Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΡΑΒΙΟΥ




Μια φορά κι έναν καιρό σε κάποιο στενό δρομάκι στο κέντρο της Αθήνας ήταν ένα μαγαζί. Μια μικρή τρυπούλα εκεί στο Μοναστηράκι, που το ‘χε ένας γεράκος πολύ παράξενος στ’ αλήθεια. Το μαγαζάκι αυτό λοιπόν πουλούσε διάφορα παλιά παιγνίδια. Όχι από αυτά τα σύγχρονα. Κάποιο βραδάκι επισκέφτηκε το μαγαζί ένας φτωχός άνθρωπος από κάποιο νησί του Αιγαίου. Αυτός ο άνθρωπος ήτανε άνεργος Ναυτικός και γυρνούσε από γραφείο σε γραφείο για να βρει δουλειά. Στο νησί του τον περίμεναν η γυναίκα του η Μαρία και ο μικρός του γιος.
Μπήκε λοιπόν στο μαγαζί και ζήτησε από τον γέρο-καταστηματάρχη να του πουλήσει ένα μικρό κόκκινο παλιό καραβάκι από τσίγκο, έτσι όπως έκαναν σε παλαιότερες εποχές τα παιγνίδια. Πήρε λοιπόν το παιγνίδι και αφού το πλήρωσε σηκώθηκε να φύγει χωρίς να προσέξει το παράξενο χαμόγελο του. Κατέβηκε στο λιμάνι για να προλάβει το καράβι της γραμμής, να στείλει μερικά λεφτά στο σπίτι του και το δώρο του παιδιού. Ο ίδιος θα κάθονταν λίγο ακόμα στον Πειραιά. Του είπαν για κάποιο φορτηγό του καπτα-Βασίλη του συμπατριώτη του εφοπλιστή, που έφτιαχνε πλήρωμα και ήθελε να κανονίσει το μπάρκο του.

Όταν το μικρό κόκκινο καράβι βρέθηκε στα χέρια του παιδιού, δεν ήξερε πώς να εκφράσει την χαρά του. Το μόνο που το στεναχωρούσε ήταν πως δεν ήρθε μαζί με αυτό και ο πατέρας του. Θα το ονομάσω «Λέων» σκέφτηκε. Όπως εκείνο το πολεμικό που φούνταρε στ’ ανοιχτά. Ήταν τόση η λαχτάρα και η μαγεία που εξασκούσε επάνω του το μικρό παιγνίδι, που το βράδυ όταν έπεσε για ύπνο πήρε και το καραβάκι μαζί στο κρεβάτι του. Η νύχτα προχώρησε για τα καλά. Το μόνο που ταράζει την σιωπή της, είναι ο φλοίσβος της θάλασσας. Ξαφνικά μία σκιά διαγράφεται στην άκρη του μισοφωτισμένου δωματίου. Την ξέρουμε αυτή την σκιά. Είναι ο
γέρο-Καταστηματάρχης. Αυτός που πούλησε το καραβάκι στον πατέρα του Κωστάκη. Φαίνεται παιδιά πως αυτός ο γέρος είναι σπουδαίος μάγος και μπορεί να κάνει θαύματα. Όπως να πούμε να πηγαίνει όπου θέλει αυτός. Μαζί του είναι και οι δυο ακόλουθοί του. Τα καλά μα σκανδαλιάρικα πνεύματα του ύπνου. Ο Όνειρος και η Φαντασία.

Ο Κωστάκης ήτανε λέει κάτω στο λιμάνι κι ετοιμαζόταν να μπαρκάρει με ένα κόκκινο καράβι που είχε δυο φουγάρα. Να ένα σαν αυτό που του έστειλε ο πατέρας του. Ήταν αυτός ο καπετάνιος και έδινε τις τελευταίες οδηγίες πριν από το ταξίδι.
Το καράβι, ξεκόλλησε από την προβλήτα και ανοίγεται από την στεριά. Γύρισε και κοίταξε στην γέφυρα. Μόνο τότε πρόσεξε τον Τιμονιέρη. Ένα παιδί με ολόλευκο δέρμα και μυτερά αυτιά. Ο Κωστάκης τρόμαξε, μα κάτι στο χαμόγελο του παράξενου παιδιού, τον καθησύχασε. Μα ποιος είναι αυτός ο γέρος που δίνει διαταγές σ’ ένα κορίτσι ίδιο και απαράλλαχτο με τον Τιμονιέρη του πλοίου; (Εμείς βέβαια παιδιά ξέρουμε) Τον πλησιάζει και τον ‘ρωτά:
-Ποιος είσαι παππού και τι ζητάς στο καράβι μου; Ο γέρος κουνά τα χείλη του, μα δεν ακούγεται κανένας ήχος. Όμως βαθιά μέσα στο μυαλό του, ο Κωστάκης καταλαβαίνει αυτά που του λέει:
-Μη φοβάσαι. Είμαι ο Πέστο Καιθαγίνει. Ο Λοστρόμος του πλοίου σου. Εγώ και οι βοηθοί μου, θα πάμε το καράβι σου όπου εσύ επιθυμήσεις. Είμαι ο άρχοντας των παιγνιδιών και της φαντασίας είπε ο γέρος. Το αγόρι που τιμονεύει είναι ο Όνειρος και το κορίτσι που βλέπεις, η Φαντασία. Όπου θέλεις θα σε πάμε. Φτάνει να το ονειρευτείς ή να το φανταστείς. Μόνο μη πεις σε κανένα τίποτα για μας. Λέξη! Πρόσεξε! Αν πεις το παραμικρό όλα θα πάψουν στη στιγμή.

Το ταξίδι στο όνειρο συνεχίζονταν μέσα στη θάλασσα. Κύματα βουνά άνεμος δυνατός που κάνει την αρματωσιά του καραβιού τους να σφυρίζει καθώς περνά με δύναμη ανάμεσα στα σχοινιά. Ξαφνικά από την πλώρη τους η φαντασία έβαλε τις φωνές και κάτι τους έδειχνε στο βάθος του ορίζοντα.
-Στεριά ίσια μπροστά μας. Στεριά!
-Πού; Που; ρωτούσαν όλοι με ένα στόμα.
-Ίσα μπροστά μας. Δεν την βλέπεται;
Ένα νησί στην μέση του πελάγους. Μια χαμηλή έξαρση στεριάς καταμεσής της θάλασσας. Σε λίγο έμπαιναν στον μικρό ορμίσκο που σαν φυσικό λιμανάκι τους λίκνιζε στον ελαφρό κυματισμό της ρεστίας. Αφού τακτοποίησαν τα του ελλιμενισμού τους και όρισαν τις βάρδιες τους με εξαίρεση τον όνειρο που θα έκανε την πρώτη, οι υπόλοιποι βγήκαν στην στεριά, να ξεκουραστούν και να πάρουν κανένα υπνάκο.
Το νησάκι τους μια μικρή στεριά μέσα στην θάλασσα δεν είχε βουνά. Ένας μικρός λοφίσκος με κάτι παράξενα δένδρα με κόκκινα φύλλα και γαλάζιους καρπούς, που έμοιαζαν σαν μήλα, αλλά με μαλακή ζουμερή σάρκα. Όταν ξεπέρασαν τον φόβο τους και δοκίμασαν ένα από αυτά το βρήκαν πολύ νόστιμο και γλυκό. Άρχισαν να κόβουν και να μαζεύουν γεμίζοντας την αγκαλιά τους με τους γλυκούς καρπούς. Αφού μάζεψαν αρκετά για να χορτάσουν την πείνα τους, γύρισαν στην παραλία και ξάπλωσαν στην ζεστή άμμο να κοιμηθούν.
Τι παράξενα που ήταν όλα σ’ αυτό το νησί. Ο ήλιος έφεγγε χωρίς να σε καίει ή να σε τυφλώνει. Μπορούσες αν ήθελες να τον κοιτάξεις κατάματα. Φυσούσε ένα αεράκι δροσερό. Ένα αεράκι που καμιά σχέση δεν είχε με τον άνεμο που εξακολουθούσε να λυσσομανάει στο πέλαγος. Κάτι γινόταν εδώ και όλα τα πράγματα, ήταν φιλικά. Τα δένδρα, η αμμουδιά, ο ήλιος και ο άνεμος. Κάτι μαγικό.
Ξαφνικά μια σκιά πλησιάζει τους τρεις κοιμισμένους στην αμμουδιά φίλους μας. Μια σκιά που περπατάει μπουσουλώντας σαν μωρό ή σαν τετράποδο ζώο. Μα ναι είναι κάποιο ζωάκι που πλησιάζει και μυρίζει τον Κωστάκη που βρέθηκε πιο κοντά του.
Μοιάζει σαν εκείνα τα πάνινα σκυλάκια αλλά αυτό έχει κάτι το περίεργο επάνω του δεν σε πείθει ότι πρόκειται για παιγνίδι. Αυτό είναι ζωντανό και απ΄ ότι φαίνεται φιλικό και ήμερο. Όμως πάλι σκυλάκι δεν είναι.
Αυτό έχει κεφάλι και φτερά αετού, σώμα και ουρά λιονταριού. Να δεις πως τα έλεγε ο δάσκαλος στην μυθολογία… Γρύπους, Γρυπαετούς… κάτι τέτοιο. Μα ναι Γρύπος είναι.
Το ζώο σκουντά με το κεφάλι το κοιμισμένο παιδί και το ξυπνά. Ο Κωστάκης μόλις ανοίγει τα μάτια του και βλέπει κοντά στο πρόσωπο του το ράμφος ενός πουλιού πετάγεται έντρομος. Με τις φωνές του ξυπνά και τους δυο άλλους συντρόφους του. Το ζωάκι τρομαγμένο απ’ τις φωνές του παιδιού, κρύβεται πίσω από ένα δένδρο και κοιτά με τρόμο το παιδί.
- Μη φοβάσαι. Δεν είναι άγριο. Ένας μικρούλης Γρύπος είναι μονάχα τον καθησυχάζει ο γέροντας. Δεν θα σου κάνει κακό. Και πλησιάζοντας προς το δένδρο γλυκαίνοντας την φωνή του καλεί το μυθικό ζώο κοντά του. Έλα μικρούλι μου. Κανείς δεν θα σε πειράξει. Κανείς δεν θα σου κάνει κακό. Το ζώο καταλαβαίνοντας τις αγαθές προθέσεις του γέρου πλησιάζει κουνώντας την λιονταρίσια ουρά του σαν σκύλος.
Ο γέρος το χαϊδεύει στο κεφάλι και προτρέπει και τον Κωστάκη να κάνει το ίδιο. Το παιδί δειλά στην αρχή, με περισσότερο θάρρος ύστερα πλησιάζει και το χαϊδεύει με την σειρά του. Ο Γρύπος δείχνει την ευχαρίστησή του γουργουρίζοντας σαν γάτα και τρίβοντας το σώμα του στα πόδια του παιδιού. Τι καλό που είναι παππού, λέει το παιδί και γυρίζοντας στην Φαντασία της λέει να κάνει το ίδιο.
Αφού χόρτασαν παιγνίδι και τρυφερότητες με το μικρό ζώο και αφού χόρτασαν την πείνα τους με ζουμερούς γαλάζιους καρπούς από τα δένδρα του νησιού, γύρισαν στο καράβι τους όπου βρήκαν τον όνειρο να κοιμάται του καλού καιρού και να ονειρεύεται. Να γιατί δεν μας ξύπνησε ο «φύλακάς» μας όταν μας πλησίαζε ο Γρύπος. Μωρέ φύλακα που βάλαμε. Αυτός μάτια μου και να κινδυνεύαμε χαμπάρι δεν θα έπαιρνε. Είπε με θυμό ο γέρο μάγος, και γυρίζοντας στον Όνειρο του είπε αυστηρά: Για τιμωρία σου θα μείνεις άλλη μια βάρδια στο τιμόνι, και δεν θα σε σκαντζάρει η Φαντασία, αλλά θα τραβήξεις όλο το ταξίδι της επιστροφής μόνος σου.

Σήκωσαν την άγκυρα και ξεκίνησαν σιγά - σιγά το ταξίδι της επιστροφής. Από την ακτή ο Γρύπος τους χαιρετούσε θλιμμένος κουνώντας την ουρά του. Τον χαιρετούσαν και αυτοί, κουνώντας τα μαντήλια τους.
Έφτασαν στην ανοιχτή θάλασσα. Ο καιρός είχε σπάσει πια και μονάχα το σφύριγμα του δροσερού αέρα σφύριζε στα ξάρτια του πλοίου τραγουδώντας το τραγούδι του. Καλά έπλεαν και ο Όνειρος παρά την τιμωρία του απολάμβανε μαζί με τους άλλους το ήσυχο θαλασσινό ταξίδι. Η μέρα προχώρησε και έφτανε στο τέλος της. Ο ήλιος κόντευε να βουτήξει στα γαλανά νερά όταν ακούστηκε ένα δυνατό χτύπημα στην πλώρη. Να βρήκαν σε καμιά ξέρα; Να ήταν κάποιος ύφαλος που δεν τον έχει σημειωμένο ο χάρτης;
Ο Κωστάκης και ο γέρο-Μάγος πήγαν τρέχοντας στην μεριά που ακούστηκε ο χτύπος. Έσκυψαν και τι να δουν; μια γυναίκα τους χαμογελούσε από την θάλασσα. Μια όμορφη ξανθιά κοπέλα με ένα φόρεμα πλεγμένο από φύκια στολισμένο με μικρά όστρακα και κοράλλια. Όμως ενώ το σώμα της από την μέση και πάνω ήταν ανθρώπινο από την μέση και κάτω ήταν σώμα ψαριού.
Παππού μια γοργόνα. Είπε χαρούμενο αλλά και τρομαγμένο το παιδί. Μη φοβάσαι παιδί μου κάτι θα θέλει και γι αυτό μας χτύπησε. Για να μας ειδοποιήσει. Είπε ο γέρο-Μάγος και έσκυψε περισσότερο για να ακούσει τι του έλεγε. Έχω νέα για τον Κωστάκη. Φώναξε η γοργόνα. Νέα απ’ τον πατέρα του. Πες του να σκύψει για να μ’ ακούσει καλύτερα. Το παιδί πλησιάζει στην κουπαστή και σκύβει. Εσύ είσαι ο Κωστάκης; Ρώτησε το έκπληκτο παιδί η γοργόνα. Ναι εγώ είμαι. Απάντησε το παιδί. Τι με θέλεις; Έχω να σου πω κάτι αλλά πριν από αυτό πες μου. Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος; Το παιδί θυμήθηκε τις ιστορίες που διηγούνταν οι γέροι ναυτικοί για την γοργόνα την αδελφή του Μέγα Αλέξανδρου που γυρνούσε στα πέλαγα και ρωτούσε για τον αδελφό της. Θυμήθηκε πως αν της έλεγε πως πέθανε όπως ήταν η αλήθεια η γοργόνα θα θύμωνε θα φουρτούνιαζε την θάλασσα και θα βύθιζε το καράβι τους.
Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει. Απάντησε με δυνατή φωνή το παιδί. Η γοργόνα χαμογέλασε ευχαριστημένη και είπε στο παιδί: Να μη κρατήσεις αυτήν την πορεία αλλά μετά από δέκα μίλια να αλλάξεις ρότα, και αντί για ανατολικά να τραβήξεις βόρεια. Μετά από κάποια απόσταση, θα συναντήσεις ένα νησί στο πέλαγος και πάνω του θα σε περιμένει ο πατέρας σου για να γυρίσετε στο σπίτι μαζί. Το παιδί τρελάθηκε από την χαρά του. Χαιρέτησε την γοργόνα που με μια βουτιά χάθηκε στην γαλάζια απεραντοσύνη και γυρνώντας στον γέρο-Μάγο του είπε: Γρήγορα παππού. Γρήγορα να χαράξουμε την καινούρια πορεία μας και να πάμε να βρούμε τον πατέρα μου. Δεν άκουσες μας περιμένει σε κείνο το άγνωστο νησί. Ο γέρος χαμογέλασε με κατανόηση και τράβηξε για την γέφυρα. Σε λίγο τον ακολούθησε και ο Κωστάκης

Φτάσανε στην γέφυρα του πλοίου σχεδόν ταυτόχρονα. Το παιδί δεν έβλεπε την ώρα που θα διόρθωναν την πορεία τους και ακολουθώντας τις οδηγίες της γοργόνας θα έφταναν στο νησί που τους περίμενε ο πατέρας του. Άνοιξαν τον χάρτη και άρχισαν να χαράζουν την νέα τους πορεία. Τραβώντας τις γραμμές της πορείας τους κατέληξαν στο νησάκι που τους είπε η γοργόνα. Διάβασαν το όνομα του νησιού πάνω στον χάρτη. «Νησί της Ελπίδας». Παππού, παππού, είδες πως λένε το νησί που πηγαίνουμε; ο γέρο-Μάγος χαμογέλασε κάτω απ’ τα μουστάκια του. Και βέβαια ήξερε πως το έλεγαν το νησί. Αφού είχε βάλει κι αυτός το δαχτυλάκι του για να γίνουν τα πράγματα έτσι. Να έλθει δηλαδή η γοργόνα και να πει του Κωστάκη που θα έβρισκε τον πατέρα του. Είπαμε ήταν μάγος που μπορούσε να πάει όπου ήθελε, και αν και δεν μπορούσε να μεταφέρει μοναχός τους ανθρώπους, μπορούσε να τα καταφέρει αν τον βοηθούσε η επιθυμία κάποιου για αυτή την μεταφορά. Έτσι έγινε και τώρα. Διαβάζοντας βαθιά στην καρδιά του παιδιού την επιθυμία για τον ερχομό του πατέρα στο σπίτι, άρχισε τις μαγείες του.
Αφού ταξίδεψαν αρκετή ώρα, η Φαντασία που έκανε την βάρδια της και κοιτούσε το πέλαγος, αντίκρισε το νησί στο βάθος του ορίζοντα και άρχισε να φωνάζει: Νησί ίσα μπροστά μας. Νησί ίσα μπροστά μας. Κράτησαν σταθερή την πορεία τους και σε λίγο έμπαιναν στον μικρό όρμο του νησιού.
Δέσανε το καράβι τους στην ξύλινη προβλήτα του, και πριν καλά – καλά τελειώσουν όλες τους τις δουλειές, πρώτος ο Κωστάκης μετά ο Όνειρος και ύστερα ο γέρο-Μάγος βγήκαν στην στεριά. Άφησαν στο καράβι τους την Φαντασία να φυλάει αφού δεν εμπιστεύονταν γι αυτή τη δουλειά τον Όνειρο μετά από το νησί του Γρύπου που τον πείρε ο ύπνος. Μπαμπά, μπαμπά. Φώναξε γεμάτος λαχτάρα ο Κωστάκης. Μπαμπά που είσαι. Ήρθαμε με το καράβι να σε πάρουμε και να γυρίσουμε σπίτι.

Στο μεταξύ ο Θανάσης – ο πατέρας του Κωστάκη – όπως λέγαμε και στην αρχή της ιστορίας μας, αφού έστειλε το δέμα με το παιγνίδι του παιδιού στο νησί βρήκε την ευκαιρία μια και ήταν στον Πειραιά να περάσει από το ναυτιλιακό γραφείο του συμπατριώτη του, του καπτα Βασίλη. Του είχαν πει πως έφτιαχναν πλήρωμα για κάποιο από τα φορτηγά που είχε τελειώσει την επισκευή και ήταν έτοιμο να αρχίσει τα ταξίδια. Στο γραφείο εκείνη την ημέρα έτυχε να είναι ο ίδιος ο Πλοιοκτήτης, ο οποίος αφού ναυτολόγησε σαν Λοστρόμο, στο φορτηγό καράβι του «Ταξιάρχης» που θα έφευγε σε μερικές μέρες, έδωσε μια γερή προκαταβολή στον πατέρα του Κωστάκη. Οι Ελπίδες του Θανάση αναπτερώθηκαν και του ζέσταναν την καρδιά. Επειδή το πλοίο της γραμμής για το νησί του είχε φύγει, θα ταξίδευε την μεθεπόμενη που θα είχε πάλι καράβι για το νησί, να περάσει όσες μέρες του έμεναν μέχρι το μπάρκο με τους δικούς του ανθρώπους.

Εμείς είχαμε μείνει στο σημείο που ο Κωστάκης φώναζε τον πατέρα του όταν έφτασε στο νησί της Ελπίδας. Ο πατέρας του Κωστάκη άκουσε τις φωνές του παιδιού και πρόβαλε ανάμεσα από την συστάδα των δένδρων που στεφάνωναν την ακτή του νησιού της Ελπίδας.
- Κωστάκη, Κωστάκη. Φώναξε. Το παιδί γύρισε προς το μέρος της φωνής και αντίκρισε όλο χαρά τον πατέρα του.
Μπαμπά, μπαμπά. Έλα θα πάμε σπίτι φώναξε το παιδί και έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα του. Πατέρας και γιος δεν χόρταιναν να αγκαλιάζουν και να φιλούν ο ένας τον άλλον. Ο γέρο-Μάγος έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στον πατέρα του παιδιού, σαν να του έλεγε μη μαρτυρήσεις πως με ξέρεις, τσιμουδιά. Ο πατέρας του Κωστάκη έκανε πως έβλεπε τον γέρο-Μάγο καταστηματάρχη για πρώτη φορά. Ο Κωστάκης ανέλαβε να κάνει τις συστάσεις για να γνωριστούν μεταξύ τους. Αφού έγιναν οι συστάσεις όλοι μαζί μπήκαν στο καράβι και σηκώνοντας την άγκυρα ξεκίνησαν για το νησί του.
Μετά από ταξίδι μιας ολόκληρης νύχτας χωρίς άλλα απρόοπτα το καράβι τους έφτασε στο λιμάνι της Κάσου. Ο Κωστάκης έδωσε τις τελευταίες οδηγίες στο πλήρωμα του και βγήκε με τον πατέρα του στην στεριά, και τράβηξαν μαζί αγκαλιασμένοι τον ανήφορο για το μικρό σπιτάκι τους με τα γαλάζια παράθυρα και την κόκκινη βουκαμβίλια στην αυλή.


Το δωμάτιο του παιδιού φωτίστηκε από το φως της μέρας που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Το παιδί κοιμόταν έχοντας στην αγκαλιά του το κόκκινο καραβάκι. Η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο συνοδευόμενη από μια αντρική φιγούρα.
-Ξύπνα αγόρι μου και γύρισε ο πατέρας σου. Το παιδί σηκώθηκε σαστισμένο ακόμα και κάτω από την επιρροή του ονείρου του.
- Το ξέρω μαμά πως γύρισε. Αφού τον βρήκα και τον έφερα μαζί μου στο σπίτι μας με το καράβι μου. Το έχω δεμένο εκεί στο λιμάνι. Όταν ο Κωστάκης συνήλθε από το απότομα κομμένο όνειρό του, έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα του που γύρισε στο νησί.
Ο Θανάσης θα μπαρκάριζε μετά από δέκα πέντε μέρες. Μέχρι στιγμής με μια προκαταβολή στην τσέπη, θα έκανε τις υπόλοιπες ημέρες με τους δικούς του στο νησί, και μετά θα έφευγε με το φορτηγό για να εξασφαλίσει τον επιούσιο της οικογένειας του. Έναν επιούσιο που όπως οι περισσότεροι Ναυτικοί θα τον έβρεχε με την αρμύρα της θάλασσας, τις δυσκολίες και τις αγωνίες της.
Τώρα όμως ήταν πάλι μαζί και οι ελπίδες τους για μια καλύτερη ζωή είχαν αναπτερωθεί και πάλι. Αυτό που έμεινε χαραγμένο στην καρδιά και το μυαλό του Κωστάκη είναι πως όταν κάτι το θέλεις με την καρδιά σου αληθινά, τότε αυτό πραγματοποιείται.

Δ.Σ.Π.

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

ΑΚΟΥΩ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ

Ακούω την κραυγή της θάλασσας
να με καλεί να με προσμένει
υγρή αγκαλιά να με λικνίσει
και να ζητά να νανουρίσει
τα πιο αρμυρά μου όνειρα

Τι ‘ναι για μένα το ταξίδι
είδος φυγής να είναι τάχα
ή μήπως η ανάγκη του Οδυσσέα
και ο νόστος της πατρίδας.
Ή του Ιάσωνα η αγάπη για εξερεύνηση.
Με την πρόφαση του γυρισμού ο πρώτος
και το χρυσόμαλλο το δέρας ο άλλος
μετέτρεψαν σε ναυτικούς δεινότατους
φοβισμένους και άθλιους τσοπάνους
κι οργώσανε την άγονη τη θάλασσα

Νομίζω είναι όλα αυτά μαζί και κάτι
Από την μυστική ουσία της θάλασσας
που θες δε θέλεις σε τραβά κοντά της
και σε κρατά δεσμώτη σκλάβο της
μα και ελεύθερο συνάμα να γυρίζεις
σου ανοίγει δρόμους και ορίζοντες
σου δείχνει πόλεις και ανθρώπους
παράξενες συνήθειες που έχουν
και γλώσσες περίεργες που μιλούν
έτσι όπως έλεγε ο ποιητής ο Όμηρος

Ο Καββαδίας την τραγούδησε
Και την αγάπησε πιστά με πάθος
Αυτός εγώ και το σινάφι όλο
Που βρέξαμε «τα πόδια μας»
Με τ.’ αλμυρό νερό της και που
ανασάναμε πρωί τη μυρωδιά της φύκης
ένα γινήκαμε μ’ αυτήν και μένουμε
δικοί της πάντα και δικιά μας
παντοτινό κρεβάτι μας η αγκαλιά της
τον ύπνο τον αξύπνητο θα μας κοίμηση

Ακούω την κραυγή της θάλασσας
να με καλεί να με προσμένει
υγρή αγκαλιά να με λικνίσει
και να ζητά να νανουρίσει
τα πιο αρμυρά μου όνειρα

Δ.Σ.Π.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

ΟΤΑΝ ΤΟ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟ ΦΛΑΜΕΝΚΟ

Νύχτες της μοναξιάς κι ο πόνος πληγώνει
τα ξεχασμένα τριαντάφυλλα στο τραπέζι
Τα μεγάλα σου μάτια σκοτεινά να μετρούν
της απουσίας και της αγρύπνιας το μέγεθος
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο.

Της κιθάρας και του τρίχορδου ο λυγμός
η φωνή, η ικεσία, του Manolo ή του Στέλιου
Τα ανοιχτά χέρια σου και το πήδημα στο κενό
ο ρυθμικός κτύπος των τακουνιών στο πατάρι
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο

Σκοτεινό και υγρό κουτούκι στο Πέραμα
μπουζούκι καημός, στο ποτήρι ρακί και ελιά
La Carboneria στη Seville, κρασί σαν το αίμα
Ο Horge el Griego να μετρά την ζωή του ξανά
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο

Ρυθμοί που πονούν τραγούδια που κλαίνε
Bouleria, ή ρυθμός 9/8 το αχ είναι ίδιο
Τα δάχτυλα που κροτούν, κρατούν το ρυθμό
Χέρια κτυπούν ρυθμικά, του λυγμού συνοδεία
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο

Μη μετράς το μακριά και την απόσταση
Μη κοιτάς που οι γλώσσες δεν μοιάζουν
Του έρωτα η φωτιά και η σκιά της απουσία
Ίδιο πονάει σε Ισπανία και Ελλάδα γι’ αυτό
Το ζεϊμπέκικο συναντά το φλαμένκο.

Δ.Σ.Π.