Χαρισμένο στον Ηλία
Γεια σας παιδιά. Πως περάσατε τις διακοπές σας; Όσοι πήγατε στην θάλασσα, και κάνατε βόλτες στην παραλία ίσως βρήκατε κάτι μικρά όστρακα που άδεια πια από τους ενοίκους τους τα ξεβράζει η θάλασσα στην ακτή. Μπορείτε με αυτά τα οστρακάκια παιδιά, να φτιάξετε βραχιόλια και κολιέ. Αν είστε κοριτσάκια να τα φορέσετε. Και αν είστε αγοράκια, μπορείτε να τα χαρίσετε στην μητέρα σας ή στην αδελφή σας. Σε αυτά λοιπόν τα οστρακάκια ζουν κάτι μικρά καβουράκια που τα λένε Ερημίτες.Για ένα τέτοιο μικρό καβουράκι θα σας πω. Άκουσα την ιστορία του κάποιο απόγευμα να την διηγείται ένα δελφίνι στα μικρά του, και επειδή μου άρεσε πολύ θέλω να την μοιραστώ μαζί σας. Το καβουράκι της ιστορίας μας το λένε Κοσμά Ερημίτη.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης λοιπόν, ζούσε σε ένα μικρό κρυφό ορμίσκο. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, αφού έκανε την τουαλέτα του και καθάριζε το όστρακο του, έτρωγε το πρωϊνό του που το αποτελούσαν κάτι μικρά αόρατα σε μας ζωάκια που τα λένε πλαγκτόν. - Εμείς μπορούμε να τα δούμε μονάχα το βράδυ σαν μικρά αστεράκια που λαμπιρίζουν όταν ταραχτεί το ήσυχο νερό της θάλασσας -. Καμιά φορά έτρωγε και πρασινάδα από τις πέτρες του βυθού. Έπειτα έκανε την καθημερινή του βόλτα στον βραχώδη βυθό της περιοχής του, και παρατηρούσε με τα έκπληκτα μάτια του την κίνηση στην θάλασσα, μέχρι εκεί που έβλεπε φυσικά.Άκουγε από μακριά τον θόρυβο από τις προπέλες των μικρών και μεγάλων καραβιών που περνούσαν ανοιχτά και τα καΐκια και τις βάρκες που πήγαιναν για ψάρεμα.
Καμιά φορά η σκιά της βάρκας κάποιου ψαρά σκίαζε το φως στον βυθό. Αυτό τον έκανε να τρομάζει και να κρύβεται στο όστρακο του.Μια τέτοια βάρκα άραξε στην παραλία του μια μέρα. Ο ψαράς που ήταν μέσα, άρχισε να ξεψαρίζει τα δίχτυα του. Ότι ήταν άχρηστο για τους ανθρώπους και είχε πιαστεί στα δίχτυα το πετούσε στην θάλασσα. Ανάμεσα στην τραγάνα και τα φύκια έπεσε στο νερό και μια μικρή τσιπούρα. Ένα τόσο δα ψαράκι που είτε ξέφυγε από το μάτι του διχτυού είτε δεν το θελε ο ψαράς και το πέταξε στην θάλασσα.
Το ψαράκι ζαλισμένο στην αρχή από το πολύ οξυγόνο της στεριάς που είχε αναπνεύσει έπλεε με την κοιλίτσα του προς τα πάνω στην επιφάνεια του νερού. Σιγά – σιγά βρίσκοντας την ανάσα του έκανε χαμένο και έξω από τα νερά του όπως λέμε, κάποιους κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Σε λίγο γύρισε κανονικά και άρχισε να κουνά δειλά την ουρίτσα του και τα πτερύγια του πηγαίνοντας σταδιακά προς τον φιλόξενο βυθό.Ήταν τέτοια ακόμα η ζαλάδα του που κατεβαίνοντας δεν πρόσεξε τον κρυμμένο στο όστρακο του Κοσμά τον Ερημίτη και χτύπησε το κεφάλι του, κάνοντας ένα μεγάλο καρούμπαλο.
- Ωχ κάπου χτύπησα και με πονάει το κεφαλάκι μου. Τι τσαπατσούληδες που είναι μερικοί. Πετούν τα πράγματα του όπου βρουν. Γύρισε και είδε το όστρακο.
-Έ απρόσεχτε φώναξε στον Κοσμά τον Ερημίτη δεν βλέπεις μπροστά σου έπεσες επάνω μου.
- Εσύ έπεσες επάνω μου είπε ο Κοσμάς ο Ερημίτης βγάζοντας από το όστρακο δειλά – δειλά τις κεραίες που πάνω τους ήταν τα μάτια του. Δεν φτάνει που είσαι απρόσεκτη φωνάζεις κι από πάνω. Είπε θυμωμένος. Το ψαράκι άρχισε να κλαίει με παράπονο και να του λέει:
- Είσαι κακός και γι αυτό με μαλώνεις. Εμένα, που μόλις γλίτωσα την ζωή μου από τον ψαρά, και που μακριά από την μαμά μου δεν έχω ιδέα που βρίσκομαι.
Του Κοσμά του Ερημίτη του έφευγε λίγο – λίγο ο θυμός και τον έπιασε συμπόνια για το μικρό χαμένο ψαράκι. Άσε που ήταν και το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που έβλεπε από τότε που μια περαστική καραβίδα τον πληροφόρησε πως η θάλασσα δεν είναι μονάχα αυτό το μικρό κομμάτι νερού που κατοικεί, αλλά είναι απέραντη και δεν τελειώνει ποτέ. Έχει μάλιστα τόσα πολλά ζώα και ψάρια και φυτά, όσα δεν χωράει το μυαλουδάκι του. Από τότε ο Κοσμάς ο Ερημίτης είχε το όνειρο να ταξιδέψει στην απέραντη θάλασσα και να δει κι άλλους κόσμους εκτός από τον δικό του. Τώρα με τούτο το μικρό ψαράκι είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει δυο κουβέντες και να διασκεδάσει την μοναξιά του.
- Πως σε λένε και τι είσαι; ρώτησε το ψαράκι ο Κοσμάς ο Ερημίτης.
- Το όνομα μου είναι Σούλα και είμαι μια μικρή τσιπούρα.
- Μπορεί να γίνεις και μεγαλύτερη; ρώτησε την Σούλα την Τσιπούρα ο Κοσμάς ο Ερημίτης με απορία και φόβο.
- Ου… πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι είμαι τώρα. Η μαμά μου είναι δέκα φορές πιο μεγάλη από μένα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης θυμήθηκε πως ψάρια σαν την Σούλα την Τσιπούρα τρέφονταν με καβουράκια του είδους του όταν τα έβρισκαν έξω από το όστρακο τους. Μπήκε γρήγορα όσο πιο βαθιά μπορούσε στο όστρακο του και της είπε με υπόκωφη από το βάθος της κρυψώνας του φωνή.
- Δεν πρέπει να σου μιλάω. Είσαι εχθρός, και μπορεί να με φας.
Η Σούλα η Τσιπούρα στεναχωρήθηκε με τον φόβο του καινούριου της φίλου και την έλλειψη της εμπιστοσύνης του.
- Είσαι χαζός. Του είπε πειραγμένη. Είσαι φίλος μου και πρέπει να με εμπιστευτείς. Οι φίλοι αγαπούν και εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο δεν τρώγονται μεταξύ τους. Και του γύρισε στα μούτρα την ουρά της.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης κατάλαβε το λάθος του, και έκανε χίλιες δυο προσπάθειες να την καλοπιάσει και να την πείσει πως ότι είπε το είπε από τον φόβο του και όχι γιατί το πίστευε.
- Να, της είπε, θα σου δείξω πως χορεύει ο ξάδερφός μου ο κάβουρας που ζει στα βράχια της ακτής. Εκείνος είναι μεγάλος και δεν φοβάται σαν εμένα γι αυτό καμία φορά τα βράδια βγαίνει και τρώει τα χορταράκια στα βράχια δίπλα στην θάλασσα. Και βγαίνοντας σχεδόν ολόκληρος έξω από το καβούκι του, άρχισε να περπατάει λοξά και να κάνει κάτι αστείους σάλτους.
Η Σούλα η Τσιπούρα, ξέχασε πως του είχε κακιώσει και ξέσπασε σε γέλια. Αυτό ήταν. Τα δυο πλάσματα της θάλασσας είχαν ξαναγίνει φίλοι. Όλο το βράδυ τα δυο μικρά ζωάκια κοιμήθηκαν μαζί. Η μικρή τσιπούρα φοβόταν από την έλλειψη της μητέρας της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί μοναχή της. Έτσι αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κοσμά του Ερημίτη κοιμήθηκε μαζί του, κρατώντας του την δαγκάνα με το πλαϊνό της πτερύγιο.
Το πρωϊνό βρήκε τα δυο ψαράκια να κοιμούνται ακόμα. Έτσι δεν κατάλαβαν την κυρία Ραλλού την Χειλού, ένα ψάρι που γίνεται μεγάλο σαν και τις τσιπούρες αλλά τα χείλια του είναι πιο πεταχτά από των άλλων ψαριών, και γι αυτό το ονομάζουνε χειλού. Η κυρία Ραλλού η Χειλού είχε βγει για το πρωϊνό της φαγητό και τυχαία είναι αλήθεια βρέθηκε στην περιοχή που κατοικούσε ο Κοσμάς ο Ερημίτης. Είδε με τα μεγάλα πεταχτά μάτια της τους δυο μικρούς φίλους μας και τους πλησίασε.
-Έ υπναράδες τους φώναξε. Δεν βαρεθήκατε να κοιμάστε ακόμα. Ο ήλιος ανέβηκε σχεδόν στην μέση του ουρανού και σεις κοιμόσαστε;
Οι δυο μικροί φίλοι μας ξύπνησαν. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Κοσμάς ο Ερημίτης μόλις είδε την κυρία Ραλλού τη Χειλού, ήταν να κρυφτεί στο βάθος του οστράκου του. Αλλά και η μικρή Σούλα η Τσιπούρα, δεν πήγαινε πίσω. Τρομαγμένη κρύφτηκε πίσω από το όστρακο του φίλου της, αλλά επειδή φαίνονταν και πίσω από την κρυψώνα της έκλεισε τα μάτια της να μη βλέπει την κυρία Ραλλού τη Χειλού, νομίζοντας ότι επειδή δεν έβλεπε αυτή, δεν θα την έβλεπαν και οι άλλοι. Η κυρία Ραλλού η Χειλού, ξέσπασε σε γέλια με την αφέλεια του μικρού ψαριού. Έπειτα σοβαρεύτηκε και τους είπε:
- Ελάτε, ελάτε κανείς δεν σα σας πειράξει. Μη φοβόσαστε. Ελάτε και θέλω να σας ρωτήσω κάτι.
Αφού τα δυο μικρά πλάσματα σταμάτησαν να κρύβονται, και βγήκαν στην αρχή δειλά αλλά με όλο και περισσότερο θάρρος μετά, καλημέρισαν με μια φωνή την κυρία Ραλλού τη Χειλού, χαμηλώνοντας με ντροπή για το προηγούμενο φέρσιμό τους τα μάτια.
- Καλημέρα μαντάμ.
- Δεν είμαι μαντάμ. Το όνομα μου είναι κυρία Ραλλού η Χειλού. Όπως καταλαβαίνεται και από το όνομα μου είμαι ψάρι και ανήκω σε εκείνο το είδος που οι άνθρωποι αποκαλούν χειλούδες, διαδίδοντας ψευδώς ότι έχουμε μεγάλα χείλια. Υπερβολές.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης και η Σούλα η Τσιπούρα, αισθάνθηκαν την ανάγκη να γελάσουν σε αυτά τα λόγια της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, αλλά θυμήθηκαν πως οι καλοί τρόποι δεν επιτρέπουν να γελάμε με τα λόγια των άλλων, ούτε και να τους κοροϊδεύουμε. Έτσι συγκράτησαν το γέλιο τους και της συστήθηκαν.
- Εγώ είμαι ο Κοσμάς ο Ερημίτης μίλησε πρώτα το καβουράκι. Όπως λέει και το όνομα μου ζω μοναχός μου σ’ αυτήν την παραλία, αν και τώρα τελευταία μας έφαγε ο συνωστισμός. Ωχ πάλι γκάφα έκανα σκέφτηκε όταν κατάλαβε τι είπε και κοίταξε την φίλη του να δει αν κατάλαβε τίποτα. Ευτυχώς η μικρή τσιπούρα δεν κατάλαβε τίποτα. Συστήθηκε και αυτή με την σειρά της:
- Καλημέρα. Είμαι η Σούλα η Τσιπούρα από την γειτονιά του μεγάλου ύφαλου. Και πριν προλάβει η κυρία Ραλλού η Χειλού να την ρωτήσει συμπλήρωσε: Έφτασα εδώ επειδή ξέφυγα από το δίχτυ κάποιου ψαρά που με είχε πιάσει, και ήρθε σε αυτή την μεριά της θάλασσας να ξεψαρίσει. Έτσι βρέθηκα εδώ και ευτυχώς που βρήκα τον καινούριο μου φίλο τον Κοσμά τον Ερημίτη, και πέρασα την νύχτα σε αυτό το άγνωστο μέρος χωρίς να φοβάμαι.
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ο Κοσμάς ο Ερημίτης ένοιωσε να μετανιώνει για τα λόγια που είπε πριν αλλά και να φουσκώνει από υπερηφάνεια. Δεν είναι δα και μικρό πράγμα να είσαι ένα από τα πιο δειλά ζώα και ξαφνικά να βρίσκεται κάποιος να μη φοβάται, μόνο και μόνο γιατί είσαι μαζί του και σε κρατά όταν κοιμάται από το χέρι. Έ… την δαγκάνα θέλω να πω. Η κυρία Ραλλού η Χειλού γούρλωσε κι άλλο τα μάτια της.
- Ποια είπες πως είσαι φώναξε.
- Η Σούλα η Τσιπούρα γιατί; της απάντησε το ψαράκι με απορία για την αντίδραση της όταν της είπε το όνομα της.
- Η Σούλα η Τσιπούρα… μήπως είσαι κόρη της κυρίας Κούλας της Τσιπούρας; ρώτησε το μικρό ψαράκι.
- Ναι κόρη της είμαι γιατί; Ρώτησε με την σειρά της η Σούλα η Τσιπούρα την κυρία Ραλλού τη Χειλού.
- Τι γιατί βρε άμυαλο παιδί. Η μαμά σου έχει φάει τον κόσμο να σε ζητάει κλαίει και οδύρεται όλη την μέρα κι εσύ ρωτάς γιατί; έβαλε τις φωνές η κυρία Ραλλού η Χειλού. Αλλά έτσι είσαστε εσείς τα παιδιά. Μόλις βρείτε ευκαιρία ξεπορτίζετε και δεν σας μέλει αν οι γονείς σας ανησυχούν και σας γυρεύουν.
Στο άκουσμα αυτού του μαλώματος δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Σούλας της Τσιπούρας.
- Με ζητάει η μαμά μου… γρήγορα να φύγω να πάω κοντά της. Γεια σου Κοσμά Ερημίτη για σας κυρία Ραλλού Χειλού. Φεύγω… τρέχω… πάω στην μαμά μου. Και ‘δωσε μια δυνατή με την ουρά της στο νερό για να φύγει. Η κυρία Ραλλού η Χειλού, την έπιασε από το πλαϊνό πτερύγιο και την σταμάτησε.
- Έ, βιαστικό πλάσμα… περίμενε. Που πας. Ξέρεις τον δρόμο για τον μεγάλο ύφαλο; περίμενε θα πάμε μαζί. Και γυρίζοντας στον Κοσμά τον Ερημίτη τον ρώτησε:
- Δεν έρχεσαι και συ μαζί μας Κοσμά Ερημίτη. Δεν βαρέθηκες να είσαι συνέχεια μοναχός σου και να μην έχεις κάποιον για παρέα. Να μιλάς μαζί του να παίζεις μαζί του, να του λες τα σχέδια σου;
Το μικρό καβουράκι έμεινε σκεπτικό. Η αλήθεια είναι πως είχε βαρεθεί την μοναξιά και μάλιστα τώρα που γνώρισε την καινούρια του φίλη την Σούλα την Τσιπούρα, η επιθυμία του για παρέα και μάλιστα μαζί της γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο φόβος του όμως για το άγνωστο και για την απεραντοσύνη που απλώνονταν μπροστά του τον έκαναν να το σκέπτεται. Δεν είναι μικρό πράγμα άλλωστε να παρατάς τον τόπο που μεγάλωσες και να ξενιτεύεσαι σε άλλους άγνωστους τόπους. Έπειτα ήταν και μια άλλη δυσκολία. Μεγαλύτερη ίσως από την προηγούμενη. Η δυσκολία της μετακίνησης. Δεν είναι εύκολο για ένα μικρό καβουράκι με κάτι ποδαράκια τόσα δα να διανύσει όλη αυτήν την απόσταση μέχρι τον μεγάλο ύφαλο με τους χιλιάδες κινδύνους στον δρόμο. Το πράγμα ήθελε μεγάλη σκέψη.
Όση ώρα σκεπτόταν ο φίλος της η μικρή Σούλα η Τσιπούρα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
- Έλα Κοσμά Ερημίτη, έλα μαζί μας. Θα δεις θα περνάμε ωραία. Όλη μέρα θα είμαστε μαζί. Θα παίζουμε, θα μιλάμε, θα χορεύουμε… Έλα.
Ο μικρός μας φίλος ο Κοσμάς ο Ερημίτης την κοιτούσε αναποφάσιστος. Να πάει μαζί τους, ήτανε μια κουβέντα. Που να φύγει από την ήσυχη γωνιά του και να γυρεύει ταξίδια και περιπέτειες σε μεγάλους υφάλους και άλλα μέρη του βυθού. Ήτανε αυτός πλασμένος για τέτοια μεγάλα πράγματα; Αυτός ήθελε την ησυχία και την ασφάλεια του. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του, γύρισε και είπε στην φίλη του:
- Δεν μπορώ να έλθω μαζί σας Σούλα Τσιπούρα. Εμένα το σπίτι μου είναι εδώ. Άσε που το ταξίδι είναι μεγάλο και πως θα έλθω μέχρι εκεί. Πήγαινε εσύ που σε γυρεύει η μαμά σου και άσε με εμένα. Εγώ θα μείνω εδώ. Η Σούλα η Τσιπούρα έτοιμη ήταν πάλι να βάλει τα κλάματα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης βλέποντας την φίλη του δακρυσμένη, άλλαξε την απόφαση του. Καλά, καλά, μη κλαις θα έλθω κι εγώ μαζί αλλά θέλω να με βοηθήσετε γιατί δεν θα μπορέσω μόνος μου να φτάσω τόσο μακριά.
H κυρία Ραλλού η Χειλού έκανε μια σκέψη. Να βοηθήσει τον Κοσμά τον Ερημίτη στην μετακίνηση του, μεταφέροντας τον στο στόμα της. Υπήρχε μονάχα μια μικρή δυσκολία. Φοβόταν να μη ξεχαστεί και τον καταπιεί. Μη ξεχνάτε παιδιά πως για τα ψάρια σαν την κυρία Ραλλού τη Χειλού τα καβουράκια σαν τον Κοσμά τον Ερημίτη ήταν εξαιρετικός μεζές. Ιδιαίτερα όταν ήταν έξω από το όστρακό τους. Έτσι αυτή η ιδέα απορρίφθηκε, και από τους δυο μικρούς μας φίλους.
- Άλλο , άλλο τρόπο μεταφοράς κυρία Ραλλού Χειλού δεν έχετε να προτείνεται; ρώτησε η Σούλα η Τσιπούρα, που κάτι καταλάβαινε από την δυσκολία του εγχειρήματος, και τα σάλια που έβλεπε να τρέχουν απ’ το στόμα της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς.
- Έ τι άλλο τρόπο. Μη μου πεις πως θέλεις να τον κουβαλήσω και στην πλάτη μου;
- Αχ ναι κυρία Ραλλού Χειλού νομίζω ότι στην πλάτη σας θα είναι ένας άνετος τρόπος μεταφοράς του Κοσμά του Ερημίτη. Άσε που εκεί πάνω δεν θα κινδυνεύει να ξεχασθείτε και να τον κάνετε μια χαψιά. Είπε η Σούλα η Τσιπούρα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης άκουγε την συζήτηση των δύο ψαριών αμίλητος με μια ανησυχία είναι αλήθεια όταν άκουσε πως μπορούσε να τον κάνει μια χαψιά η κυρία Ραλλού η Χειλού.
- Δεν πάω πουθενά. Φώναξε. Δεν θέλω να με μεζεδιάσει η κυρία Ραλλού η Χειλού. Δεν πάω πουθενά.
Πάλι ετοιμάστηκε να βάλει τα κλάματα η Σούλα η Τσιπούρα. Που έβρισκε την ευκολία για κλάματα αυτό το κορίτσι. Μια μικρή αφορμή και έτοιμη ήταν να τα μπήξει. Για να μη τα πολυλογούμε, μετά από αρκετή κουβέντα και πολλές αντιρρήσεις αποφασίστηκε η μεταφορά του Κοσμά του Ερημίτη στην πλάτη της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, τουλάχιστον στην αρχή του ταξιδιού και μετά θα έβλεπαν.
Το ταξίδι στην πλάτη της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, καλά πήγαινε. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης κρατιόταν από το ραχιαίο πτερύγιο της και απολάμβανε το ταξίδι του. Τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τις καινούριες εικόνες που ξεδίπλωνε μπροστά του ο βυθός. Πυκνές συστάδες φυκιών που φιλοξενούσαν μέσα τους διάφορα ψάρια μεγάλα και μικρά. Κρυψώνες αλλά και τόποι φαγητού, για πολλά θαλάσσια όντα. Οι πολύχρωμες θαλάσσιες ανεμώνες κυμάτιζαν στον ρυθμό του κυματισμού και του θαλάσσιου ρεύματος τα πλοκάμια τους αναζητώντας τροφή. Ένας αστερίας πιο κει να προσπαθεί να ανοίξει ένα μύδι για το μεσημεριανό του φαγητό. Όμως παρακάτω όταν χρειάστηκε να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα, έπρεπε να περάσουν από μια μεγάλη κηλίδα που η αρχή της ήταν σε ένα μεγάλο καράβι που περνούσε εκείνη την ώρα. Φαίνεται πως κάποιος ασυνείδητος από το πλήρωμα του, σκέφτηκε να αδειάσει τα κήτη** του μηχανοστασίου του καραβιού στην ανοιχτή θάλασσα, με αποτέλεσμα να γεμίσει την περιοχή με λάδια και πετρέλαια.Οι τρεις φίλοι μας ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα.
Κατέβηκαν πιο βαθιά στην προσπάθεια τους να ανασάνουν στο καθαρό νερό και να μη εισπνεύσουν πετρέλαιο, γιατί θα πέθαιναν. Ευτυχώς γι αυτούς η κηλίδα δεν είχε απλωθεί ακόμα σε μεγάλη έκταση, και έτσι γλίτωσαν την ζωή τους.
- Τι περίεργα όντα που είναι αυτοί οι άνθρωποι, είπε η κυρία Ραλλού η Χειλού όταν κατάφερε να πάρει πάλι ανάσα. Μολύνουν την θάλασσα πετώντας μέσα της διάφορα πράγματα που τους είναι άχρηστα. Σκουπίδια, δηλητήρια, λάδια και πετρέλαια. Θα έλεγε κανείς πως βάλθηκαν να εξοντώσουν όλα τα πλάσματα που ζουν σε αυτήν. Και μη νομίζεται ότι και τον αέρα που ανασαίνουν τον προσέχουν. Μια φορά άκουσα από έναν γλάρο ότι έχουν κάτι μεγάλα σπίτια που τα λένε εργοστάσια. Αυτά λοιπόν τα εργοστάσια, εκτός από τα διάφορα υγρά λύματα που μολύνουν τις θάλασσες και τα ποτάμια, βγάζουν από κάτι μεγάλους σωλήνες μαύρους καπνούς στον ουρανό μολύνοντας και τον αέρα που αναπνέουν.
Τα δυο μικρά ζωάκια, άκουγαν με έκπληξη αλλά και λύπη την κυρία Ραλλού τη Χειλού, να τους διηγείται την καταστροφή που κάνουν οι άμυαλοι άνθρωποι στο περιβάλλον. Αλήθεια παιδιά εσείς δεν πετάτε φαντάζομαι τα σκουπίδια σας στην παραλία ή την θάλασσα. Ούτε και στην εξοχή όταν πηγαίνετε εκδρομές να αφήνεται σακούλες με σκουπίδια. Όλα αυτά κάνουν κακό στο περιβάλλον μας.
Βγήκαν και πάλι στην καθαρή θάλασσα. Κάποια στιγμή η παρέα μας συναντήθηκε με ένα μεγάλο χταπόδι που κοιτούσε μέσα από το θαλάμι του μη δει κανένα μεζέ να αρπάξει.
-Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό που κουβαλάς στην πλάτη σου κυρία Ραλλού Χειλού. Είπε το χταπόδι όταν είδε στην πλάτη του ψαριού τον Κοσμά τον Ερημίτη. Δεν κουράστηκες να το κουβαλάς αυτό το βάρος; Δώσε το σε μένα να σε βοηθήσω να ξεκουραστείς.
- Μπα δεν βαριέσαι κύριε Αντώνη Χταπόδι, δεν κουράστηκα καθόλου. Είναι τόσο ελαφρύς ο Κοσμάς ο Ερημίτης που ούτε καταλαβαίνω ότι τον κουβαλάω. Είπε η κυρία Ραλλού η Χειλού, καταλαβαίνοντας τους σκοπούς του Αντώνη του Χταπόδι. Και συμπλήρωσε: Άλλωστε δεν τον έφερα μέχρι εδώ για την χάρη σου.
Ο Αντώνης ο Χταπόδης, όταν είδε ότι με τις μαλαγανιές δεν έβγαζε τίποτα, άφησε το γλυκό ύφος, και άπλωσε το ένα από τα οκτώ πλοκάμια του να πιάσει τον Κοσμά τον Ερημίτη. Με ένα σπάσιμο της μέσης η κυρία Ραλλού η Χειλού απέφυγε το χταπόδι. Ευλύγιστη παρά το πάχος της. Ο Αντώνης ο Χταπόδης θύμωσε περισσότερο και αμολώντας μελάνι επιτέθηκε και πάλι. Παρά λίγο να τα καταφέρει αυτή την φορά. Η άκρη του πλοκαμιού του άγγιξε το όστρακο του Κοσμά του Ερημίτη. Ευτυχώς τον έσωσε και πάλι η ευλυγισία της κυρίας Ραλλού της Χειλούς, και το ότι κρατιόταν με όλη του τη δύναμη από το ραχιαίο πτερύγιο του ψαριού.
Ο Αντώνης ο Χταπόδης ετοιμάστηκε να επιτεθεί και πάλι. Όμως για καλή τύχη των φίλων μας και ιδιαίτερα του Κοσμά του Ερημίτη, τους έσωσε αυτή την φορά η εμφάνιση μιας σμέρνας, που παίρνοντας χαμπάρι την φασαρία που γινόταν έβγαλε το κεφάλι της από την τρύπα της και κοιτούσε με ενδιαφέρον την σκηνή. Όπως θα ξέρετε παιδιά τα χταπόδια είναι ο καλύτερος μεζές για τις σμέρνες. Όταν λοιπόν ο Αντώνης ο Χταπόδης είδε την σμέρνα με την άκρη του ματιού του και αισθάνθηκε τον κίνδυνο, παράτησε τους φίλους μας και κρύφτηκε γρήγορα-γρήγορα στο θαλάμι του. Καλύτερα νηστικός σκέφτηκε, παρά φαγωμένος.
Όλη αυτή την ώρα ο Κοσμάς ο Ερημίτης είχε κλειστεί στο όστρακό του και το μόνο που περίσσευε, ήταν οι δυο δαγκάνες του που κρατούσαν τόσο σφιχτά το πτερύγιο της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, που όταν σταμάτησε η μάχη με τον Αντώνη τον Χταπόδι και το άφησε είδαν ένα μεγάλο σημάδι επάνω του από δαγκάνες.
Όσο για την φίλη μας την Σούλα την Τσιπούρα, όταν ξεπέρασε τον αρχικό φόβο της που έκανε τα δόντια της να χτυπούν δυνατά, άρχισε να γυρνά γύρω, γύρω από το σημείο της μάχης και ξεφωνίζοντας σαν Ινδιάνος πολεμιστής έδινε κουράγιο στην κυρία Ραλλού την Χειλού.
- Προσοχή! Έρχεται από δεξιά. Όχι από κει. Ωχ, ωχ πλησιάζει το πλοκάμι του. Άντε και του ξεφύγαμε.
Οι φίλοι μας αφού ξεπέρασαν και το εμπόδιο του χταποδιού, αναστέναξαν με ανακούφιση. Έπλευσαν λίγο ακόμα και αντίκρισαν στο βάθος του νερένιου ορίζοντα να διαγράφεται ο όγκος του μεγάλου υφάλου.
- Φτάνουμε, φτάνουμε. Φώναξε με χαρά η Σούλα η Τσιπούρα μόλις είδε να πλησιάζουν στην γειτονιά της, και παρά την μεγάλη της χαρά που θα έβλεπε ξανά την μαμά της είχε και μια ανησυχία για την κατσάδα που θα έτρωγε από αυτήν γιατί δεν την υπάκουσε και απομακρύνθηκε από κοντά της με αποτέλεσμα να πιαστεί στο δίχτυ του ψαρά όπως θα θυμόσαστε παιδιά.
Η κυρία Κούλα η Τσιπούρα ειδοποιημένη από τους γείτονες για την επιστροφή της κόρης της στα πατρικά νερά, ήτανε όλο χαρά. Δεν είναι και μικρό πράγμα να επιστρέφει το παιδί σου στο σπίτι αφού γλίτωσε την ζωή του από τα δίχτυα του ψαρά και το τηγάνι.
Όμως έπρεπε να βάλει και μυαλό στην μικρή ανυπάκουη κόρη της για να μη ξανακάνει τέτοια πράγματα και τους κάνει όλους στο σπίτι άνω κάτω με τα καμώματά της.
Έτσι μόλις η μικρή παρέα έφτασε στον μεγάλο ύφαλο και αντίκρισε την κόρη της έκρυψε την χαρά της και πήρε αυστηρό ύφος.
- Που ήσουνα παλιόπαιδο και κατατρομάξαμε; νομίζαμε ότι σε χάσαμε για πάντα και πως δεν θα σε βλέπαμε πια.
Η μικρούλα Σούλα Τσιπούρα κατέβασε το κεφάλι της και δεν μιλούσε. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε; η μητέρα της είχε δίκιο. Όμως επειδή η καρδιά της μάνας δεν μπορεί να κρατάει κακία του παιδιού της, η κυρία Κούλα η Τσιπούρα άνοιξε τα δυο της πτερύγια και έσφιξε στην αγκαλιά της την μικρή άσωτη, που επέστρεψε στο σπίτι.
Τότε μόνο πρόσεξε την κυρία Ραλλού την Χειλού και τον μικρούλι τον Κοσμά τον Ερημίτη.
- Ευχαριστώ γειτόνισσα που την βρήκες και μου την έφερες. Σου χρωστάω μεγάλη χάρη για το καλό που έκανες στην οικογένεια μου. Σε ευχαριστώ. Είπε στην κυρία Ραλλού την Χειλού συγκινημένη.
- Τι λες κυρά γειτόνισσα. Της απάντησε η κυρία Ραλλού η Χειλού. Υποχρέωσή μου. Κάθε καλός γείτονας θα έκανε ότι έκανα εγώ.
Η κυρία Κούλα η Τσιπούρα γύρισε προς το μέρος του Κοσμά του Ερημίτη, που έτσι όπως δεν του έδινε κανείς σημασία μέχρι εκείνη την ώρα είχε κι όλα μετανιώσει που άφησε την ακτή του και ακολούθησε τα δυο ψάρια. Καθόταν μουτρωμένος και σκεφτικός.
- Κι αυτός ποιος είναι αυτός; Ρώτησε την κόρη της η κυρία Κούλα η Τσιπούρα, δείχνοντας τον Κοσμά τον Ερημίτη.
- Αυτός μαμά είναι ο φίλος μου ο Κοσμάς ο Ερημίτης. Αυτός με βοήθησε να περάσω τη νύχτα όταν βρέθηκα σε κείνο το άγνωστο μέρος που είχε το σπίτι του. Μου έκανε παρέα και έτσι δεν φοβόμουνα, μέχρι που μας βρήκε η κυρία Ραλλού η Χειλού και μας έφερε.
Ο φίλος μας ο Κοσμάς ο Ερημίτης χαμογελούσε αμήχανα όση ώρα η μικρή Σούλα η Τσιπούρα εξηγούσε στην μητέρα της τα του Κοσμά Ερημίτη.
- Τότε πρέπει να ευχαριστήσω και τον φίλο μας από δω. Είπε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα και γυρίζοντας προς το μέρος του Κοσμά του Ερημίτη: Σε ευχαριστώ και σένα παιδί μου που βοήθησες στην διάσωση της κόρης μου. Αλλά τι καθόμαστε εδώ έξω και μιλάμε τόση ώρα. Περάστε μέσα στο σπίτι να σας τρατάρω κανένα γλυκό, να σας ευχαριστήσω και να γιορτάσουμε μαζί την επιστροφή της μικρούλας μου Σούλας.
Αφού πέρασαν μέσα στην τρύπα του βράχου που ήταν το σπίτι της Σούλας της Τσιπούρας και της μητέρας της, και αφού τελείωσαν με τα τραταρίσματα και τις γιορτές, έπρεπε τώρα να δουν για την εγκατάσταση του νέου ενοίκου του μεγάλου υφάλου, και να του βρουν ελεύθερο μέρος γιατί στον μεγάλο ύφαλο υπήρχαν πολλοί Ερημίτες και έπρεπε να εγκατασταθεί κοντά τους αλλά όχι και να πάρει τον τόπο κάποιου άλλου.
- Θα βρω αύριο τον μεγάλο Ερημίτη που είναι Δήμαρχος στους Ερημίτες του υφάλου μας και έτσι θα έχεις Κοσμά Ερημίτη ένα δικό σου μέρος να εγκατασταθείς.. Είπε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα. Για σήμερα κοιμήσου στο σπίτι μας.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης την ευχαρίστησε και βιάστηκε να πάει να ξαπλώσει στην μεριά που του έστρωσε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα.
Την επόμενη μέρα, η Κυρία Κούλα η Τσιπούρα, συνοδευόμενη από τους δυο μικρούς μας φίλους, πήγε στην γειτονιά των Ερημιτών και βρήκε τον Δήμαρχό τους. Ο κύριος Δήμαρχος τους περίμενε στο γραφείο του φορώντας το καλό του όστρακο που γυάλιζε στο πρωινό φως. Είχε βάλει από βραδύς την γυναίκα του να του το γυαλίσει για να κάνει καλή εντύπωση στον νεοφερμένο. Πως ήξερε ότι το πρωί θα έχει επισκέψεις; μη ξεχνάτε πως το ήξερε και η κυρία Ραλλού η Χειλού, που έσπευσε να τον ειδοποιήσει για την καινούρια άφιξη. Σιγά μη το κρατούσε μυστικό.
Αφού τους υποδέχτηκε λοιπόν στο γραφείο του ο κύριος Δήμαρχος, καθάρισε τον λαιμό του με ένα βηχαλάκι και άρχισε τον λόγο της υποδοχής.
- Ε… χμ… Καλωσορίζουμε το νέο μέλος του Δήμου των Ερημιτών και του ανοίγουμε την αγκαλιά μας. Ο Δήμος των Ερημιτών αγαπητέ φίλε…. Και, και, και… Τελειωμό δεν είχε.
Πως άρεσε σε αυτό το ζωντανό να μιλά. Όταν άρχιζε τους λόγους ξεχνούσε να σταματήσει. Οι φίλοι μας περίμεναν με υπομονή το τέλος του Δημαρχικού παραληρήματος. Που θα πάει θα τελειώσει κάποια στιγμή σκέφτηκε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα. Πραγματικά μετά από αρκετή ώρα και αρκετά χασμουρητά έφτασε το τέλος της ομιλίας.
Ο κύριος Δήμαρχος αφού συμβουλεύτηκε τον χάρτη της περιοχής, βρήκε ένα ελεύθερο μέρος και το παραχώρησε στον Κοσμά τον Ερημίτη, που παρά τον φόβο που αισθανόταν για το νέο του ξεκίνημα στη ζωή ήταν και χαρούμενος όσο σκεφτόταν πως από δω και μπρος θα έχει παρέα. Οι τρεις φίλοι μας αφού τέλειωσαν με τον κύριο Δήμαρχο, πήγαν να βρουν το μέρος που όρισε για νέα κατοικία του Κοσμά του Ερημίτη, και να βοηθήσουν τον μικρό τους φίλο στην εγκατάσταση του.……………………………………………………………………………………
Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν. Μεγάλωσαν πια οι δυο μικροί μας φίλοι, ο Κοσμάς ο Ερημίτης και η Σούλα η Τσιπούρα. Όλο αυτό το διάστημα που πέρασε έκαναν επισκέψεις ο ένας στον άλλον. Τίποτα δεν σκίαζε την φιλία τους. Η Σούλα η Τσιπούρα ήταν τώρα μαμά και είχε δικά της παιδιά και οικογένεια.
Όσο για τον φίλο μας τον Κοσμά, εκείνος βρήκε μια όμορφη Ερημίτισσα και την παντρεύτηκε. Έκανε επί τέλους δική του οικογένεια και αποζημιώθηκε για την απόφαση που είχε πάρει να εγκαταλείψει την ακτή του και να έλθει να εγκατασταθεί στον μεγάλο ύφαλο.
Τώρα ήταν ευτυχισμένος. Είχε φίλους, είχε οικογένεια. Ίσως κάποια μέρα να γίνονταν και Δήμαρχος. Βλέπεται παιδιά όσο ωραία και να περνά κανείς μοναχός του, πάντα χρειάζεται και κάποιους άλλους μαζί του για να είναι ευτυχισμένος.
ΤΕΛΟΣ
* Πάγουρος ή Ευπάγουρος: Κοινό όνομα πολλών καρκινοειδών της οικογένειας των Παγουριδών, χαρακτηρίζονται από τις ασύμμετρες δαγκάνες και τη μαλακή κοιλιά. Οι πάγουροι προστατεύονται εισχωρώντας σε άδεια κοχύλια των Γαστεροπόδων. Συνηθισμένο στη Μεσογειακή θάλασσα το Eupagurus bernhardus (Βερνάρδος ο ερημίτης).
** Κήτος: μεγάλο ψάρι αλλά και το κατώτατο μέρος του πλοίου, που μαζεύονται όλα τα άχρηστα υγρά από τις διαφυγές των σωλήνων των μηχανημάτων ιδιαίτερα στους χώρους των μηχανοστασίων.
Γεια σας παιδιά. Πως περάσατε τις διακοπές σας; Όσοι πήγατε στην θάλασσα, και κάνατε βόλτες στην παραλία ίσως βρήκατε κάτι μικρά όστρακα που άδεια πια από τους ενοίκους τους τα ξεβράζει η θάλασσα στην ακτή. Μπορείτε με αυτά τα οστρακάκια παιδιά, να φτιάξετε βραχιόλια και κολιέ. Αν είστε κοριτσάκια να τα φορέσετε. Και αν είστε αγοράκια, μπορείτε να τα χαρίσετε στην μητέρα σας ή στην αδελφή σας. Σε αυτά λοιπόν τα οστρακάκια ζουν κάτι μικρά καβουράκια που τα λένε Ερημίτες.Για ένα τέτοιο μικρό καβουράκι θα σας πω. Άκουσα την ιστορία του κάποιο απόγευμα να την διηγείται ένα δελφίνι στα μικρά του, και επειδή μου άρεσε πολύ θέλω να την μοιραστώ μαζί σας. Το καβουράκι της ιστορίας μας το λένε Κοσμά Ερημίτη.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης λοιπόν, ζούσε σε ένα μικρό κρυφό ορμίσκο. Κάθε πρωί που ξυπνούσε, αφού έκανε την τουαλέτα του και καθάριζε το όστρακο του, έτρωγε το πρωϊνό του που το αποτελούσαν κάτι μικρά αόρατα σε μας ζωάκια που τα λένε πλαγκτόν. - Εμείς μπορούμε να τα δούμε μονάχα το βράδυ σαν μικρά αστεράκια που λαμπιρίζουν όταν ταραχτεί το ήσυχο νερό της θάλασσας -. Καμιά φορά έτρωγε και πρασινάδα από τις πέτρες του βυθού. Έπειτα έκανε την καθημερινή του βόλτα στον βραχώδη βυθό της περιοχής του, και παρατηρούσε με τα έκπληκτα μάτια του την κίνηση στην θάλασσα, μέχρι εκεί που έβλεπε φυσικά.Άκουγε από μακριά τον θόρυβο από τις προπέλες των μικρών και μεγάλων καραβιών που περνούσαν ανοιχτά και τα καΐκια και τις βάρκες που πήγαιναν για ψάρεμα.
Καμιά φορά η σκιά της βάρκας κάποιου ψαρά σκίαζε το φως στον βυθό. Αυτό τον έκανε να τρομάζει και να κρύβεται στο όστρακο του.Μια τέτοια βάρκα άραξε στην παραλία του μια μέρα. Ο ψαράς που ήταν μέσα, άρχισε να ξεψαρίζει τα δίχτυα του. Ότι ήταν άχρηστο για τους ανθρώπους και είχε πιαστεί στα δίχτυα το πετούσε στην θάλασσα. Ανάμεσα στην τραγάνα και τα φύκια έπεσε στο νερό και μια μικρή τσιπούρα. Ένα τόσο δα ψαράκι που είτε ξέφυγε από το μάτι του διχτυού είτε δεν το θελε ο ψαράς και το πέταξε στην θάλασσα.
Το ψαράκι ζαλισμένο στην αρχή από το πολύ οξυγόνο της στεριάς που είχε αναπνεύσει έπλεε με την κοιλίτσα του προς τα πάνω στην επιφάνεια του νερού. Σιγά – σιγά βρίσκοντας την ανάσα του έκανε χαμένο και έξω από τα νερά του όπως λέμε, κάποιους κύκλους γύρω από τον εαυτό του. Σε λίγο γύρισε κανονικά και άρχισε να κουνά δειλά την ουρίτσα του και τα πτερύγια του πηγαίνοντας σταδιακά προς τον φιλόξενο βυθό.Ήταν τέτοια ακόμα η ζαλάδα του που κατεβαίνοντας δεν πρόσεξε τον κρυμμένο στο όστρακο του Κοσμά τον Ερημίτη και χτύπησε το κεφάλι του, κάνοντας ένα μεγάλο καρούμπαλο.
- Ωχ κάπου χτύπησα και με πονάει το κεφαλάκι μου. Τι τσαπατσούληδες που είναι μερικοί. Πετούν τα πράγματα του όπου βρουν. Γύρισε και είδε το όστρακο.
-Έ απρόσεχτε φώναξε στον Κοσμά τον Ερημίτη δεν βλέπεις μπροστά σου έπεσες επάνω μου.
- Εσύ έπεσες επάνω μου είπε ο Κοσμάς ο Ερημίτης βγάζοντας από το όστρακο δειλά – δειλά τις κεραίες που πάνω τους ήταν τα μάτια του. Δεν φτάνει που είσαι απρόσεκτη φωνάζεις κι από πάνω. Είπε θυμωμένος. Το ψαράκι άρχισε να κλαίει με παράπονο και να του λέει:
- Είσαι κακός και γι αυτό με μαλώνεις. Εμένα, που μόλις γλίτωσα την ζωή μου από τον ψαρά, και που μακριά από την μαμά μου δεν έχω ιδέα που βρίσκομαι.
Του Κοσμά του Ερημίτη του έφευγε λίγο – λίγο ο θυμός και τον έπιασε συμπόνια για το μικρό χαμένο ψαράκι. Άσε που ήταν και το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που έβλεπε από τότε που μια περαστική καραβίδα τον πληροφόρησε πως η θάλασσα δεν είναι μονάχα αυτό το μικρό κομμάτι νερού που κατοικεί, αλλά είναι απέραντη και δεν τελειώνει ποτέ. Έχει μάλιστα τόσα πολλά ζώα και ψάρια και φυτά, όσα δεν χωράει το μυαλουδάκι του. Από τότε ο Κοσμάς ο Ερημίτης είχε το όνειρο να ταξιδέψει στην απέραντη θάλασσα και να δει κι άλλους κόσμους εκτός από τον δικό του. Τώρα με τούτο το μικρό ψαράκι είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει δυο κουβέντες και να διασκεδάσει την μοναξιά του.
- Πως σε λένε και τι είσαι; ρώτησε το ψαράκι ο Κοσμάς ο Ερημίτης.
- Το όνομα μου είναι Σούλα και είμαι μια μικρή τσιπούρα.
- Μπορεί να γίνεις και μεγαλύτερη; ρώτησε την Σούλα την Τσιπούρα ο Κοσμάς ο Ερημίτης με απορία και φόβο.
- Ου… πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι είμαι τώρα. Η μαμά μου είναι δέκα φορές πιο μεγάλη από μένα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης θυμήθηκε πως ψάρια σαν την Σούλα την Τσιπούρα τρέφονταν με καβουράκια του είδους του όταν τα έβρισκαν έξω από το όστρακο τους. Μπήκε γρήγορα όσο πιο βαθιά μπορούσε στο όστρακο του και της είπε με υπόκωφη από το βάθος της κρυψώνας του φωνή.
- Δεν πρέπει να σου μιλάω. Είσαι εχθρός, και μπορεί να με φας.
Η Σούλα η Τσιπούρα στεναχωρήθηκε με τον φόβο του καινούριου της φίλου και την έλλειψη της εμπιστοσύνης του.
- Είσαι χαζός. Του είπε πειραγμένη. Είσαι φίλος μου και πρέπει να με εμπιστευτείς. Οι φίλοι αγαπούν και εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο δεν τρώγονται μεταξύ τους. Και του γύρισε στα μούτρα την ουρά της.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης κατάλαβε το λάθος του, και έκανε χίλιες δυο προσπάθειες να την καλοπιάσει και να την πείσει πως ότι είπε το είπε από τον φόβο του και όχι γιατί το πίστευε.
- Να, της είπε, θα σου δείξω πως χορεύει ο ξάδερφός μου ο κάβουρας που ζει στα βράχια της ακτής. Εκείνος είναι μεγάλος και δεν φοβάται σαν εμένα γι αυτό καμία φορά τα βράδια βγαίνει και τρώει τα χορταράκια στα βράχια δίπλα στην θάλασσα. Και βγαίνοντας σχεδόν ολόκληρος έξω από το καβούκι του, άρχισε να περπατάει λοξά και να κάνει κάτι αστείους σάλτους.
Η Σούλα η Τσιπούρα, ξέχασε πως του είχε κακιώσει και ξέσπασε σε γέλια. Αυτό ήταν. Τα δυο πλάσματα της θάλασσας είχαν ξαναγίνει φίλοι. Όλο το βράδυ τα δυο μικρά ζωάκια κοιμήθηκαν μαζί. Η μικρή τσιπούρα φοβόταν από την έλλειψη της μητέρας της και δεν μπορούσε να κοιμηθεί μοναχή της. Έτσι αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη του Κοσμά του Ερημίτη κοιμήθηκε μαζί του, κρατώντας του την δαγκάνα με το πλαϊνό της πτερύγιο.
Το πρωϊνό βρήκε τα δυο ψαράκια να κοιμούνται ακόμα. Έτσι δεν κατάλαβαν την κυρία Ραλλού την Χειλού, ένα ψάρι που γίνεται μεγάλο σαν και τις τσιπούρες αλλά τα χείλια του είναι πιο πεταχτά από των άλλων ψαριών, και γι αυτό το ονομάζουνε χειλού. Η κυρία Ραλλού η Χειλού είχε βγει για το πρωϊνό της φαγητό και τυχαία είναι αλήθεια βρέθηκε στην περιοχή που κατοικούσε ο Κοσμάς ο Ερημίτης. Είδε με τα μεγάλα πεταχτά μάτια της τους δυο μικρούς φίλους μας και τους πλησίασε.
-Έ υπναράδες τους φώναξε. Δεν βαρεθήκατε να κοιμάστε ακόμα. Ο ήλιος ανέβηκε σχεδόν στην μέση του ουρανού και σεις κοιμόσαστε;
Οι δυο μικροί φίλοι μας ξύπνησαν. Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Κοσμάς ο Ερημίτης μόλις είδε την κυρία Ραλλού τη Χειλού, ήταν να κρυφτεί στο βάθος του οστράκου του. Αλλά και η μικρή Σούλα η Τσιπούρα, δεν πήγαινε πίσω. Τρομαγμένη κρύφτηκε πίσω από το όστρακο του φίλου της, αλλά επειδή φαίνονταν και πίσω από την κρυψώνα της έκλεισε τα μάτια της να μη βλέπει την κυρία Ραλλού τη Χειλού, νομίζοντας ότι επειδή δεν έβλεπε αυτή, δεν θα την έβλεπαν και οι άλλοι. Η κυρία Ραλλού η Χειλού, ξέσπασε σε γέλια με την αφέλεια του μικρού ψαριού. Έπειτα σοβαρεύτηκε και τους είπε:
- Ελάτε, ελάτε κανείς δεν σα σας πειράξει. Μη φοβόσαστε. Ελάτε και θέλω να σας ρωτήσω κάτι.
Αφού τα δυο μικρά πλάσματα σταμάτησαν να κρύβονται, και βγήκαν στην αρχή δειλά αλλά με όλο και περισσότερο θάρρος μετά, καλημέρισαν με μια φωνή την κυρία Ραλλού τη Χειλού, χαμηλώνοντας με ντροπή για το προηγούμενο φέρσιμό τους τα μάτια.
- Καλημέρα μαντάμ.
- Δεν είμαι μαντάμ. Το όνομα μου είναι κυρία Ραλλού η Χειλού. Όπως καταλαβαίνεται και από το όνομα μου είμαι ψάρι και ανήκω σε εκείνο το είδος που οι άνθρωποι αποκαλούν χειλούδες, διαδίδοντας ψευδώς ότι έχουμε μεγάλα χείλια. Υπερβολές.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης και η Σούλα η Τσιπούρα, αισθάνθηκαν την ανάγκη να γελάσουν σε αυτά τα λόγια της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, αλλά θυμήθηκαν πως οι καλοί τρόποι δεν επιτρέπουν να γελάμε με τα λόγια των άλλων, ούτε και να τους κοροϊδεύουμε. Έτσι συγκράτησαν το γέλιο τους και της συστήθηκαν.
- Εγώ είμαι ο Κοσμάς ο Ερημίτης μίλησε πρώτα το καβουράκι. Όπως λέει και το όνομα μου ζω μοναχός μου σ’ αυτήν την παραλία, αν και τώρα τελευταία μας έφαγε ο συνωστισμός. Ωχ πάλι γκάφα έκανα σκέφτηκε όταν κατάλαβε τι είπε και κοίταξε την φίλη του να δει αν κατάλαβε τίποτα. Ευτυχώς η μικρή τσιπούρα δεν κατάλαβε τίποτα. Συστήθηκε και αυτή με την σειρά της:
- Καλημέρα. Είμαι η Σούλα η Τσιπούρα από την γειτονιά του μεγάλου ύφαλου. Και πριν προλάβει η κυρία Ραλλού η Χειλού να την ρωτήσει συμπλήρωσε: Έφτασα εδώ επειδή ξέφυγα από το δίχτυ κάποιου ψαρά που με είχε πιάσει, και ήρθε σε αυτή την μεριά της θάλασσας να ξεψαρίσει. Έτσι βρέθηκα εδώ και ευτυχώς που βρήκα τον καινούριο μου φίλο τον Κοσμά τον Ερημίτη, και πέρασα την νύχτα σε αυτό το άγνωστο μέρος χωρίς να φοβάμαι.
Στο άκουσμα αυτών των λέξεων ο Κοσμάς ο Ερημίτης ένοιωσε να μετανιώνει για τα λόγια που είπε πριν αλλά και να φουσκώνει από υπερηφάνεια. Δεν είναι δα και μικρό πράγμα να είσαι ένα από τα πιο δειλά ζώα και ξαφνικά να βρίσκεται κάποιος να μη φοβάται, μόνο και μόνο γιατί είσαι μαζί του και σε κρατά όταν κοιμάται από το χέρι. Έ… την δαγκάνα θέλω να πω. Η κυρία Ραλλού η Χειλού γούρλωσε κι άλλο τα μάτια της.
- Ποια είπες πως είσαι φώναξε.
- Η Σούλα η Τσιπούρα γιατί; της απάντησε το ψαράκι με απορία για την αντίδραση της όταν της είπε το όνομα της.
- Η Σούλα η Τσιπούρα… μήπως είσαι κόρη της κυρίας Κούλας της Τσιπούρας; ρώτησε το μικρό ψαράκι.
- Ναι κόρη της είμαι γιατί; Ρώτησε με την σειρά της η Σούλα η Τσιπούρα την κυρία Ραλλού τη Χειλού.
- Τι γιατί βρε άμυαλο παιδί. Η μαμά σου έχει φάει τον κόσμο να σε ζητάει κλαίει και οδύρεται όλη την μέρα κι εσύ ρωτάς γιατί; έβαλε τις φωνές η κυρία Ραλλού η Χειλού. Αλλά έτσι είσαστε εσείς τα παιδιά. Μόλις βρείτε ευκαιρία ξεπορτίζετε και δεν σας μέλει αν οι γονείς σας ανησυχούν και σας γυρεύουν.
Στο άκουσμα αυτού του μαλώματος δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της Σούλας της Τσιπούρας.
- Με ζητάει η μαμά μου… γρήγορα να φύγω να πάω κοντά της. Γεια σου Κοσμά Ερημίτη για σας κυρία Ραλλού Χειλού. Φεύγω… τρέχω… πάω στην μαμά μου. Και ‘δωσε μια δυνατή με την ουρά της στο νερό για να φύγει. Η κυρία Ραλλού η Χειλού, την έπιασε από το πλαϊνό πτερύγιο και την σταμάτησε.
- Έ, βιαστικό πλάσμα… περίμενε. Που πας. Ξέρεις τον δρόμο για τον μεγάλο ύφαλο; περίμενε θα πάμε μαζί. Και γυρίζοντας στον Κοσμά τον Ερημίτη τον ρώτησε:
- Δεν έρχεσαι και συ μαζί μας Κοσμά Ερημίτη. Δεν βαρέθηκες να είσαι συνέχεια μοναχός σου και να μην έχεις κάποιον για παρέα. Να μιλάς μαζί του να παίζεις μαζί του, να του λες τα σχέδια σου;
Το μικρό καβουράκι έμεινε σκεπτικό. Η αλήθεια είναι πως είχε βαρεθεί την μοναξιά και μάλιστα τώρα που γνώρισε την καινούρια του φίλη την Σούλα την Τσιπούρα, η επιθυμία του για παρέα και μάλιστα μαζί της γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο φόβος του όμως για το άγνωστο και για την απεραντοσύνη που απλώνονταν μπροστά του τον έκαναν να το σκέπτεται. Δεν είναι μικρό πράγμα άλλωστε να παρατάς τον τόπο που μεγάλωσες και να ξενιτεύεσαι σε άλλους άγνωστους τόπους. Έπειτα ήταν και μια άλλη δυσκολία. Μεγαλύτερη ίσως από την προηγούμενη. Η δυσκολία της μετακίνησης. Δεν είναι εύκολο για ένα μικρό καβουράκι με κάτι ποδαράκια τόσα δα να διανύσει όλη αυτήν την απόσταση μέχρι τον μεγάλο ύφαλο με τους χιλιάδες κινδύνους στον δρόμο. Το πράγμα ήθελε μεγάλη σκέψη.
Όση ώρα σκεπτόταν ο φίλος της η μικρή Σούλα η Τσιπούρα καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα.
- Έλα Κοσμά Ερημίτη, έλα μαζί μας. Θα δεις θα περνάμε ωραία. Όλη μέρα θα είμαστε μαζί. Θα παίζουμε, θα μιλάμε, θα χορεύουμε… Έλα.
Ο μικρός μας φίλος ο Κοσμάς ο Ερημίτης την κοιτούσε αναποφάσιστος. Να πάει μαζί τους, ήτανε μια κουβέντα. Που να φύγει από την ήσυχη γωνιά του και να γυρεύει ταξίδια και περιπέτειες σε μεγάλους υφάλους και άλλα μέρη του βυθού. Ήτανε αυτός πλασμένος για τέτοια μεγάλα πράγματα; Αυτός ήθελε την ησυχία και την ασφάλεια του. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του, γύρισε και είπε στην φίλη του:
- Δεν μπορώ να έλθω μαζί σας Σούλα Τσιπούρα. Εμένα το σπίτι μου είναι εδώ. Άσε που το ταξίδι είναι μεγάλο και πως θα έλθω μέχρι εκεί. Πήγαινε εσύ που σε γυρεύει η μαμά σου και άσε με εμένα. Εγώ θα μείνω εδώ. Η Σούλα η Τσιπούρα έτοιμη ήταν πάλι να βάλει τα κλάματα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης βλέποντας την φίλη του δακρυσμένη, άλλαξε την απόφαση του. Καλά, καλά, μη κλαις θα έλθω κι εγώ μαζί αλλά θέλω να με βοηθήσετε γιατί δεν θα μπορέσω μόνος μου να φτάσω τόσο μακριά.
H κυρία Ραλλού η Χειλού έκανε μια σκέψη. Να βοηθήσει τον Κοσμά τον Ερημίτη στην μετακίνηση του, μεταφέροντας τον στο στόμα της. Υπήρχε μονάχα μια μικρή δυσκολία. Φοβόταν να μη ξεχαστεί και τον καταπιεί. Μη ξεχνάτε παιδιά πως για τα ψάρια σαν την κυρία Ραλλού τη Χειλού τα καβουράκια σαν τον Κοσμά τον Ερημίτη ήταν εξαιρετικός μεζές. Ιδιαίτερα όταν ήταν έξω από το όστρακό τους. Έτσι αυτή η ιδέα απορρίφθηκε, και από τους δυο μικρούς μας φίλους.
- Άλλο , άλλο τρόπο μεταφοράς κυρία Ραλλού Χειλού δεν έχετε να προτείνεται; ρώτησε η Σούλα η Τσιπούρα, που κάτι καταλάβαινε από την δυσκολία του εγχειρήματος, και τα σάλια που έβλεπε να τρέχουν απ’ το στόμα της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς.
- Έ τι άλλο τρόπο. Μη μου πεις πως θέλεις να τον κουβαλήσω και στην πλάτη μου;
- Αχ ναι κυρία Ραλλού Χειλού νομίζω ότι στην πλάτη σας θα είναι ένας άνετος τρόπος μεταφοράς του Κοσμά του Ερημίτη. Άσε που εκεί πάνω δεν θα κινδυνεύει να ξεχασθείτε και να τον κάνετε μια χαψιά. Είπε η Σούλα η Τσιπούρα. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης άκουγε την συζήτηση των δύο ψαριών αμίλητος με μια ανησυχία είναι αλήθεια όταν άκουσε πως μπορούσε να τον κάνει μια χαψιά η κυρία Ραλλού η Χειλού.
- Δεν πάω πουθενά. Φώναξε. Δεν θέλω να με μεζεδιάσει η κυρία Ραλλού η Χειλού. Δεν πάω πουθενά.
Πάλι ετοιμάστηκε να βάλει τα κλάματα η Σούλα η Τσιπούρα. Που έβρισκε την ευκολία για κλάματα αυτό το κορίτσι. Μια μικρή αφορμή και έτοιμη ήταν να τα μπήξει. Για να μη τα πολυλογούμε, μετά από αρκετή κουβέντα και πολλές αντιρρήσεις αποφασίστηκε η μεταφορά του Κοσμά του Ερημίτη στην πλάτη της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, τουλάχιστον στην αρχή του ταξιδιού και μετά θα έβλεπαν.
Το ταξίδι στην πλάτη της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, καλά πήγαινε. Ο Κοσμάς ο Ερημίτης κρατιόταν από το ραχιαίο πτερύγιο της και απολάμβανε το ταξίδι του. Τα μάτια του δεν χόρταιναν να βλέπουν τις καινούριες εικόνες που ξεδίπλωνε μπροστά του ο βυθός. Πυκνές συστάδες φυκιών που φιλοξενούσαν μέσα τους διάφορα ψάρια μεγάλα και μικρά. Κρυψώνες αλλά και τόποι φαγητού, για πολλά θαλάσσια όντα. Οι πολύχρωμες θαλάσσιες ανεμώνες κυμάτιζαν στον ρυθμό του κυματισμού και του θαλάσσιου ρεύματος τα πλοκάμια τους αναζητώντας τροφή. Ένας αστερίας πιο κει να προσπαθεί να ανοίξει ένα μύδι για το μεσημεριανό του φαγητό. Όμως παρακάτω όταν χρειάστηκε να βγουν στην ανοιχτή θάλασσα, έπρεπε να περάσουν από μια μεγάλη κηλίδα που η αρχή της ήταν σε ένα μεγάλο καράβι που περνούσε εκείνη την ώρα. Φαίνεται πως κάποιος ασυνείδητος από το πλήρωμα του, σκέφτηκε να αδειάσει τα κήτη** του μηχανοστασίου του καραβιού στην ανοιχτή θάλασσα, με αποτέλεσμα να γεμίσει την περιοχή με λάδια και πετρέλαια.Οι τρεις φίλοι μας ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα.
Κατέβηκαν πιο βαθιά στην προσπάθεια τους να ανασάνουν στο καθαρό νερό και να μη εισπνεύσουν πετρέλαιο, γιατί θα πέθαιναν. Ευτυχώς γι αυτούς η κηλίδα δεν είχε απλωθεί ακόμα σε μεγάλη έκταση, και έτσι γλίτωσαν την ζωή τους.
- Τι περίεργα όντα που είναι αυτοί οι άνθρωποι, είπε η κυρία Ραλλού η Χειλού όταν κατάφερε να πάρει πάλι ανάσα. Μολύνουν την θάλασσα πετώντας μέσα της διάφορα πράγματα που τους είναι άχρηστα. Σκουπίδια, δηλητήρια, λάδια και πετρέλαια. Θα έλεγε κανείς πως βάλθηκαν να εξοντώσουν όλα τα πλάσματα που ζουν σε αυτήν. Και μη νομίζεται ότι και τον αέρα που ανασαίνουν τον προσέχουν. Μια φορά άκουσα από έναν γλάρο ότι έχουν κάτι μεγάλα σπίτια που τα λένε εργοστάσια. Αυτά λοιπόν τα εργοστάσια, εκτός από τα διάφορα υγρά λύματα που μολύνουν τις θάλασσες και τα ποτάμια, βγάζουν από κάτι μεγάλους σωλήνες μαύρους καπνούς στον ουρανό μολύνοντας και τον αέρα που αναπνέουν.
Τα δυο μικρά ζωάκια, άκουγαν με έκπληξη αλλά και λύπη την κυρία Ραλλού τη Χειλού, να τους διηγείται την καταστροφή που κάνουν οι άμυαλοι άνθρωποι στο περιβάλλον. Αλήθεια παιδιά εσείς δεν πετάτε φαντάζομαι τα σκουπίδια σας στην παραλία ή την θάλασσα. Ούτε και στην εξοχή όταν πηγαίνετε εκδρομές να αφήνεται σακούλες με σκουπίδια. Όλα αυτά κάνουν κακό στο περιβάλλον μας.
Βγήκαν και πάλι στην καθαρή θάλασσα. Κάποια στιγμή η παρέα μας συναντήθηκε με ένα μεγάλο χταπόδι που κοιτούσε μέσα από το θαλάμι του μη δει κανένα μεζέ να αρπάξει.
-Τι ωραίο πράγμα είναι αυτό που κουβαλάς στην πλάτη σου κυρία Ραλλού Χειλού. Είπε το χταπόδι όταν είδε στην πλάτη του ψαριού τον Κοσμά τον Ερημίτη. Δεν κουράστηκες να το κουβαλάς αυτό το βάρος; Δώσε το σε μένα να σε βοηθήσω να ξεκουραστείς.
- Μπα δεν βαριέσαι κύριε Αντώνη Χταπόδι, δεν κουράστηκα καθόλου. Είναι τόσο ελαφρύς ο Κοσμάς ο Ερημίτης που ούτε καταλαβαίνω ότι τον κουβαλάω. Είπε η κυρία Ραλλού η Χειλού, καταλαβαίνοντας τους σκοπούς του Αντώνη του Χταπόδι. Και συμπλήρωσε: Άλλωστε δεν τον έφερα μέχρι εδώ για την χάρη σου.
Ο Αντώνης ο Χταπόδης, όταν είδε ότι με τις μαλαγανιές δεν έβγαζε τίποτα, άφησε το γλυκό ύφος, και άπλωσε το ένα από τα οκτώ πλοκάμια του να πιάσει τον Κοσμά τον Ερημίτη. Με ένα σπάσιμο της μέσης η κυρία Ραλλού η Χειλού απέφυγε το χταπόδι. Ευλύγιστη παρά το πάχος της. Ο Αντώνης ο Χταπόδης θύμωσε περισσότερο και αμολώντας μελάνι επιτέθηκε και πάλι. Παρά λίγο να τα καταφέρει αυτή την φορά. Η άκρη του πλοκαμιού του άγγιξε το όστρακο του Κοσμά του Ερημίτη. Ευτυχώς τον έσωσε και πάλι η ευλυγισία της κυρίας Ραλλού της Χειλούς, και το ότι κρατιόταν με όλη του τη δύναμη από το ραχιαίο πτερύγιο του ψαριού.
Ο Αντώνης ο Χταπόδης ετοιμάστηκε να επιτεθεί και πάλι. Όμως για καλή τύχη των φίλων μας και ιδιαίτερα του Κοσμά του Ερημίτη, τους έσωσε αυτή την φορά η εμφάνιση μιας σμέρνας, που παίρνοντας χαμπάρι την φασαρία που γινόταν έβγαλε το κεφάλι της από την τρύπα της και κοιτούσε με ενδιαφέρον την σκηνή. Όπως θα ξέρετε παιδιά τα χταπόδια είναι ο καλύτερος μεζές για τις σμέρνες. Όταν λοιπόν ο Αντώνης ο Χταπόδης είδε την σμέρνα με την άκρη του ματιού του και αισθάνθηκε τον κίνδυνο, παράτησε τους φίλους μας και κρύφτηκε γρήγορα-γρήγορα στο θαλάμι του. Καλύτερα νηστικός σκέφτηκε, παρά φαγωμένος.
Όλη αυτή την ώρα ο Κοσμάς ο Ερημίτης είχε κλειστεί στο όστρακό του και το μόνο που περίσσευε, ήταν οι δυο δαγκάνες του που κρατούσαν τόσο σφιχτά το πτερύγιο της κυρίας Ραλλούς της Χειλούς, που όταν σταμάτησε η μάχη με τον Αντώνη τον Χταπόδι και το άφησε είδαν ένα μεγάλο σημάδι επάνω του από δαγκάνες.
Όσο για την φίλη μας την Σούλα την Τσιπούρα, όταν ξεπέρασε τον αρχικό φόβο της που έκανε τα δόντια της να χτυπούν δυνατά, άρχισε να γυρνά γύρω, γύρω από το σημείο της μάχης και ξεφωνίζοντας σαν Ινδιάνος πολεμιστής έδινε κουράγιο στην κυρία Ραλλού την Χειλού.
- Προσοχή! Έρχεται από δεξιά. Όχι από κει. Ωχ, ωχ πλησιάζει το πλοκάμι του. Άντε και του ξεφύγαμε.
Οι φίλοι μας αφού ξεπέρασαν και το εμπόδιο του χταποδιού, αναστέναξαν με ανακούφιση. Έπλευσαν λίγο ακόμα και αντίκρισαν στο βάθος του νερένιου ορίζοντα να διαγράφεται ο όγκος του μεγάλου υφάλου.
- Φτάνουμε, φτάνουμε. Φώναξε με χαρά η Σούλα η Τσιπούρα μόλις είδε να πλησιάζουν στην γειτονιά της, και παρά την μεγάλη της χαρά που θα έβλεπε ξανά την μαμά της είχε και μια ανησυχία για την κατσάδα που θα έτρωγε από αυτήν γιατί δεν την υπάκουσε και απομακρύνθηκε από κοντά της με αποτέλεσμα να πιαστεί στο δίχτυ του ψαρά όπως θα θυμόσαστε παιδιά.
Η κυρία Κούλα η Τσιπούρα ειδοποιημένη από τους γείτονες για την επιστροφή της κόρης της στα πατρικά νερά, ήτανε όλο χαρά. Δεν είναι και μικρό πράγμα να επιστρέφει το παιδί σου στο σπίτι αφού γλίτωσε την ζωή του από τα δίχτυα του ψαρά και το τηγάνι.
Όμως έπρεπε να βάλει και μυαλό στην μικρή ανυπάκουη κόρη της για να μη ξανακάνει τέτοια πράγματα και τους κάνει όλους στο σπίτι άνω κάτω με τα καμώματά της.
Έτσι μόλις η μικρή παρέα έφτασε στον μεγάλο ύφαλο και αντίκρισε την κόρη της έκρυψε την χαρά της και πήρε αυστηρό ύφος.
- Που ήσουνα παλιόπαιδο και κατατρομάξαμε; νομίζαμε ότι σε χάσαμε για πάντα και πως δεν θα σε βλέπαμε πια.
Η μικρούλα Σούλα Τσιπούρα κατέβασε το κεφάλι της και δεν μιλούσε. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε; η μητέρα της είχε δίκιο. Όμως επειδή η καρδιά της μάνας δεν μπορεί να κρατάει κακία του παιδιού της, η κυρία Κούλα η Τσιπούρα άνοιξε τα δυο της πτερύγια και έσφιξε στην αγκαλιά της την μικρή άσωτη, που επέστρεψε στο σπίτι.
Τότε μόνο πρόσεξε την κυρία Ραλλού την Χειλού και τον μικρούλι τον Κοσμά τον Ερημίτη.
- Ευχαριστώ γειτόνισσα που την βρήκες και μου την έφερες. Σου χρωστάω μεγάλη χάρη για το καλό που έκανες στην οικογένεια μου. Σε ευχαριστώ. Είπε στην κυρία Ραλλού την Χειλού συγκινημένη.
- Τι λες κυρά γειτόνισσα. Της απάντησε η κυρία Ραλλού η Χειλού. Υποχρέωσή μου. Κάθε καλός γείτονας θα έκανε ότι έκανα εγώ.
Η κυρία Κούλα η Τσιπούρα γύρισε προς το μέρος του Κοσμά του Ερημίτη, που έτσι όπως δεν του έδινε κανείς σημασία μέχρι εκείνη την ώρα είχε κι όλα μετανιώσει που άφησε την ακτή του και ακολούθησε τα δυο ψάρια. Καθόταν μουτρωμένος και σκεφτικός.
- Κι αυτός ποιος είναι αυτός; Ρώτησε την κόρη της η κυρία Κούλα η Τσιπούρα, δείχνοντας τον Κοσμά τον Ερημίτη.
- Αυτός μαμά είναι ο φίλος μου ο Κοσμάς ο Ερημίτης. Αυτός με βοήθησε να περάσω τη νύχτα όταν βρέθηκα σε κείνο το άγνωστο μέρος που είχε το σπίτι του. Μου έκανε παρέα και έτσι δεν φοβόμουνα, μέχρι που μας βρήκε η κυρία Ραλλού η Χειλού και μας έφερε.
Ο φίλος μας ο Κοσμάς ο Ερημίτης χαμογελούσε αμήχανα όση ώρα η μικρή Σούλα η Τσιπούρα εξηγούσε στην μητέρα της τα του Κοσμά Ερημίτη.
- Τότε πρέπει να ευχαριστήσω και τον φίλο μας από δω. Είπε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα και γυρίζοντας προς το μέρος του Κοσμά του Ερημίτη: Σε ευχαριστώ και σένα παιδί μου που βοήθησες στην διάσωση της κόρης μου. Αλλά τι καθόμαστε εδώ έξω και μιλάμε τόση ώρα. Περάστε μέσα στο σπίτι να σας τρατάρω κανένα γλυκό, να σας ευχαριστήσω και να γιορτάσουμε μαζί την επιστροφή της μικρούλας μου Σούλας.
Αφού πέρασαν μέσα στην τρύπα του βράχου που ήταν το σπίτι της Σούλας της Τσιπούρας και της μητέρας της, και αφού τελείωσαν με τα τραταρίσματα και τις γιορτές, έπρεπε τώρα να δουν για την εγκατάσταση του νέου ενοίκου του μεγάλου υφάλου, και να του βρουν ελεύθερο μέρος γιατί στον μεγάλο ύφαλο υπήρχαν πολλοί Ερημίτες και έπρεπε να εγκατασταθεί κοντά τους αλλά όχι και να πάρει τον τόπο κάποιου άλλου.
- Θα βρω αύριο τον μεγάλο Ερημίτη που είναι Δήμαρχος στους Ερημίτες του υφάλου μας και έτσι θα έχεις Κοσμά Ερημίτη ένα δικό σου μέρος να εγκατασταθείς.. Είπε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα. Για σήμερα κοιμήσου στο σπίτι μας.
Ο Κοσμάς ο Ερημίτης την ευχαρίστησε και βιάστηκε να πάει να ξαπλώσει στην μεριά που του έστρωσε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα.
Την επόμενη μέρα, η Κυρία Κούλα η Τσιπούρα, συνοδευόμενη από τους δυο μικρούς μας φίλους, πήγε στην γειτονιά των Ερημιτών και βρήκε τον Δήμαρχό τους. Ο κύριος Δήμαρχος τους περίμενε στο γραφείο του φορώντας το καλό του όστρακο που γυάλιζε στο πρωινό φως. Είχε βάλει από βραδύς την γυναίκα του να του το γυαλίσει για να κάνει καλή εντύπωση στον νεοφερμένο. Πως ήξερε ότι το πρωί θα έχει επισκέψεις; μη ξεχνάτε πως το ήξερε και η κυρία Ραλλού η Χειλού, που έσπευσε να τον ειδοποιήσει για την καινούρια άφιξη. Σιγά μη το κρατούσε μυστικό.
Αφού τους υποδέχτηκε λοιπόν στο γραφείο του ο κύριος Δήμαρχος, καθάρισε τον λαιμό του με ένα βηχαλάκι και άρχισε τον λόγο της υποδοχής.
- Ε… χμ… Καλωσορίζουμε το νέο μέλος του Δήμου των Ερημιτών και του ανοίγουμε την αγκαλιά μας. Ο Δήμος των Ερημιτών αγαπητέ φίλε…. Και, και, και… Τελειωμό δεν είχε.
Πως άρεσε σε αυτό το ζωντανό να μιλά. Όταν άρχιζε τους λόγους ξεχνούσε να σταματήσει. Οι φίλοι μας περίμεναν με υπομονή το τέλος του Δημαρχικού παραληρήματος. Που θα πάει θα τελειώσει κάποια στιγμή σκέφτηκε η κυρία Κούλα η Τσιπούρα. Πραγματικά μετά από αρκετή ώρα και αρκετά χασμουρητά έφτασε το τέλος της ομιλίας.
Ο κύριος Δήμαρχος αφού συμβουλεύτηκε τον χάρτη της περιοχής, βρήκε ένα ελεύθερο μέρος και το παραχώρησε στον Κοσμά τον Ερημίτη, που παρά τον φόβο που αισθανόταν για το νέο του ξεκίνημα στη ζωή ήταν και χαρούμενος όσο σκεφτόταν πως από δω και μπρος θα έχει παρέα. Οι τρεις φίλοι μας αφού τέλειωσαν με τον κύριο Δήμαρχο, πήγαν να βρουν το μέρος που όρισε για νέα κατοικία του Κοσμά του Ερημίτη, και να βοηθήσουν τον μικρό τους φίλο στην εγκατάσταση του.……………………………………………………………………………………
Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν. Μεγάλωσαν πια οι δυο μικροί μας φίλοι, ο Κοσμάς ο Ερημίτης και η Σούλα η Τσιπούρα. Όλο αυτό το διάστημα που πέρασε έκαναν επισκέψεις ο ένας στον άλλον. Τίποτα δεν σκίαζε την φιλία τους. Η Σούλα η Τσιπούρα ήταν τώρα μαμά και είχε δικά της παιδιά και οικογένεια.
Όσο για τον φίλο μας τον Κοσμά, εκείνος βρήκε μια όμορφη Ερημίτισσα και την παντρεύτηκε. Έκανε επί τέλους δική του οικογένεια και αποζημιώθηκε για την απόφαση που είχε πάρει να εγκαταλείψει την ακτή του και να έλθει να εγκατασταθεί στον μεγάλο ύφαλο.
Τώρα ήταν ευτυχισμένος. Είχε φίλους, είχε οικογένεια. Ίσως κάποια μέρα να γίνονταν και Δήμαρχος. Βλέπεται παιδιά όσο ωραία και να περνά κανείς μοναχός του, πάντα χρειάζεται και κάποιους άλλους μαζί του για να είναι ευτυχισμένος.
ΤΕΛΟΣ
* Πάγουρος ή Ευπάγουρος: Κοινό όνομα πολλών καρκινοειδών της οικογένειας των Παγουριδών, χαρακτηρίζονται από τις ασύμμετρες δαγκάνες και τη μαλακή κοιλιά. Οι πάγουροι προστατεύονται εισχωρώντας σε άδεια κοχύλια των Γαστεροπόδων. Συνηθισμένο στη Μεσογειακή θάλασσα το Eupagurus bernhardus (Βερνάρδος ο ερημίτης).
** Κήτος: μεγάλο ψάρι αλλά και το κατώτατο μέρος του πλοίου, που μαζεύονται όλα τα άχρηστα υγρά από τις διαφυγές των σωλήνων των μηχανημάτων ιδιαίτερα στους χώρους των μηχανοστασίων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου