιού της, η κυρία Κούλα η Τσιπούρα άνοιξε τα δυο της πτερύγια και έσφιξε στην αγκαλιά της την μικρή άσωτη, που επέστρεψε στο σπίτι.
Τότε μόνο πρόσεξε την κυρία Ραλλού την Χειλού και τον μικρούλι τον Κοσμά τον Ερημίτη.
- Ευχαριστώ γειτόνισσα που την βρήκες και μου την έφερες. Σου χρωστάω μεγάλη χάρη για το καλό που έκανες στην οικογένεια μου. Σε ευχαριστώ. Είπε στην κυρία Ραλλού την Χειλού συγκινημένη.
- Τι λες κυρά γειτόνισσα. Της απάντησε η κυρία Ραλλού η Χειλού. Υποχρέωσή μου. Κάθε καλός γείτονας θα έκανε ότι έκανα εγώ.

Η κυρία Κούλα η Τσιπούρα γύρισε προς το μέρος του Κοσμά του Ερημίτη, που έτσι όπως δεν του έδινε κανείς σημασία μέχρι εκείνη την ώρα είχε κι όλα μετανιώσει που άφησε την ακτή του και ακολούθησε τα δυο ψάρια. Καθόταν μουτρωμένος και σκεφτικός.
- Κι αυτός ποιος είναι αυτός; Ρώτησε την κόρη της η κυρία Κούλα η Τσιπούρα, δείχνοντας τον Κοσμά τον Ερημίτη.
- Αυτός μαμά είναι ο φίλος μου ο Κοσμάς ο Ερημίτης. Αυτός με βοήθησε να περάσω τη νύχτα όταν βρέθηκα σε κείνο το άγνωστο μέρος που είχε το σπίτι του. Μου έκανε παρέα και έτσι δεν φοβόμουνα, μέχρι που μας βρήκε η κυρία Ραλλού η Χειλού και μας έφερε.

Ο φίλος μας ο Κοσμάς ο Ερημίτης χαμογελούσε αμήχανα όση ώρα η μικρή Σούλα η Τσιπούρα εξηγούσε στην μητέρα της τα του Κοσμά Ερημίτη.
- Τότε πρέπει να ευχαριστήσω και τον φίλο μας από δω. Είπε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα και γυρίζοντας προς το μέρος του Κοσμά του Ερημίτη: Σε ευχαριστώ και σένα παιδί μου που βοήθησες στην διάσωση της κόρης μου. Αλλά τι καθόμαστε εδώ έξω και μιλάμε τόση ώρα. Περάστε μέσα στο σπίτι να σας τρατάρω κανένα γλυκό, να σας ευχαριστήσω και να γιορτάσουμε μαζί την επιστροφή της μικρούλας μου Σούλας.

Αφού πέρασαν μέσα στην τρύπα του βράχου που ήταν το σπίτι της Σούλας της Τσιπούρας και της μητέρας της, και αφού τελείωσαν με τα τραταρίσματα και τις γιορτές, έπρεπε τώρα να δουν για την εγκατάσταση του νέου ενοίκου του μεγάλου υφάλου, και να του βρουν ελεύθερο μέρος γιατί στον μεγάλο ύφαλο υπήρχαν πολλοί Ερημίτες και έπρεπε να εγκατασταθεί κοντά τους αλλά όχι και να πάρει τον τόπο κάποιου άλλου.
- Θα βρω αύριο τον μεγάλο Ερημίτη που είναι Δήμαρχος στους Ερημίτες του υφάλου μας και έτσι θα έχεις Κοσμά Ερημίτη ένα δικό σου μέρος να εγκατασταθείς.. Είπε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα. Για σήμερα κοιμήσου στο σπίτι μας.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης την ευχαρίστησε και βιάστηκε να πάει να ξαπλώσει στην μεριά που του έστρωσε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα.

Την επόμενη μέρα, η Κυρία Κούλα η Τσιπούρα, συνοδευόμενη από τους δυο μικρούς μας φίλους, πήγε στην γειτονιά των Ερημιτών και βρήκε τον Δήμαρχό τους. Ο κύριος Δήμαρχος τους περίμενε στο γραφείο του φορώντας το καλό του όστρακο που γυάλιζε στο πρωινό φως. Είχε βάλει από βραδύς την γυναίκα του να του το γυαλίσει για να κάνει καλή εντύπωση στον νεοφερμένο. Πως ήξερε ότι το πρωί θα έχει επισκέψεις; μη ξεχνάτε πως το ήξερε και η κυρία Ραλλού η Χειλού, που έσπευσε να τον ειδοποιήσει για την καινούρια άφιξη. Σιγά μη το κρατούσε μυστικό.

Αφού τους υποδέχτηκε λοιπόν στο γραφείο του ο κύριος Δήμαρχος, καθάρισε τον λαιμό του με ένα βηχαλάκι και άρχισε τον λόγο της υποδοχής.
- Ε… χμ… Καλωσορίζουμε το νέο μέλος του Δήμου των Ερημιτών και του ανοίγουμε την αγκαλιά μας. Ο Δήμος των Ερημιτών αγαπητέ φίλε…. Και, και, και… Τελειωμό δεν είχε.
Πως άρεσε σε αυτό το ζωντανό να μιλά. Όταν άρχιζε τους λόγους ξεχνούσε να σταματήσει. Οι φίλοι μας περίμεναν με υπομονή το τέλος του Δημαρχικού παραληρήματος. Που θα πάει θα τελειώσει κάποια στιγμή σκέφτηκε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα. Πραγματικά μετά από αρκετή ώρα και αρκετά χασμουρητά έφτασε το τέλος της ομιλίας.

Ο κύριος Δήμαρχος αφού συμβουλεύτηκε τον χάρτη της περιοχής, βρήκε ένα ελεύθερο μέρος και το παραχώρησε στον Κοσμά τον Ερημίτη, που παρά τον φόβο που αισθανόταν για το νέο του ξεκίνημα στη ζωή ήταν και χαρούμενος όσο σκεφτόταν πως από δω και μπρος θα έχει παρέα. Οι τρεις φίλοι μας αφού τέλειωσαν με τον κύριο Δήμαρχο, πήγαν να βρουν το μέρος που όρισε για νέα κατοικία του Κοσμά του Ερημίτη, και να βοηθήσουν τον μικρό τους φίλο στην εγκατάσταση του.……………………………………………………………………………………

Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν. Μεγάλωσαν πια οι δυο μικροί μας φίλοι, ο Κοσμάς ο Ερημίτης και η Σούλα η Τσιπούρα. Όλο αυτό το διάστημα που πέρασε έκαναν επισκέψεις ο ένας στον άλλον. Τίποτα δεν σκίαζε την φιλία τους. Η Σούλα η Τσιπούρα ήταν τώρα μαμά και είχε δικά της παιδιά και οικογένεια.
Όσο για τον φίλο μας τον Κοσμά, εκείνος βρήκε μια όμορφη Ερημίτισσα και την παντρεύτηκε. Έκανε επί τέλους δική του οικογένεια και αποζημιώθηκε για την απόφαση που είχε πάρει να εγκαταλείψει την ακτή του και να έλθει να εγκατασταθεί στον μεγάλο ύφαλο.
Τώρα ήταν ευτυχισμένος. Είχε φίλους, είχε οικογένεια. Ίσως κάποια μέρα να γίνονταν και Δήμαρχος. Βλέπεται παιδιά όσο ωραία και να περνά κανείς μοναχός του, πάντα χρειάζεται και κάποιους άλλους μαζί του για να είναι ευτυχισμένος.
ΤΕΛΟΣ

* Πάγουρος ή Ευπάγουρος: Κοινό όνομα πολλών καρκινοειδών της οικογένειας των Παγουριδών, χαρακτηρίζονται από τις ασύμμετρες δαγκάνες και τη μαλακή κοιλιά. Οι πάγουροι προστατεύονται εισχωρώντας σε άδεια κοχύλια των Γαστεροπόδων. Συνηθισμένο στη Μεσογειακή θάλασσα το Eupagurus bernhardus (Βερνάρδος ο ερημίτης).

** Κήτος: μεγάλο ψάρι αλλά και το κατώτατο μέρος του πλοίου, που μαζεύονται όλα τα άχρηστα υγρά από τις διαφυγές των σωλήνων των μηχανημάτων ιδιαίτερα στους χώρους των μηχανοστασίων.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΨΑΡΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΤΙΝΑ

Τρεις σπάροι απ’ το Πέραμα
ξεκίνησαν να πάνε,
απέναντι στην Αίγινα,
γαρίδες για να φάνε.
Και όπως κολυμπούσανε,
χάζευαν τις κοπέλες,
πιο κάτω ανταμώσανε
τρεις όμορφες σαρδέλες.
Μέσα στα νεύρα ήτανε.
βρώμικες συγχυσμένες,
πέσανε λέει σε λαδιά
και ήταν λερωμένες.

Όπως τα συζητούσανε
και ‘λεγαν για ταξίδια,
πιο δίπλα αντικρίσανε,
σακούλα με σκουπίδια.
Οι άφρονες οι άνθρωποι
που πήγαν εκδρομή,
μαζί τους δεν την πήρανε
την άφησαν πιο ‘κει.
Γι αυτό και πήγε ανοιχτά
την άρπαξε το κύμα
και βρώμησε τη θάλασσα.

Αυτό κι αν είναι κρίμα

Δ.Σ.Π.

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟ

Στα νύχια περπατάτε
μη ξυπνήσει η Έριδα
Ξεχάστηκε η γοργόνα
απάνω στην ασπίδα της Παλλάδας
κι ο Άρης κοιμισμένος
στην αγκαλιά της Αφροδίτης

Στα νύχια περπατάτε
μη ξυπνήσουν των όπλων
οι τρομεροί θεοί
ο Δείμος και ο Φόβος
κι ελάτε να πάμε
στους αγρούς στ’ αμπέλια
τραγούδια κι ύμνους
για να ψάλουμε στον Λίνο,
τον ιερό το Διόνυσο, το Βάκχο.

Όχι παιάνες του πολέμου,
Μα της Χαράς,
της Μέθης και του Έρωτα.
Με τα ποτήρια μας γεμάτα
και τους φαλλούς ψηλά,
τραγούδια και θυσίες στην Ειρήνη

Δ.Σ.Π.

ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ

Ο τελευταίος άνθρωπος
Λίγο πριν ξημερώσει το τέλος
Κραύγασε μια κραυγή κεραυνό
Που ξέσκισε το στερέωμα
Και την σιγουριά των βολεμένων.

Άφησε ένα τριαντάφυλλο
Ρεούμενο φως
Όπως πυγολαμπίδας
Που ξαγρυπνά
Και τριγυρίζει τον έρωτα
Ξέροντας ότι θα καεί.

……………………………..
Το βράδυ στα νυχτερινά κέντρα
Κάτι εκπεσόντες πρίγκιπες βρήκαν
Το ξεχασμένο γοβάκι της Χιονάτης

Δ.Σ.Π.

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ

Όχι στη γωνία αλλά, στο καινούριο μπλοκ μας
Θα μπορούσε κάποιος να στείλει ποιήματα ή τραγουδάκια, ή έστω βρε αδερφέ κείμενα βαθυστόχαστα δυσνόητα ή ανόητα και ότι άλλο βάλει ο νους σας, όχι όμως υβριστικά και βωμολόχα .
Περιμένουμε τις συνεργασίες σας

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΝΙΟΥ ΓΙΟΡΚ

Μια νύχτα μόνος στο Νιού Γιορκ
ξενύχτησα για σένα
βρε μοίρα που μου στάθηκες
άπονη και σκληρή
κι είπα θα φύγω από δω
και πίσω θα γυρίσω
γιατί έχω μάνα μοναχή
που ακόμα καρτερεί.

Μια νύχτα μόνος στο Νιού Γιορκ
άκουσα ένα τραγούδι
στους δρόμους τους σαράντα δυο
για σένα να μιλεί
κι είπα θα φύγω από δω
και πίσω θα γυρίσω
γιατί έχω αρραβωνιαστικιά
που ακόμα καρτερεί

Μια νύχτα μόνος στο Νιού Γιορκ
ο Μάρκος Βαμβακάρης
τραγούδι μόνος τραγουδά
με μια βραχνή φωνή
κι είπα θα φύγω από δω
και πίσω θα γυρίσω
γιατί σε αποθύμησα
βρε Φραγκοσυριανή

ΤΟ ΖΕΙΔΩΡΟΝ

Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος κοντά στην κορυφή ενός ψηλού βουνού, ζούσε τα παλιά χρόνια μια παρέα μικροκαμωμένων και παιγνιδιάρικων ξωτικών. Όλη μέρα παιγνίδι και σκανταλιά, ανέμελα και όμορφα. Έτσι περνούσαν την ζωή τους εκεί, μέχρι την στιγμή, που ο Άρχοντας της κορυφής, ξύπνησε μια μέρα θυμωμένος, σκουντούφλης και με τρομερούς πόνους στο στομάχι.
Είχε φάει από βραδύς πολλά γλυκά και καραμέλες, γιατί ήταν τρομερά λιχούδης, κι όλη τη νύχτα στριφογυρνούσε στον ύπνο του ανήσυχος.
«Βρε τι τα ήθελα τόσα πολλά γλυκά» μονολογούσε στριφογυρνώντας ανήσυχος.
Φώναξε λοιπόν τους βοηθούς και τους υπηρέτες του και τους είπε ότι επειδή δεν αισθανότανε καλά, δεν ήθελε να τον ενοχλήσει κανείς. Τους διέταξε μάλιστα να πάνε σε όλη τη γύρω περιοχή και να συστήσουνε στα ζώα και τα ξωτικά, να κάνουν ησυχία, γιατί αυτός λέει δεν ήθελε να ακούσει το παραμικρό κιχ.
Αυτά είπε και πήγε να πιει τα γιατροσόφια που του έφτιαξαν οι γιατροί του για να συνέλθει.
Στο δάσος των ξωτικών στο μεταξύ, τίποτα δε μαρτυρούσε τα γεγονότα που είχαν συμβεί και αυτά που θα ακολουθούσαν. Όλα έδειχναν πως και σήμερα θα ήταν μια όμορφη και γελαστή μέρα, γεμάτη παιγνίδι και χαρά όπως και οι προηγούμενες μέρες.
Σαν φτάσανε οι υπηρέτες του Άρχοντα της κορυφής στα γύρω μέρη μεταφέροντας την διαταγή του στα ζώα τα πουλιά και τα ξωτικά όλοι σώπασαν και σταμάτησαν κάθε δουλειά που θα μπορούσε να ενοχλήσει τον άρρωστο Άρχοντα.
Όλοι και όλα; όχι δα. Ένα μικρούλικο ξωτικό που είχε πάει να μαζέψει ξύλα, δεν άκουσε την διαταγή και γυρίζοντας φορτωμένο στο σπιτάκι του τραγουδούσε ένα εύθυμο τραγουδάκι, τόσο δυνατά, που έφτασε μέχρι τα αυτιά του Άρχοντα της κορυφής, που εκείνη την ώρα, ανακουφισμένος λιγάκι από τα γιατρικά των γιατρών του, ετοιμάζονταν να κοιμηθεί.
Έτσι λοιπόν όπως ήταν έτοιμος να τον γλυκοπάρει ο ύπνος, έφτασε στα αυτιά του το τραγούδι του μικρού ξωτικού, σαν ένας δυνατός θόρυβος που του διέκοψε τον ύπνο και του θύμισε τον πόνο στο στομάχι του.
Θύμωσε πολύ, άστραψε και βρόντηξε. Διέταξε τους υπηρέτες του λοιπόν, να του φέρουν τον θορυβοποιό μπροστά του για να τον τιμωρήσει.
Φύγανε γρήγοροι σαν τον άνεμο οι υπηρέτες του και σε λίγο του έφερναν μπροστά του τον μικρό απείθαρχο, που ούτε το φορτίο του δεν είχε προλάβει να ξεφορτώσει και έτσι παρουσιάστηκε μπροστά στον Άρχοντα της κορυφής με τα ξύλα στην πλάτη.
- Εσύ είσαι βρε ο ταραχοποιός, που δεν σέβεσαι ούτε την αρρώστια, ούτε και την επιθυμία μου; ρώτησε αγριεμένος το μικρό ξωτικό.
-Συγχώρησε με Άρχοντα μου. Δεν ήξερα ούτε για την αρρώστια σου, αλλά ούτε για την διαταγή σου. Είχα πάει να μαζέψω ξύλα για το τζάκι μου και έλειπα από το χωριό. Έτσι δεν άκουσα τους απεσταλμένους σου. Όμως για πες μου τι έχεις και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω.
Ο Άρχοντας παρά τους πόνους και την αρρώστια του, γέλασε με την αφέλεια του μικρού ξωτικού.
-Τι μπορείς να κάνεις εσύ όταν οι καλύτεροι γιατροί μου και τα γιατροσόφια τους, δεν κατάφεραν να μου κάνουν τίποτα;
Το μικρό ξωτικό που πήρε θάρρος βλέποντας τη διάθεση του Άρχοντα για κουβέντα, σήκωσε τα μάτια του, τον κοίταξε και του αποκρίθηκε:
-Ο θείος μου που είναι γιατρός στα ξωτικά, μου έδειξε κάποια από τα μυστικά της τέχνης του. Πιστεύω λοιπόν Άρχοντά μου ότι αν με εμπιστευτείς, ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω.
«Τι έχω να χάσω;» σκέφτηκε ο Άρχοντας της κορυφής. «ας τον αφήσω και αν δεν μου κάνει τίποτα η θεραπεία του, τον τιμωρώ αυστηρότερα.
Έτσι λοιπόν διέταξε τους γιατρούς του, να οδηγήσουν το μικρό ξωτικό στα εργαστήρια τους και να το βοηθήσουν στην παρασκευή του φαρμάκου.
Οι γιατροί στην αρχή δεν θέλανε. «ήρθε από το πουθενά αυτός ο μικρός, και δεν φτάνει που δεν τον τιμωρεί ο Άρχοντας για την φασαρία που έκανε και τον ξύπνησε, χαλώντας έτσι την θεραπεία που του συστήσαμε, μας βάζει και από πάνω να τον βοηθήσουμε, στα μαντζούνια του. Ποιοι; εμείς, που σπουδάσαμε στις καλύτερες σχολές Ιατρικής» σκέφτονταν, αλλά τι να κάνουν δεν μπορούσαν να μη συμμορφωθούν στη διαταγή του Άρχοντα, κι έτσι οδήγησαν το μικρό ξωτικό στο εργαστήριό τους.
Το μικρό ξωτικό άνοιξε μια σακούλα που είχε στον κόρφο του, κι έβαλε από μέσα μια πράσινη σκόνη, που την ανακάτεψε με λίγο νερό, μουρμουρίζοντας μαγικά ξόρκια και προσευχές, έτσι όμως που να μην ακούν οι γιατροί του Άρχοντα της κορυφής, όσο κι αν τέντωναν τα αυτιά τους. Αφού τέλειωσε, έβαλε το πράσινο υγρό σε ένα μπουκαλάκι και είπε στους γιατρούς να το οδηγήσουν μπροστά στον Άρχοντα.
Σαν βρέθηκε μπροστά του, έβαλε λίγο από το υγρό σε ένα σταγονόμετρο και έσταξε επτά σταγόνες, στο ανοιχτό στόμα του Άρχοντα, που ώσπου να πάρει χαμπάρι την γεύση του, το είχε καταπιεί.
-Κοιμήσου τώρα Άρχοντα μου και όταν ξυπνήσεις όχι μόνο δε θα πονάς, αλλά και δε θα θυμάσαι τίποτα.
Έτσι είπε το ξωτικό και ετοιμάστηκε να φύγει. Όμως οι φρουροί του Άρχοντα της κορυφής, που ήταν καχύποπτοι, εμπόδισαν το ξωτικό και το κράτησαν στο παλάτι, μέχρι να ξυπνήσει ο Άρχοντάς τους και να τους πει τι να κάνουν με αυτό.
Οι ώρες περνούσαν και ο Άρχοντας δεν έλεγε να ξυπνήσει. Κοιμόταν ένα ύπνο, πότε ανήσυχο, πότε χαμογελώντας ευτυχισμένος, πότε κλαίγοντας και πότε ροχαλίζοντας, κάνοντας έναν θόρυβο σαν μηχανή τραίνου. Οι φρουροί και οι γιατροί, κοιτούσαν το ξωτικό και σκεφτόντουσαν τις τιμωρίες που θα του έβαζαν αν πάθαινε τίποτα ο Άρχοντας τους.
Όμως για κακή τους τύχη και καλή τύχη του ξωτικού και του Άρχοντα, αυτός ξύπνησε χαμογελώντας και ελαφρύς σαν πουλάκι. Τέρμα ο πόνος και το βάρος στο στομάχι, τέρμα και η κακή διάθεση. Είχε ξεχάσει τελείως τους πόνους του και το μόνο που θυμόταν ήταν το μικρό ξωτικό που στέκονταν μπροστά του και τις πράσινες σταγόνες.
-Σωτήρα μου! Με έσωσες. Πες μου τι θέλεις να κάνω για σένα. Θέλεις να σου δώσω απ’ τα πλούτη μου, να σου δώσω ένα πύργο, πες μου τι θέλεις;
-Δεν θέλω τίποτα Άρχοντά μου. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλός με όλους και να μη τρως πολύ και λαίμαργα το φαί σου, ούτε πολλά γλυκά και καραμέλες, για να μη σου ξαναπονέσει το στομάχι σου και χαλάσουν τα δόντια σου και πέσουν. Αυτά είπε το ξωτικό και ετοιμάστηκε να φύγει.
-Στάσου», πες μου τουλάχιστον το όνομα σου.
-Ζείδωρον με λένε. Ζείδωρον!
-Ζείδωρον; τι όνομα είναι αυτό;
-Ζείδωρον θα πει το δώρο της ζωής, γιατί όπου πάω κάνω μόνο καλό και βοηθάω τη ζωή να νικήσει την αρρώστια και το θάνατο.
Αυτά είπε το μικρό ξωτικό και πριν καλά, καλά προλάβει ο Άρχοντας να μιλήσει, χάθηκε από τα μάτια του έτσι όπως χάνονται από τα μάτια μας τα όνειρα όταν ξυπνάμε το πρωί.