Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

ΜΙΚΡΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Μ ένα κρασί κι ένα τραγούδι σε θυμάμαι
και καρτερώ ξανά το γυρισμό
σ αυτή την άγονη γραμμή που ταξιδεύω
σ ένα ταξίδι δίχως τελειωμό.

Μικρή πατρίδα του Νοτιά και των ανέμων,
της ξενητιάς, του νόστου, της χαράς,
σ αυτή τη θάλασσα που σ έταξε η μοίρα
για ένα ταξίδι πάντα ξεκινάς.

Ένα ταξίδι σε ενάντιους καιρούς,
ένα ταξίδι με ενάντιους Θεούς

Θα βρεις ξανά ένα ακρογιάλι να ποδίσεις
κι ένα λιμάνι με φιλόξενα νερά;
θα βρεις ξανά τις μέρες που χουν φύγει
κι ένα σπιτάκι με τα φώτα ανοικτά;

ΈΝΑΣ ΓΕΡΟ ΝΑΥΤΗΣ

Σε καφενείο σκοτεινό
στο πέτρινο λιμάνι
καθόταν και αγνάντευε
μονάχος ένας γέρος.
Κι όλο θυμόταν θάλασσες,
πελάγη και ταξίδια,
ονειρευόταν μια μικρή
από τη Μυτιλήνη
και μια μικρή απ τα Κύθηρα
και μια απ το Μισίρι.
Τον ταξιδεύαν μουσικές,
τραγούδια του Τσιτσάνη,
του Βαμβακάρη ο σεβντάς,
κι ο έρωτας του πόντου.
Κι όλο τραβούσε στα ανοιχτά
ο νους του κι η ψυχή του,
κι όλο για μπάρκα έλεγε
και όλο για ταξίδια.
Μια μέρα που έβρεχε πολύ,
μια σκοτεινή ημέρα,
δε φάνηκε ο γέροντας
δεν ήρθε στη γωνιά του
και οι θαμώνες σκέφτηκαν
πως έφυγε ταξίδι.
Κι εκείνος μόνος έφυγε
για αγύριστο ταξίδι.
Ταξίδι δίχως γυρισμό,
μπάρκο στα όνειρά του,
με καπετάνιο το σκληρό
τον άκαρδο το χάρο.
Κι ο κάπελας για συχωριά
άφησε ένα ποτήρι
γεμάτο κόκκινο κρασί
στη θέση που καθόταν
και όπως κρύο έκανε
και νότιζαν τα τζάμια
και πέφταν στάλες της βροχής
κι ο ουρανός θρηνούσε
ήταν σα να τον έκλαιγαν
οι φίλοι κι οι δικοί του.