Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

Γιώργος Τάμογλου - Τι Σεβίλη Τι Μπουρνάζι

ΜΟΝΑΞΙΑ


Σαρακηνοί κουρσάροι σε κουρσεύουν
τους θησαυρούς, τα τζοβαΐρια σου γυρεύουν
ν΄ αρπάξουν , στα παζάρια να πουλήσουν,
τις ομορφιάς σου τα στολίδια τ΄ ακριβά,
της νιότης σου τα χρόνια τα χρυσά.

Κι είναι οι μέρες σκοτεινές
κι οι Κυριακές σου μαύρες,
είναι οι σχόλες σου πικρές
και οι γιορτές σου άδειες.
Κι είναι που ούτε μια φωνή
δεν φτάνει να αγγίξει
την ακοή του την κλειστή
τα μάγια να σου λύσει.
Κι αφήνει τη μικρή ζωή
σκλάβα να την κρατάει
ο έρωτας που είναι κουφός
και δεν την αγρικάει.
Δεν αγρικάει τις φωνές,
ούτε τα παρακάλια
σ΄ αφήνει μόνη τις βραδιές
κι είναι καρδιά σου άδεια.

Marinero




ΘΑ ΡΘΕΙ Η ΣΕΙΡΑ ΣΟΥ




Όλο και μου την κοπανάς
και σαν το χέλι ξεγλυστρας
και δεν μπορώ να σε κρατώ
στην αγκαλιά μου.

Τη στρίβεις και με ξεγελάς
και μένουν μόνα κι ορφανά
τα χέρια μου, τα χείλια μου
και τα φιλιά μου.

Ως πότε βρε άστατο μικρό
θα σέρνεις τούτο το χορό
και θα γελάς με ΄μένανε
και με τον έρωτά μου.

Θα ρθει και σένα η σειρά
που θα σου μείνει η καρδιά
άδεια, μονάχη.
Θα κλαις και θα μ΄ αποζητάς
μα θα χουν κλείσει τα στενά
κι οι δρόμοι άδειοι.

Marinero

ΠΑΡΑΠΟΝΟ


Απόψε με πικρό καημό
κι ένα βαθύ αναστεναγμό,
μ΄ ένα σκοπό αλλοτινό
σου τραγουδάω,
παραπονιάρικο σκοπό,
φωνή σπασμένη απ΄ το λυγμό,
δε νοιάζεσαι που σ΄ αγαπώ
και ας πονάω.

Γιατί ζωή μου προσπερνάς
τις νύχτες και δεν μου μιλάς
με λόγια πλάνα, τρυφερά,
αγάπης λόγια;
γιατί μ΄ αφήνεις μοναχό
σ΄ αυτό τον άγριο καιρό
και δεν γυρίζουν στη χαρά
πια τα ρολόγια;
άδειο το βλέμμα και βουβό
το κλάμα μου μες τον καιρό
και η αγάπη μακριά
αυτό το βράδυ.
Άδεια απομένει η αγκαλιά
πουλιά και φεύγουν τα φιλιά,
οι όρκοι σβήσαν στην ερμιά
και στο σκοτάδι.

Marinero

ΤΟ Σ΄ΑΓΑΠΩ ΝΑ ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΣ


Το σ΄ αγαπώ να μου το λες
γιατί θα το ξεχάσεις
και στην καρδούλα σου καημό
θα βάλεις σαν με χάσεις.

Το σ΄ αγαπώ να το εννοείς
να μη το λες στο έτσι
γιατί θα βρω άλλη καρδιά
στον έρωτα να τρέξει.

Κι εσύ θα μείνεις μοναχή (ός)
χωρίς καρδιά κι αγάπη
και θα σε πνίγει ο καημός
στο άδειο σου κρεβάτι.

Marinero

ΟΝΕΙΡΟ



Απόψε σ ονειρεύτηκα
στο άδειο μου κρεβάτι
κι ήταν σα να ρθες μια στιγμή
από την ξενιτιά
κι ήταν σα να ρθε η άνοιξη
και πάλι στη ζωή μου
και σα να άνθισε ξανά
στον κήπο η ροδιά.

Μύρισε αγάπη η νυχτιά
και το πηχτό σκοτάδι
φωτίστηκε στο γέλιο σου
κι έγινε ξαστεριά.
Κι όλα τα μαύρα και τ΄αχνά
πήραν ζωή και χρώμα
κι άρχισε πάλι να γυρνά
η ρόδα στη χαρά.

Απόψε σ ονειρεύτηκα
κι ήρθε ξανά η αγάπη
κι ήρθε ξανά το όνειρο
στην άδεια μου αγκαλιά.

Marinero

ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ


Μ΄ ένα ψωριάρικο φαρί και μια λεκάνη
κι ένα σπαθί που χει στομώσει από καιρό,
πήρες τους δρόμους και γυρίζεις μοναχός σου
κι αναζητάς αυτά που κρύβει ο ουρανός

Κλαίνε οι δικοί σου και σ' αναζητούνε
κι όλο ρωτούν πού βρίσκεσαι και πώς;
φεύγουν οι μέρες και οι νύχτες, στο πλευρό σου,
ο Σάντσο Πάντσα, πονηρούλης και κουτός..

Κράτα γερά το δόρυ και πολέμα,
όλα τα άδικα και σκοτεινά της γης,
της Ιπποσύνης τη φλόγα στην καρδιά σου,
άσβεστη κράτα, όσο αντέχεις και μπορείς.

Αχ Δον Κιχώτη, μες της Μάντσας τα δρομάκια,
τους ανεμόμυλους του κάκου πολεμάς,
τη Δουλτσινέα της καρδιάς σου μη ξεχάσεις,
πάντα στη σκέψη να έχεις, να ζητάς.

Marinero