«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….»
Το σιγοτραγουδούσε κάθε δειλινό ο Γιακουμής. Καθόταν στην ακτή, κάτω στο Κερατσίνι και κοιτούσε τον ήλιο που βούταγε πίσω απ’ τη Σαλαμίνα, βάφοντας μενεξεδιά τα βουνά της. Δεν ήταν από την Αμοργό, δεν ήταν καν νησιώτης. Γεννημένος στην Αθήνα, από γονείς πρόσφυγες, που πήραν τα καράβια της ξενιτιάς, αφήνοντας μια πατρίδα φλεγόμενη, βλέποντας την παραλία της Σμύρνης να ξεμακραίνει. Τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα και η καρδιά τους αγωνία για το τι θα απογίνουν στις απέναντι ακτές στην Ελλάδα.
Ο καπετάν Βαγγέλης από την μηχανότρατα «Ταξιάρχης» τον κοιτούσε και του έγνεφε χαμογελαστός. «ε Γιακουμή, για κόπιασε του λόγου σου και σου ‘χω μια δουλειά» του φώναξε κι εκείνος γύρισε το βλέμμα προς την φωνή, κούνησε καταφατικά το κεφάλι και τράβηξε κατά το καΐκι. Γι’ αυτό κατέβαινε άλλωστε στην ψαρόσκαλα. Να κάνει καμιά δουλειά του ποδαριού και να βγάλει το μεροκάματο, που τις περισσότερες φορές, εκτός από ένα πιάτο λιτό φαγητό, μετατρέπονταν και σε καμιά ρετσίνα, ή κανένα ουζάκι. Πότε βοηθούσε στο ξεψάρισμα, πότε στο νετάρισμα των δικτυών, πότε κανένα μερεμέτι, ό,τι βρίσκονταν. Αρκεί να ήταν κοντά στη θάλασσα και να ανασαίνει την αρμύρα και την αψιά μυρωδιά της.
«Αμοργιανό μου
πέραμα, να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….»
Σιγοσφύριζε και τραγουδούσε, καθώς νετάριζε τα δίχτυα μαζί με το τσούρμο της μηχανότρατας. Οι περισσότεροι από δαύτους ήταν Αιγύπτιοι, που ξενιτεύτηκαν για να βρουν μια καλύτερη τύχη και να ταΐσουν τη φαμίλια τους στην πατρίδα. Έως και ο Χασάν ο Αιγύπτιος έμαθε να το μουρμουρίζει. Στην αρχή σιγά, κατόπιν δυνατά, αν και μπέρδευε λιγάκι το σκοπό και τα λόγια.
-Όχι έτσι βρε Χασάν, Αμοργιανό μου, όχι αμορινό μου, τον διόρθωνε ο Γιακουμής και του χαμογελούσε.
Είχαν δέσει αυτοί οι δυο με φιλία, που άγγιζε τα όρια της αδελφοσύνης. Κάθονταν την ώρα που δεν είχε στο καΐκι δουλειά στο κρηπίδωμα του λιμανιού με τα πόδια τους να αιωρούνται, έβγαζε ο Χασάν από ένα σκισμένο παλιό πορτοφόλι μια φωτογραφία και του την έδειχνε χαμογελαστός και περήφανος.
-Η φαμίλια μου στην Ισμαηλία. Και τα μάτια του άρχιζαν να νοτίζουν. Η κυρά και τα παιδιά μου του εξηγούσε και του έδειχνε τρία κουτσούβελα που χαμογελούσαν αδέξια στο φακό και μια παχουλή γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, ίδια και απαράλλαχτα όπως οι δικές μας νησιώτισσες, που περιμένουν κι εκείνες τα παιδιά, τους συζύγους ή τους αρραβωνιαστικούς να γυρίσουν.
Η φθαρμένη από τη χρήση φωτογραφία είχε βγει από το πορτοφόλι χιλιάδες φορές και χιλιάδες φορές συνοδευόταν η επίδειξη της από την ίδια πάντα επωδό: «Η φαμίλια μου στην Ισμαηλία». Και ο Γιακουμής έπαιρνε την φωτογραφία στα χέρια του, κοίταζε τα πρόσωπα και την επέστρεφε στο Χασάν με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα νοσταλγικό ύφος, λες και ήταν η δική του η οικογένεια που απεικονίζονταν.-Κάνε τσιγάρο αδελφέ! Έλεγε ο Γιακουμής και άπλωνε προς τον Χασάν μια παλιά ταμπακέρα από αλπακά.
Ήταν του παππού του όπως του είχε εξηγήσει η μάνα του, και ήταν το μόνο που κατάφεραν να φέρουν μαζί τους απ’ την πατρίδα, όταν κυνηγημένοι, έφευγαν να γλιτώσουν τη σφαγή. Ήταν το μοναδικό αντικείμενο που έδενε τον Γιακουμή με το παρελθόν. Αυτό και ένα σπιτάκι κάπου σε μια γειτονιά της Αθήνας, εκεί κατά το Νέο Κόσμο. Η μάνα του είχε πεθάνει σχετικά νωρίς, και ο πατέρας του μη αντέχοντας τον χαμό της την ακολούθησε σε λίγα χρόνια, αφήνοντας τον Γιακουμή μοναχό στα 16 χρόνια του, δίχως τίποτα να του ανήκει, αφού το σπίτι το πήρε η πρόοδος και η αποζημίωση από την πώληση του οικοπέδου, φαγώθηκε σε γιατρούς και φάρμακα.
Το μόνο λοιπόν δικό του, εκτός απ’ το σαρκίο του, ήταν αυτή η ταμπακέρα, που γέμιζε κάθε που έκανε ο Γιακουμής κανένα μεροκάματο και η ανάμνηση του σπιτιού, που έκλεινε μέσα της και όλες τις αναμνήσεις του Γιακουμή από τις ευτυχισμένες μέρες, όταν ζούσαν οι γέροι του και είχε και αυτός μια αληθινή οικογένεια… Και το τραγούδι:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».
Δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια ο Γιακουμής. Πήρε τη ζωή στα χέρια του, και βγήκε στον μεγάλο κόσμο να την κερδίσει. Έκανε διάφορες δουλειές. Στην αρχή δούλεψε στον παγοπώλη της γειτονιάς του μοιράζοντας πάγο τα καλοκαίρια στα σπίτια. Το χειμώνα νυχτερινό γυμνάσιο και μεροκάματο σε έναν υδραυλικό που ήταν στη γειτονιά, τον μαστρο-Βαγγέλη, να μάθει την τέχνη, να τελειώσει και με τα γράμματα.
Σαν τέλειωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στον Προμηθέα στον Πειραιά, να γίνει μηχανικός. Δεν τον χωρούσε η μικρή στεριά, με την μιζέρια της και το μικρό μεροκάματο. Τον τραβούσε η μεγάλη θάλασσα και τα ταξίδια. Τα βράδια στην κάμαρα που νοίκιαζε με έναν άλλο συμμαθητή του από την Σύρα, ονειρευόταν τις ανοιχτές θάλασσες και τα μεγάλα ταξίδια και δεν τον χωρούσε ο τόπος. Γκαζάδικα, Φορτηγά, λιμάνια, εξωτικοί τόποι, άνθρωποι άλλοι με άλλες συνήθειες και τρόπους περνούσαν και κατέκλυζαν τη φαντασία του.
Mπαρκάρισε με ένα φορτηγό που κουβαλούσε μινεράλι από τον Πειραιά σαν Δόκιμος, ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό. Στην αρχή έγραφε στον Συριανό συγκάτοικό του, περιγραφές από την ζωή στο καράβι και εικόνες απ’ τα λιμάνια που γυρνούσε. Του έγραφε κι εκείνος τα δικά του. Μετά σταμάτησε να του γράφει εκείνος, σταμάτησε να του γράφει και ο Γιακουμής. Χαθήκανε. Μόνος στη ζωή ο Γιακουμής, δεν είχε άλλον στον κόσμο όργωσε τις θάλασσες και τους ωκεανούς, με το καράβι την «Μαριγούλα Κ». γύρισε, είδε, γνώρισε.
Ξάπλωσε σε βρώμικα σεντόνια και σε «καθώς πρέπει» μπουρδέλα με Ασιάτισσες πόρνες και πόρνες της βιτρίνας στο Σαιντ Πάουλι. Άκουσε τον πόνο ή το παραμύθι τους, τους έφερνε δώρα. Έτσι όπως θα έφερνε δώρα και στη δική του γυναίκα. Ήταν έστω και εφήμερες, τα πλάσματα που τον σύνδεαν με το άλλο φύλο τις γυναίκες. Και τις αγαπούσε τις γυναίκες ο Γιακουμής.
Όμως τα χρόνια πέρασαν και ένα ατύχημα που είχε σε κάποιο ταξίδι με ένα γκαζάδικο, έβγαλε το Γιακουμή στη στεριά, μακριά από την μεγάλη του αγαπημένη τη θάλασσα. Μετά από το φόρτωμα με μαζούτ, εισέπνευσε αέρια από ένα εξαεριστικό κάποιας δεξαμενής και έπαθε δηλητηρίαση, τουμπάνιασε η κοιλιά του και αναγκάστηκε να ξεμπαρκάρει όπως του είπε ο γιατρός που τον εξέτασε στο Λίβερπουλ. Μάζεψε τα υπάρχοντά του, και γύρισε στην πατρίδα. Στον Πειραιά στο Πέραμα. Στην αρχή έμεινε άπραγος να συνέλθει από την αρρώστια. Τα λεφτά που μάζεψε από το μπάρκο ήταν αρκετά και του έφταναν να ζήσει στην αρχή, έως ότου συνέλθει και δει τι θα κάνει στη συνέχεια.
Άνοιξε ένα μικρό καφενείο στην παραλία στο Πέραμα, κοντά στα καρνάγια, έκανε καφέδες κανένα ουζάκι για τους μερακλήδες, τα κουτσοβόλευε. Εκεί στο καφενεδάκι του ήταν που γνώρισε την Γεωργία από την Αμοργό. Τη Γεωργία δεν θα την έλεγες όμορφη. Δεν ήταν όμως ούτε άσχημη.
Μια συνηθισμένη γυναίκα, συμπαθητική, που κάποιο αφροδίσιο την ανάγκασε να αφήσει την πορνεία και να καθαρίζει τις σκάλες και τα γραφεία στα ναυτιλιακά μέγαρα στον Πειραιά. Καλή φαινόταν, μόνη της ήταν, μονάχος του κι αυτός, έκανε απόφαση ο Γιακουμής και μια μέρα της ζήτησε να παντρευτούν, να ενώσουν τις μοναξιές τους και να ζήσουν μαζί.
Καλά περνούσαν στην αρχή. Περίσσευε κι από τους δυο η τρυφερότητα, και βάλθηκαν να χορτάσουν ο ένας τον άλλο. Ό,τι δεν χάρηκε από τις γυναίκες ο Γιακουμής το βρήκε στην Γεωργία του. Αγάπη, τρυφερότητα, ενδιαφέρον και φροντίδα. Οι πόρνες των λιμανιών του έδιναν τα χάδια τους από συμφέρον. Τούτη εδώ από τρυφερότητα. Είχε και η Γεωργία την ανάγκη να την αγαπήσει ένας άντρας και να την χαϊδέψει με στοργή και όχι γιατί την πλήρωσε. Να της κάνουν έρωτα με τρυφερότητα και αγάπη. Και δόθηκε στον Γιακουμή της, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος.
Τα κατάλοιπα του αφροδίσιου, που ύπουλα έτρωγαν το κορμί της, την εξάντλησαν, τα κέρδη του καφενείου λιγοστά δεν έφταναν ούτε για τα φάρμακα καλά-καλά, ώσπου κάποιο πρωΐ έσβησε σε κάποιο δωμάτιο στο Τζάνειο. Την έκλαψε ο Γιακουμής και ανάμεσα στα αναφιλητά του τραγουδούσε:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».και ήταν σα να έκλαιγε την γυναίκα, την ερωμένη, την μάνα του που δεν φχαριστήθηκε, αφού από τη μια οι αρρώστιες και οι συνεχείς απουσίες της στα νοσοκομεία και από την άλλη ο θάνατός της του την στέρησαν πολυ νωρίς.
Πού κέφι για δουλειά ο Γιακουμής. Παράτησε το καφενείο και το ‘ριξε στην αλητεία. Μεροκάματα από δω κι από ‘κει, μέχρι που τον λυπήθηκε ο καπετάν- Βαγγέλης, και τον έβαζε να κάνει αγγαρείες στην μηχανότρατα, να ‘χει ένα πιάτο φαΐ. Έτσι γνωρίστηκε με τον Χασάν, κι έτσι ενώθηκαν με φιλία οι δυο τους. Ο Έλληνας αλήτης, κι ο Αιγύπτιος εμιγκρές.
Ένα πρωΐ ξύπνησε με ένα παράξενο συναίσθημα και μια ανάγκη επιτακτική, να γυρίσει πίσω το χρόνο, να ζήσει τα παλιά, να γίνει και πάλι παιδί. Νοστάλγησε την παλιά γειτονιά του στην Αθήνα και το παλιό, το πατρικό σπίτι, ή πιο σωστά το μέρος που αυτό ήταν. Πήγε στο καφενείο στην ιχθυόσκαλα, να πιει ένα καφέ και να δει για κανένα μεροκάματο. Η μηχανότρατα του καπετάν-Βαγγέλη, έλειπε. Έλειπε και ο φίλος του ο Χασάν.
Ήπιε τον καφέ του, και αποφάσισε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, να ανέβει στην Αθήνα, στο Νέο Κόσμο. Πήρε το λεωφορείο, ανέβηκε την Λεωφόρο Συγγρού και κατέβηκε στον Άγιο Σώστη. Πέρασε από το παλιό του σχολείο στην οδό Π..., συνέχισε στην οδό Μ...., μέχρι τη συμβολή της με την οδό Κ... και σταμάτησε. Μπροστά του υψώνονταν μια στενή πολυκατοικία, άχαρη και απρόσωπη όπως και όλες οι άλλες πολυκατοικίες, που αντικατέστησαν τα παλιά μονώροφα σπιτάκια της γειτονιάς.
Πλησίασε και έβαλε το χέρι του στον τοίχο της πολυκατοικίας. Ένοιωσε την ανάσα του παλιού σπιτιού και τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων που έζησαν. Ένοιωσε τα γέλια, τα κλάματα, τις αγωνίες και τις χαρές τους. Θυμήθηκε πάλι τα παιδικά παιγνίδια του στην αυλή και τη γειτονιά. Τον πρώτο του έρωτα. Ύστερα σα να ένοιωσε τα μάτια του υγρά, την καρδιά του όμως ανάλαφρη. Χάϊδεψε τον ξένο κρύο τοίχο θέλοντας να κρατήσει η παλάμη του την ανάμνηση της στιγμής. Έφυγε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του πίσω. Θα έλεγες πως φοβόταν μη γίνει στήλη άλατος και πετρώσει σαν τη γυναίκα του Λωτ.
Πήρε το λεωφορείο της επιστροφής. Κατέβηκε στο λιμάνι και χάζευε τα πλοία που αναχωρούσαν για διάφορους προορισμούς. Δεν είχε διάθεση να γυρίσει στην άδεια κάμαρά του.
Ξεκίνησε να περπατάει δίχως σκοπό και προορισμό. Έτσι βρέθηκε στους ντόκους που αράζουν τα φορτηγά. Ένα κόκκινο διακοσοπενηντάρι φορτηγό, φορτωμένο ξυλεία, σφύριζε καθώς ελεύθερο από τους κάβους του, ξεκινούσε για το ταξίδι. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή ζήλεψε το πλήρωμα. Συνέχισε το δρόμο του. τα βήματά του τον έφεραν στην άκρη του λιμανιού, εκεί στο παλιό εργοστάσιο των λιπασμάτων.
Τα παλιά σκαριά, άχρηστα πια, με τις καρίνες τους γεμάτες στριδώνα, λικνίζονταν στον ελαφρό κυματισμό σα γριές κοκότες που δε λένε να το βάλουνε κάτω. Έφτασε στην άκρη της στεριάς, στα βράχια του μόλου. Στάθηκε για λίγο, κοίταξε πέρα στην άκρη του ορίζοντα, χαμογέλασε λες και χαμογελούσε σε κάποιον γνωστό και αγαπημένο και συνέχισε να βαδίζει. Το νερό του έφτανε στα γόνατα. Λίγο πιο ύστερα το νερό έφτασε μέχρι το λαιμό του. άπλωσε το χέρι του, λες και ήθελε να πιάσει κάποιο αόρατο χέρι που του έτεινε κάποιος. Ίσως το χέρι της Γεωργίας του. Πιάστηκε από αυτό και συνέχισε. Λίγες φυσαλίδες στην επιφάνεια έδειχναν το μέρος που χάθηκε.
Ένας ψαράς πιο κάτω, ψάρευε με καλάμι κι άκουγε μουσική από ένα τρανζίστορ. το ραδιόφωνο έπαιζε εκείνη τη στιγμή το τραγούδι:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».Κι ήταν σα να τον αποχαιρετούσε!
marinero
* Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική, αφού τα πρόσωπα είναι φανταστικά
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….»
Το σιγοτραγουδούσε κάθε δειλινό ο Γιακουμής. Καθόταν στην ακτή, κάτω στο Κερατσίνι και κοιτούσε τον ήλιο που βούταγε πίσω απ’ τη Σαλαμίνα, βάφοντας μενεξεδιά τα βουνά της. Δεν ήταν από την Αμοργό, δεν ήταν καν νησιώτης. Γεννημένος στην Αθήνα, από γονείς πρόσφυγες, που πήραν τα καράβια της ξενιτιάς, αφήνοντας μια πατρίδα φλεγόμενη, βλέποντας την παραλία της Σμύρνης να ξεμακραίνει. Τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα και η καρδιά τους αγωνία για το τι θα απογίνουν στις απέναντι ακτές στην Ελλάδα.
Ο καπετάν Βαγγέλης από την μηχανότρατα «Ταξιάρχης» τον κοιτούσε και του έγνεφε χαμογελαστός. «ε Γιακουμή, για κόπιασε του λόγου σου και σου ‘χω μια δουλειά» του φώναξε κι εκείνος γύρισε το βλέμμα προς την φωνή, κούνησε καταφατικά το κεφάλι και τράβηξε κατά το καΐκι. Γι’ αυτό κατέβαινε άλλωστε στην ψαρόσκαλα. Να κάνει καμιά δουλειά του ποδαριού και να βγάλει το μεροκάματο, που τις περισσότερες φορές, εκτός από ένα πιάτο λιτό φαγητό, μετατρέπονταν και σε καμιά ρετσίνα, ή κανένα ουζάκι. Πότε βοηθούσε στο ξεψάρισμα, πότε στο νετάρισμα των δικτυών, πότε κανένα μερεμέτι, ό,τι βρίσκονταν. Αρκεί να ήταν κοντά στη θάλασσα και να ανασαίνει την αρμύρα και την αψιά μυρωδιά της.
«Αμοργιανό μου
πέραμα, να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….»
Σιγοσφύριζε και τραγουδούσε, καθώς νετάριζε τα δίχτυα μαζί με το τσούρμο της μηχανότρατας. Οι περισσότεροι από δαύτους ήταν Αιγύπτιοι, που ξενιτεύτηκαν για να βρουν μια καλύτερη τύχη και να ταΐσουν τη φαμίλια τους στην πατρίδα. Έως και ο Χασάν ο Αιγύπτιος έμαθε να το μουρμουρίζει. Στην αρχή σιγά, κατόπιν δυνατά, αν και μπέρδευε λιγάκι το σκοπό και τα λόγια.
-Όχι έτσι βρε Χασάν, Αμοργιανό μου, όχι αμορινό μου, τον διόρθωνε ο Γιακουμής και του χαμογελούσε.
Είχαν δέσει αυτοί οι δυο με φιλία, που άγγιζε τα όρια της αδελφοσύνης. Κάθονταν την ώρα που δεν είχε στο καΐκι δουλειά στο κρηπίδωμα του λιμανιού με τα πόδια τους να αιωρούνται, έβγαζε ο Χασάν από ένα σκισμένο παλιό πορτοφόλι μια φωτογραφία και του την έδειχνε χαμογελαστός και περήφανος.
-Η φαμίλια μου στην Ισμαηλία. Και τα μάτια του άρχιζαν να νοτίζουν. Η κυρά και τα παιδιά μου του εξηγούσε και του έδειχνε τρία κουτσούβελα που χαμογελούσαν αδέξια στο φακό και μια παχουλή γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, ίδια και απαράλλαχτα όπως οι δικές μας νησιώτισσες, που περιμένουν κι εκείνες τα παιδιά, τους συζύγους ή τους αρραβωνιαστικούς να γυρίσουν.
Η φθαρμένη από τη χρήση φωτογραφία είχε βγει από το πορτοφόλι χιλιάδες φορές και χιλιάδες φορές συνοδευόταν η επίδειξη της από την ίδια πάντα επωδό: «Η φαμίλια μου στην Ισμαηλία». Και ο Γιακουμής έπαιρνε την φωτογραφία στα χέρια του, κοίταζε τα πρόσωπα και την επέστρεφε στο Χασάν με ένα πλατύ χαμόγελο και ένα νοσταλγικό ύφος, λες και ήταν η δική του η οικογένεια που απεικονίζονταν.-Κάνε τσιγάρο αδελφέ! Έλεγε ο Γιακουμής και άπλωνε προς τον Χασάν μια παλιά ταμπακέρα από αλπακά.
Ήταν του παππού του όπως του είχε εξηγήσει η μάνα του, και ήταν το μόνο που κατάφεραν να φέρουν μαζί τους απ’ την πατρίδα, όταν κυνηγημένοι, έφευγαν να γλιτώσουν τη σφαγή. Ήταν το μοναδικό αντικείμενο που έδενε τον Γιακουμή με το παρελθόν. Αυτό και ένα σπιτάκι κάπου σε μια γειτονιά της Αθήνας, εκεί κατά το Νέο Κόσμο. Η μάνα του είχε πεθάνει σχετικά νωρίς, και ο πατέρας του μη αντέχοντας τον χαμό της την ακολούθησε σε λίγα χρόνια, αφήνοντας τον Γιακουμή μοναχό στα 16 χρόνια του, δίχως τίποτα να του ανήκει, αφού το σπίτι το πήρε η πρόοδος και η αποζημίωση από την πώληση του οικοπέδου, φαγώθηκε σε γιατρούς και φάρμακα.
Το μόνο λοιπόν δικό του, εκτός απ’ το σαρκίο του, ήταν αυτή η ταμπακέρα, που γέμιζε κάθε που έκανε ο Γιακουμής κανένα μεροκάματο και η ανάμνηση του σπιτιού, που έκλεινε μέσα της και όλες τις αναμνήσεις του Γιακουμή από τις ευτυχισμένες μέρες, όταν ζούσαν οι γέροι του και είχε και αυτός μια αληθινή οικογένεια… Και το τραγούδι:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».
Δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια ο Γιακουμής. Πήρε τη ζωή στα χέρια του, και βγήκε στον μεγάλο κόσμο να την κερδίσει. Έκανε διάφορες δουλειές. Στην αρχή δούλεψε στον παγοπώλη της γειτονιάς του μοιράζοντας πάγο τα καλοκαίρια στα σπίτια. Το χειμώνα νυχτερινό γυμνάσιο και μεροκάματο σε έναν υδραυλικό που ήταν στη γειτονιά, τον μαστρο-Βαγγέλη, να μάθει την τέχνη, να τελειώσει και με τα γράμματα.
Σαν τέλειωσε το γυμνάσιο, γράφτηκε στον Προμηθέα στον Πειραιά, να γίνει μηχανικός. Δεν τον χωρούσε η μικρή στεριά, με την μιζέρια της και το μικρό μεροκάματο. Τον τραβούσε η μεγάλη θάλασσα και τα ταξίδια. Τα βράδια στην κάμαρα που νοίκιαζε με έναν άλλο συμμαθητή του από την Σύρα, ονειρευόταν τις ανοιχτές θάλασσες και τα μεγάλα ταξίδια και δεν τον χωρούσε ο τόπος. Γκαζάδικα, Φορτηγά, λιμάνια, εξωτικοί τόποι, άνθρωποι άλλοι με άλλες συνήθειες και τρόπους περνούσαν και κατέκλυζαν τη φαντασία του.
Mπαρκάρισε με ένα φορτηγό που κουβαλούσε μινεράλι από τον Πειραιά σαν Δόκιμος, ένα χειμωνιάτικο πρωϊνό. Στην αρχή έγραφε στον Συριανό συγκάτοικό του, περιγραφές από την ζωή στο καράβι και εικόνες απ’ τα λιμάνια που γυρνούσε. Του έγραφε κι εκείνος τα δικά του. Μετά σταμάτησε να του γράφει εκείνος, σταμάτησε να του γράφει και ο Γιακουμής. Χαθήκανε. Μόνος στη ζωή ο Γιακουμής, δεν είχε άλλον στον κόσμο όργωσε τις θάλασσες και τους ωκεανούς, με το καράβι την «Μαριγούλα Κ». γύρισε, είδε, γνώρισε.
Ξάπλωσε σε βρώμικα σεντόνια και σε «καθώς πρέπει» μπουρδέλα με Ασιάτισσες πόρνες και πόρνες της βιτρίνας στο Σαιντ Πάουλι. Άκουσε τον πόνο ή το παραμύθι τους, τους έφερνε δώρα. Έτσι όπως θα έφερνε δώρα και στη δική του γυναίκα. Ήταν έστω και εφήμερες, τα πλάσματα που τον σύνδεαν με το άλλο φύλο τις γυναίκες. Και τις αγαπούσε τις γυναίκες ο Γιακουμής.
Όμως τα χρόνια πέρασαν και ένα ατύχημα που είχε σε κάποιο ταξίδι με ένα γκαζάδικο, έβγαλε το Γιακουμή στη στεριά, μακριά από την μεγάλη του αγαπημένη τη θάλασσα. Μετά από το φόρτωμα με μαζούτ, εισέπνευσε αέρια από ένα εξαεριστικό κάποιας δεξαμενής και έπαθε δηλητηρίαση, τουμπάνιασε η κοιλιά του και αναγκάστηκε να ξεμπαρκάρει όπως του είπε ο γιατρός που τον εξέτασε στο Λίβερπουλ. Μάζεψε τα υπάρχοντά του, και γύρισε στην πατρίδα. Στον Πειραιά στο Πέραμα. Στην αρχή έμεινε άπραγος να συνέλθει από την αρρώστια. Τα λεφτά που μάζεψε από το μπάρκο ήταν αρκετά και του έφταναν να ζήσει στην αρχή, έως ότου συνέλθει και δει τι θα κάνει στη συνέχεια.
Άνοιξε ένα μικρό καφενείο στην παραλία στο Πέραμα, κοντά στα καρνάγια, έκανε καφέδες κανένα ουζάκι για τους μερακλήδες, τα κουτσοβόλευε. Εκεί στο καφενεδάκι του ήταν που γνώρισε την Γεωργία από την Αμοργό. Τη Γεωργία δεν θα την έλεγες όμορφη. Δεν ήταν όμως ούτε άσχημη.
Μια συνηθισμένη γυναίκα, συμπαθητική, που κάποιο αφροδίσιο την ανάγκασε να αφήσει την πορνεία και να καθαρίζει τις σκάλες και τα γραφεία στα ναυτιλιακά μέγαρα στον Πειραιά. Καλή φαινόταν, μόνη της ήταν, μονάχος του κι αυτός, έκανε απόφαση ο Γιακουμής και μια μέρα της ζήτησε να παντρευτούν, να ενώσουν τις μοναξιές τους και να ζήσουν μαζί.
Καλά περνούσαν στην αρχή. Περίσσευε κι από τους δυο η τρυφερότητα, και βάλθηκαν να χορτάσουν ο ένας τον άλλο. Ό,τι δεν χάρηκε από τις γυναίκες ο Γιακουμής το βρήκε στην Γεωργία του. Αγάπη, τρυφερότητα, ενδιαφέρον και φροντίδα. Οι πόρνες των λιμανιών του έδιναν τα χάδια τους από συμφέρον. Τούτη εδώ από τρυφερότητα. Είχε και η Γεωργία την ανάγκη να την αγαπήσει ένας άντρας και να την χαϊδέψει με στοργή και όχι γιατί την πλήρωσε. Να της κάνουν έρωτα με τρυφερότητα και αγάπη. Και δόθηκε στον Γιακουμή της, μέχρι που τους χώρισε ο θάνατος.
Τα κατάλοιπα του αφροδίσιου, που ύπουλα έτρωγαν το κορμί της, την εξάντλησαν, τα κέρδη του καφενείου λιγοστά δεν έφταναν ούτε για τα φάρμακα καλά-καλά, ώσπου κάποιο πρωΐ έσβησε σε κάποιο δωμάτιο στο Τζάνειο. Την έκλαψε ο Γιακουμής και ανάμεσα στα αναφιλητά του τραγουδούσε:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».και ήταν σα να έκλαιγε την γυναίκα, την ερωμένη, την μάνα του που δεν φχαριστήθηκε, αφού από τη μια οι αρρώστιες και οι συνεχείς απουσίες της στα νοσοκομεία και από την άλλη ο θάνατός της του την στέρησαν πολυ νωρίς.
Πού κέφι για δουλειά ο Γιακουμής. Παράτησε το καφενείο και το ‘ριξε στην αλητεία. Μεροκάματα από δω κι από ‘κει, μέχρι που τον λυπήθηκε ο καπετάν- Βαγγέλης, και τον έβαζε να κάνει αγγαρείες στην μηχανότρατα, να ‘χει ένα πιάτο φαΐ. Έτσι γνωρίστηκε με τον Χασάν, κι έτσι ενώθηκαν με φιλία οι δυο τους. Ο Έλληνας αλήτης, κι ο Αιγύπτιος εμιγκρές.
Ένα πρωΐ ξύπνησε με ένα παράξενο συναίσθημα και μια ανάγκη επιτακτική, να γυρίσει πίσω το χρόνο, να ζήσει τα παλιά, να γίνει και πάλι παιδί. Νοστάλγησε την παλιά γειτονιά του στην Αθήνα και το παλιό, το πατρικό σπίτι, ή πιο σωστά το μέρος που αυτό ήταν. Πήγε στο καφενείο στην ιχθυόσκαλα, να πιει ένα καφέ και να δει για κανένα μεροκάματο. Η μηχανότρατα του καπετάν-Βαγγέλη, έλειπε. Έλειπε και ο φίλος του ο Χασάν.
Ήπιε τον καφέ του, και αποφάσισε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του, να ανέβει στην Αθήνα, στο Νέο Κόσμο. Πήρε το λεωφορείο, ανέβηκε την Λεωφόρο Συγγρού και κατέβηκε στον Άγιο Σώστη. Πέρασε από το παλιό του σχολείο στην οδό Π..., συνέχισε στην οδό Μ...., μέχρι τη συμβολή της με την οδό Κ... και σταμάτησε. Μπροστά του υψώνονταν μια στενή πολυκατοικία, άχαρη και απρόσωπη όπως και όλες οι άλλες πολυκατοικίες, που αντικατέστησαν τα παλιά μονώροφα σπιτάκια της γειτονιάς.
Πλησίασε και έβαλε το χέρι του στον τοίχο της πολυκατοικίας. Ένοιωσε την ανάσα του παλιού σπιτιού και τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων που έζησαν. Ένοιωσε τα γέλια, τα κλάματα, τις αγωνίες και τις χαρές τους. Θυμήθηκε πάλι τα παιδικά παιγνίδια του στην αυλή και τη γειτονιά. Τον πρώτο του έρωτα. Ύστερα σα να ένοιωσε τα μάτια του υγρά, την καρδιά του όμως ανάλαφρη. Χάϊδεψε τον ξένο κρύο τοίχο θέλοντας να κρατήσει η παλάμη του την ανάμνηση της στιγμής. Έφυγε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του πίσω. Θα έλεγες πως φοβόταν μη γίνει στήλη άλατος και πετρώσει σαν τη γυναίκα του Λωτ.
Πήρε το λεωφορείο της επιστροφής. Κατέβηκε στο λιμάνι και χάζευε τα πλοία που αναχωρούσαν για διάφορους προορισμούς. Δεν είχε διάθεση να γυρίσει στην άδεια κάμαρά του.
Ξεκίνησε να περπατάει δίχως σκοπό και προορισμό. Έτσι βρέθηκε στους ντόκους που αράζουν τα φορτηγά. Ένα κόκκινο διακοσοπενηντάρι φορτηγό, φορτωμένο ξυλεία, σφύριζε καθώς ελεύθερο από τους κάβους του, ξεκινούσε για το ταξίδι. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή ζήλεψε το πλήρωμα. Συνέχισε το δρόμο του. τα βήματά του τον έφεραν στην άκρη του λιμανιού, εκεί στο παλιό εργοστάσιο των λιπασμάτων.
Τα παλιά σκαριά, άχρηστα πια, με τις καρίνες τους γεμάτες στριδώνα, λικνίζονταν στον ελαφρό κυματισμό σα γριές κοκότες που δε λένε να το βάλουνε κάτω. Έφτασε στην άκρη της στεριάς, στα βράχια του μόλου. Στάθηκε για λίγο, κοίταξε πέρα στην άκρη του ορίζοντα, χαμογέλασε λες και χαμογελούσε σε κάποιον γνωστό και αγαπημένο και συνέχισε να βαδίζει. Το νερό του έφτανε στα γόνατα. Λίγο πιο ύστερα το νερό έφτασε μέχρι το λαιμό του. άπλωσε το χέρι του, λες και ήθελε να πιάσει κάποιο αόρατο χέρι που του έτεινε κάποιος. Ίσως το χέρι της Γεωργίας του. Πιάστηκε από αυτό και συνέχισε. Λίγες φυσαλίδες στην επιφάνεια έδειχναν το μέρος που χάθηκε.
Ένας ψαράς πιο κάτω, ψάρευε με καλάμι κι άκουγε μουσική από ένα τρανζίστορ. το ραδιόφωνο έπαιζε εκείνη τη στιγμή το τραγούδι:
«Αμοργιανό μου πέραμα,
να ‘χεις καλό ξημέρωμα
……………………….».Κι ήταν σα να τον αποχαιρετούσε!
marinero
* Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική, αφού τα πρόσωπα είναι φανταστικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου