Πήρε μολύβι και χαρτί,
κάθισε στο γραφείο του.
Είπε: «θα κάνω τέχνη».
Έγραψε μόνο σ’ αγαπώ
και υπέγραψε με τ’ όνομα του.
Marinero
Πήρε μολύβι και χαρτί,
κάθισε στο γραφείο του.
Είπε: «θα κάνω τέχνη».
Έγραψε μόνο σ’ αγαπώ
και υπέγραψε με τ’ όνομα του.
Marinero
«Ασφυκτιώ» κραύγασε η λέξη Ελευθερία
και βγήκε έξω από τα τετράγωνα του σταυρολέξου.
Marinero
“Θα
μεταμορφωθώ σε πεταλούδα,
(σκέφτηκε το σκουλήκι)
δε θα σέρνομαι πια θα πετώ”.
Το άλλο πρωί πέταξε ψηλά,
θαυμάζοντας τα καινούρια φτερά.
Τη νύχτα κάηκε στη λάμπα ενός πορτατίφ.
Marinero