Μια φορά κι έναν καιρό μέσα σε ένα καταπράσινο δάσος κοντά στην κορυφή ενός ψηλού βουνού, ζούσε τα παλιά χρόνια μια παρέα μικροκαμωμένων και παιγνιδιάρικων ξωτικών. Όλη μέρα παιγνίδι και σκανταλιά, ανέμελα και όμορφα. Έτσι περνούσαν την ζωή τους εκεί, μέχρι την στιγμή, που ο Άρχοντας της κορυφής, ξύπνησε μια μέρα θυμωμένος, σκουντούφλης και με τρομερούς πόνους στο στομάχι.
Είχε φάει από βραδύς πολλά γλυκά και καραμέλες, γιατί ήταν τρομερά λιχούδης, κι όλη τη νύχτα στριφογυρνούσε στον ύπνο του ανήσυχος.
«Βρε τι τα ήθελα τόσα πολλά γλυκά» μονολογούσε στριφογυρνώντας ανήσυχος.
Φώναξε λοιπόν τους βοηθούς και τους υπηρέτες του και τους είπε ότι επειδή δεν αισθανότανε καλά, δεν ήθελε να τον ενοχλήσει κανείς. Τους διέταξε μάλιστα να πάνε σε όλη τη γύρω περιοχή και να συστήσουνε στα ζώα και τα ξωτικά, να κάνουν ησυχία, γιατί αυτός λέει δεν ήθελε να ακούσει το παραμικρό κιχ.
Αυτά είπε και πήγε να πιει τα γιατροσόφια που του έφτιαξαν οι γιατροί του για να συνέλθει.
Στο δάσος των ξωτικών στο μεταξύ, τίποτα δε μαρτυρούσε τα γεγονότα που είχαν συμβεί και αυτά που θα ακολουθούσαν. Όλα έδειχναν πως και σήμερα θα ήταν μια όμορφη και γελαστή μέρα, γεμάτη παιγνίδι και χαρά όπως και οι προηγούμενες μέρες.
Σαν φτάσανε οι υπηρέτες του Άρχοντα της κορυφής στα γύρω μέρη μεταφέροντας την διαταγή του στα ζώα τα πουλιά και τα ξωτικά όλοι σώπασαν και σταμάτησαν κάθε δουλειά που θα μπορούσε να ενοχλήσει τον άρρωστο Άρχοντα.
Όλοι και όλα; όχι δα. Ένα μικρούλικο ξωτικό που είχε πάει να μαζέψει ξύλα, δεν άκουσε την διαταγή και γυρίζοντας φορτωμένο στο σπιτάκι του τραγουδούσε ένα εύθυμο τραγουδάκι, τόσο δυνατά, που έφτασε μέχρι τα αυτιά του Άρχοντα της κορυφής, που εκείνη την ώρα, ανακουφισμένος λιγάκι από τα γιατρικά των γιατρών του, ετοιμάζονταν να κοιμηθεί.
Έτσι λοιπόν όπως ήταν έτοιμος να τον γλυκοπάρει ο ύπνος, έφτασε στα αυτιά του το τραγούδι του μικρού ξωτικού, σαν ένας δυνατός θόρυβος που του διέκοψε τον ύπνο και του θύμισε τον πόνο στο στομάχι του.
Θύμωσε πολύ, άστραψε και βρόντηξε. Διέταξε τους υπηρέτες του λοιπόν, να του φέρουν τον θορυβοποιό μπροστά του για να τον τιμωρήσει.
Φύγανε γρήγοροι σαν τον άνεμο οι υπηρέτες του και σε λίγο του έφερναν μπροστά του τον μικρό απείθαρχο, που ούτε το φορτίο του δεν είχε προλάβει να ξεφορτώσει και έτσι παρουσιάστηκε μπροστά στον Άρχοντα της κορυφής με τα ξύλα στην πλάτη.
- Εσύ είσαι βρε ο ταραχοποιός, που δεν σέβεσαι ούτε την αρρώστια, ούτε και την επιθυμία μου; ρώτησε αγριεμένος το μικρό ξωτικό.
-Συγχώρησε με Άρχοντα μου. Δεν ήξερα ούτε για την αρρώστια σου, αλλά ούτε για την διαταγή σου. Είχα πάει να μαζέψω ξύλα για το τζάκι μου και έλειπα από το χωριό. Έτσι δεν άκουσα τους απεσταλμένους σου. Όμως για πες μου τι έχεις και ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω.
Ο Άρχοντας παρά τους πόνους και την αρρώστια του, γέλασε με την αφέλεια του μικρού ξωτικού.
-Τι μπορείς να κάνεις εσύ όταν οι καλύτεροι γιατροί μου και τα γιατροσόφια τους, δεν κατάφεραν να μου κάνουν τίποτα;
Το μικρό ξωτικό που πήρε θάρρος βλέποντας τη διάθεση του Άρχοντα για κουβέντα, σήκωσε τα μάτια του, τον κοίταξε και του αποκρίθηκε:
-Ο θείος μου που είναι γιατρός στα ξωτικά, μου έδειξε κάποια από τα μυστικά της τέχνης του. Πιστεύω λοιπόν Άρχοντά μου ότι αν με εμπιστευτείς, ίσως μπορέσω να σε βοηθήσω.
«Τι έχω να χάσω;» σκέφτηκε ο Άρχοντας της κορυφής. «ας τον αφήσω και αν δεν μου κάνει τίποτα η θεραπεία του, τον τιμωρώ αυστηρότερα.
Έτσι λοιπόν διέταξε τους γιατρούς του, να οδηγήσουν το μικρό ξωτικό στα εργαστήρια τους και να το βοηθήσουν στην παρασκευή του φαρμάκου.
Οι γιατροί στην αρχή δεν θέλανε. «ήρθε από το πουθενά αυτός ο μικρός, και δεν φτάνει που δεν τον τιμωρεί ο Άρχοντας για την φασαρία που έκανε και τον ξύπνησε, χαλώντας έτσι την θεραπεία που του συστήσαμε, μας βάζει και από πάνω να τον βοηθήσουμε, στα μαντζούνια του. Ποιοι; εμείς, που σπουδάσαμε στις καλύτερες σχολές Ιατρικής» σκέφτονταν, αλλά τι να κάνουν δεν μπορούσαν να μη συμμορφωθούν στη διαταγή του Άρχοντα, κι έτσι οδήγησαν το μικρό ξωτικό στο εργαστήριό τους.
Το μικρό ξωτικό άνοιξε μια σακούλα που είχε στον κόρφο του, κι έβαλε από μέσα μια πράσινη σκόνη, που την ανακάτεψε με λίγο νερό, μουρμουρίζοντας μαγικά ξόρκια και προσευχές, έτσι όμως που να μην ακούν οι γιατροί του Άρχοντα της κορυφής, όσο κι αν τέντωναν τα αυτιά τους. Αφού τέλειωσε, έβαλε το πράσινο υγρό σε ένα μπουκαλάκι και είπε στους γιατρούς να το οδηγήσουν μπροστά στον Άρχοντα.
Σαν βρέθηκε μπροστά του, έβαλε λίγο από το υγρό σε ένα σταγονόμετρο και έσταξε επτά σταγόνες, στο ανοιχτό στόμα του Άρχοντα, που ώσπου να πάρει χαμπάρι την γεύση του, το είχε καταπιεί.
-Κοιμήσου τώρα Άρχοντα μου και όταν ξυπνήσεις όχι μόνο δε θα πονάς, αλλά και δε θα θυμάσαι τίποτα.
Έτσι είπε το ξωτικό και ετοιμάστηκε να φύγει. Όμως οι φρουροί του Άρχοντα της κορυφής, που ήταν καχύποπτοι, εμπόδισαν το ξωτικό και το κράτησαν στο παλάτι, μέχρι να ξυπνήσει ο Άρχοντάς τους και να τους πει τι να κάνουν με αυτό.
Οι ώρες περνούσαν και ο Άρχοντας δεν έλεγε να ξυπνήσει. Κοιμόταν ένα ύπνο, πότε ανήσυχο, πότε χαμογελώντας ευτυχισμένος, πότε κλαίγοντας και πότε ροχαλίζοντας, κάνοντας έναν θόρυβο σαν μηχανή τραίνου. Οι φρουροί και οι γιατροί, κοιτούσαν το ξωτικό και σκεφτόντουσαν τις τιμωρίες που θα του έβαζαν αν πάθαινε τίποτα ο Άρχοντας τους.
Όμως για κακή τους τύχη και καλή τύχη του ξωτικού και του Άρχοντα, αυτός ξύπνησε χαμογελώντας και ελαφρύς σαν πουλάκι. Τέρμα ο πόνος και το βάρος στο στομάχι, τέρμα και η κακή διάθεση. Είχε ξεχάσει τελείως τους πόνους του και το μόνο που θυμόταν ήταν το μικρό ξωτικό που στέκονταν μπροστά του και τις πράσινες σταγόνες.
-Σωτήρα μου! Με έσωσες. Πες μου τι θέλεις να κάνω για σένα. Θέλεις να σου δώσω απ’ τα πλούτη μου, να σου δώσω ένα πύργο, πες μου τι θέλεις;
-Δεν θέλω τίποτα Άρχοντά μου. Το μόνο που θέλω είναι να είσαι καλός με όλους και να μη τρως πολύ και λαίμαργα το φαί σου, ούτε πολλά γλυκά και καραμέλες, για να μη σου ξαναπονέσει το στομάχι σου και χαλάσουν τα δόντια σου και πέσουν. Αυτά είπε το ξωτικό και ετοιμάστηκε να φύγει.
-Στάσου», πες μου τουλάχιστον το όνομα σου.
-Ζείδωρον με λένε. Ζείδωρον!
-Ζείδωρον; τι όνομα είναι αυτό;
-Ζείδωρον θα πει το δώρο της ζωής, γιατί όπου πάω κάνω μόνο καλό και βοηθάω τη ζωή να νικήσει την αρρώστια και το θάνατο.
Αυτά είπε το μικρό ξωτικό και πριν καλά, καλά προλάβει ο Άρχοντας να μιλήσει, χάθηκε από τα μάτια του έτσι όπως χάνονται από τα μάτια μας τα όνειρα όταν ξυπνάμε το πρωί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου