Είναι η νύχτα που σκέπασε τη χώρα
κι οι σιδερένιοι κεραυνοί του ολέθρου.
Είναι τα πτώματα που κείτονται στους δρόμους,
τα μαύρα σπίτια χάσκοντα, καμένα
κι οιμωγές που ακούγονται πριν σβήσει,
ο θάνατος που τη ζωή παραμονεύει.
Είναι που από μακριά παρατηρούμε
και διχαζόμαστε, αλήθεια τι να φταίει;
(άλλος στηρίζει το φονιά και άλλος το Θύμα).
Μαύρα μαντάτα, η ανθρωπιά μας
σε μιαν άκρη μένει πληγωμένη ,
μαζί με αυτούς που τράβηξαν στον Άδη.
Νύχτα έρεβος σκοτάδι, του θανάτου η βασιλεία,
χαμένα πήγανε ζωή, χαρά κι αγάπη.
Μάχη κυριαρχίας των στυγνών των συμφερόντων
κάποιων αρχόντων που απόντες, ζώνες επιρροής πάλι μοιράζουν.
Marinero