Καθόμουνα και κοίταζα
μια βάρκα ποδισμένη.
Λικνίζονταν χαρούμενη
που πόρτο είχε πιάσει.
Ξαπόσταινε απ’ της θάλασσας
την άγρια τρικυμία, ξεκούραζε
το σώμα της, κυματοχτυπημένο,
που χαίρονταν φιλήματα
και χάδια που τις έδινε
το ήσυχο το κύμα.
Τη ζήλεψα την τύχη της
και την καλή της μοίρα,
να ξαποσταίνει σ’ αγκαλιά,
όλο φιλιά και χάδια,
που εμένα το κορμάκι μου
αναπαμό δεν βρίσκει.
Marinero
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου