Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΠΡΩΪΝΟΣ ΠΟΘΟΣ


Όμορφη που είσαι το πρωΐ
σαν βγαίνεις απ΄ τον ύπνο,
όπως ο ήλιος την αυγή
προβάλει από τον λόφο,
ή όπως δαμασκηνό σπαθί
προβάλει απ΄το θηκάρι
και λάμπει στο ξεπρόβγαλμα.
Έτσι γλυκιά μου λάμπεις
και είναι τα λυτά μαλλιά
του πόθου μου σημαία,
που τυραννάει μου το νου,
μου τυραννάει το σώμα
και θέλω μέσα σου να μπω
κι εκεί να μείνω πάντα.

Marinero

ΜΕ ΠΑΙΡΝΕΙ ΦΥΛΛΟ Ο ΒΟΡΙΑΣ


Με παίρνει φύλλο ο βοριάς
όπως φυσά τις νύχτες
και φέρνει στα μικρά παιδιά
τις ιστορίες με δράκους
και με νεράϊδες που γελούν
ταράζοντας τον ύπνο.

Με παίρνει φύλλο ο καημός
όπως χτυπά την έρμη
κι άδεια μου καρδιά το φως
σαν βασιλεύει και φέρνει
αναστενάζοντας κλαδιά
που έχουν σπάσει.

Με παίρνει φύλλο η σιωπή
όπως μιλά για σένα
και φέρνει έναν ψίθυρο,
γιατί σιωπή δεν είναι,
μονάχα είναι ο σπαραγμός
από καρδιά που κλαίει,

και λέει τις ιστορίες της,
λέει τα βάσανά της
κι όλους τους αναστεναγμούς
που σαν τους λέει πονάει
και τριγυρίζει σαν σκιά
στους έρημους κοιτώνες.

Marinero

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

ΟΝΕΙΡΟ


Απόψε σ΄ ονειρεύτηκα
παππού μου ταξιδιώτη,
απάνω σε λευκό φαρί
στου κύματος την άκρη,
σε ένα μπάρκο ξύλινο
με ξύλο από πεύκο,
όπως αυτό που φύτρωνε
στο Πήλιο επάνω
κι ένα κατάρτι ολόϊσιο
με ξύλο από καβάκι.
Πανιά είχες πλησίστια,
στον κόντρα παπαφίγκο,
ένα μικρό ναυτόπουλο
ναύτη μαζί κι οπτήρα,
που αγνάντευε το πέλαγος,
το Θιάκι να ξεκρίνει,
μες την αντάρα την πολλή
και στον χαμό του ανέμου.
Μα του Αιόλου τον ασκό,
οι σύντροφοι ανοίξαν
γιατί νομίζαν θησαυρούς
πως έκρυβε, οι χαμένοι,
και το σκαρί ξεστράτισε
και βγήκε απ΄ την πορεία
κι ανοίχτηκε στο πέλαγος
το μαύρο κι αφρισμένο.
Το κυνηγούν τα κύματα,
το κυνηγούν οι ανέμοι
η Σκύλα και η Χάρυβδις
κι οι ώριες οι γοργόνες.
Μα εσύ τραβούσες σταθερά
για την μικρή Πατρίδα,
στόχο μαζί και πεθυμιά
είχες το σπιτικό σου.
Της Πηνελόπης η αγκαλιά
ο όρμος ο δικός σου.

Marinero

Το στιχούργημα περιγράφει το όνειρο ενός πρώην ναύτη που ονειρεύεται τον πρόγονό του τον Οδυσσέα.