Σε
ένα στενοσόκακο,
στα
χαμηλά τα σπίτια,
επάνω
στ' Αναφιώτικα
με
τα βασιλικά τους
και
τ' όμορφα κορίτσια τους,
βγήκα
να περπατήσω.
Εκεί
ανταμώνω μια μικρή
Πλακιώτισσα
ομορφούλα,
που
'κανε την καρδούλα μου
να
σπάσει, να ματώσει.
Τα
κόκκινα χειλάκια της,
τα
μαύρα της τα μάτια
κι
η λυγερή κορμοστασιά,
που
ελαφίνας μοιάζει,
με
σαϊτιές λαβώσανε
τη
δόλια την καρδιά μου.
Κι
όσο κι αν πέρασε καιρός
κι
αν πέρασαν τα χρόνια,
ακόμα
τηνε σκέπτομαι,
ακόμα
τη ζητάω
κι
ούτε μπορώ να ξεχαστώ
όσο
κρασί κι αν πίνω,
μήτε
στιγμή δε λησμονώ
τα
όμορφά της μάτια.
Έτσι
γυρίζω στα στενά
και
τραγουδώ τον πόνο
και
της αγάπης τον καημό
που
μου 'βαλε στα στήθια.
Marinero
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου