Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

ΟΙ ΔΥΟ ΓΟΡΓΟΝΕΣ


Μια ιστορία θα σας πω
που ‘πε ένας ναύτης
για κάποιο βασιλιά τρανό,
όπου στον κόσμο πια δε ζει.
Μα τ όνομά του, η φήμη του,
στα χρόνια έχει μείνει.
Αλέξανδρο τον έλεγαν
απ  τη Μακεδονία.
Ήταν σπουδαίος και τρανός
και πάτησε το πόδι του
σε όλη την Ασία.
Είχε που λέτε μια αδελφή,
πανέμορφο κορίτσι,
που όταν εκείνος χάθηκε,
Γοργόνα εκείνη εγίνει
και όλο γυρνά στα πέλαγα,
κι ας πέρασαν αιώνες.
Η αγάπη είναι της αδελφής,
νικάει τους χειμώνες.
Όπου ανταμώσει άνθρωπο,
κι όπου καράβι φτάσει,
όλο για τον χαμένο της
τον αδελφό ρωτάει.
Αν ζει κι αν πίσω θε να ρθει,
στα ξένα αν εχάθει.
Κι άμα της πουν λόγο καλό,
γελάει και χωρατεύει.
Γίνεται η θάλασσα γυαλί,
λουλούδια πλημυρίζει.
Μα άμα της πουν λόγο κακό,
θυμώνει και αγριεύει.
Μαυρίζει τότε η θάλασσα
και μαυροφουρτουνιάζει
και πάει το πλεούμενο
αύτανδρο μες τον πόντο

Μια μέρα τη συνάντησα,
ταξίδευα με μπρίκι(1),
κι όπως περνούσα το στενό
που δύσβατο το λένε,(2)
να σου προβάλει η λυγερή
του πόντου η Γοργόνα,
με τα λυτά της τα μαλλιά
στον άνεμο να παίζουν.
-Έ, ναύτη δως μου απόκριση
αν ζει ο αδελφός μου
κι αν θα ρθει πάλι σπίτι μας
που τον προσμένει η μάνα
και μια αρραβωνιαστικιά
που λιώνει μες το κλάμα.
-Κυρά μου ο αδελφός σου ζει
και πίσω θα γυρίσει
γιατί είναι θέλημα Θεού,
θέλημα των ανθρώπων και όλων,
όσων έχουνε δικό τους εις τα ξένα.
Χαμογελά η λυγερή
κι ένα φιλί μου δίνει ,
μαζί και ένα όστρακο
να ακούω τους ανέμους,
να μη με πιάνει θάλασσα
και μαυροτρικυμία
για να γυρίσω μιαν αυγή
και πάλι στους δικούς μου.
Ακόμα αυτό το όστρακο
μαζί μου κουβαλάω
τα χρόνια κι αν περάσανε,
κι αν χάθηκε η Γοργόνα,
ο θρύλος κι αν ξεθώριασε
και οι ναύτες δεν τον λένε,
εγώ ακόμα το κρατώ
μου λέει ιστορίες,
όπως αυτή που θα σας πω.

Ήτανε λέει μια φορά
Σ ένα μικρό νησάκι
Που το κτυπούσε ο άνεμος
Κι οι άγριοι βοριάδες,
Ένα μικρό ναυτόπουλο,
Μικρό και χαϊδεμένο.
Μια μέρα που ξεκίνησε
να πάει στο καράβι,
μίαν ημέρα μιαν αυγή
μια φωτεινή αυγίτσα,
το βρήκε κάτω στο γιαλό
μια μάγισσα γητεύτρα
που ήξερε ξόρκια και γητειές
βοτάνια και μαντζούνια
και του έδωσε ένα βότανο,
βοτάνι της αγάπης,
να πιεί η αγαπημένη του
ποτέ μη το ξεχάσει.
Να το θυμάται το πρωί,
να το θυμάται νύχτα
και το γλυκοξημέρωμα
να λειώνει απ την αγάπη.
Το πήρε το ναυτόπουλο
Και πήγε στη δουλειά του
Κι όταν το βράδυ γύρισε
σπίτι να ξαποστάσει
να πιει μια κούπα με νερό
και μια μπουκιά να φάει,
θυμήθηκε το βότανο,
φωνάζει την καλή του,
να την κεράσει ένα κρασί,
να πούνε δυο κουβέντες
γιατί μπαρκάρει το πρωί
σε ένα μακρύ ταξίδι.
Θα κάνει μήνες να τη δει
να βλέπει τη μορφή της,
γι αυτό ας έρθει μια σταλιά
να τη γλυκοφιλήσει
να της χαϊδέψει τα μαλλιά
και να τη χαιρετήσει.
Σαν κόπιασε η λυγερή,
σαν του έκανε τη χάρη,
χάρηκε το ναυτόπουλο
και τη γλυκοφιλούσε.
κι εκεί στο γλυκοφίλημα,
στα τρυφερά τα χάδια,
σκύβει της ρίχνει στο κρασί
το μαγικό βοτάνι,
που του έδωσε η μάγισσα,
για να μην τον ξεχάσει.
Το ήπιε όλο η λυγερή
και γύρισε στο σπίτι
να κοιμηθεί μία σταλιά
και το πρωί να πάει
κάτω στον όμορφο γιαλό
για να τον χαιρετίσει
και να του δώσει ένα φιλί
να χει για φυλαχτό του.
Και να  ξημέρωσε ο Θεός
την λαμπερή ημέρα,
κίνησε το ναυτόπουλο
να πάει στο καράβι
και για ταξίδι μακρινό
τη ρότα να χαράξει.
Ήρθε η ώρα η σκληρή,
του χωρισμού η ώρα
ν΄ ανοίξουνε τ΄ άσπρα πανιά
να φύγει το καράβι.
Ήρθε στον κάβο η λυγερή
με ένα λευκό μαντήλι,
η αδελφή κι η μάνα του
να τ΄ αποχαιρετήσουν,
να απομείνει η όψη του
στη μνήμη χαραγμένη.
Να χει στην πλώρη το Χριστό
και στα πανιά αγγέλους,
τον Αϊ  Νικόλα στο πλευρό
ναύτη και τιμονιέρη.
Σαν πήγε σπίτι η λυγερή
πνίγηκε μες το κλάμα
κι όλο ζητούσε τα φιλιά,
τα χάδια του καλού της,
που έφυγε και την άφησε
μόνη κι ορφανεμένη,
κι αυτός τραβά στα πέλαγα
στα κύματα, σ’ ανέμους.
Γύριζε το ναυτόπουλο
λιμάνια και πελάγη.
Γνώρισε κόσμο και ντουνιά,
κι είδε ανθρώπους και χωριά,
κι έμαθε άλλους τρόπους,
άλλες συνήθειες και χορούς,
άλλες φωνές και γλώσσες
και έστελνε στο σπίτι του 
λεφτά και τζοβαΐρια
και στην αρραβωνιαστικιά
χρυσό ένα δακτυλίδι,
να το φορά στο δάκτυλο,
να το γλυκοθυμάται
και να προσμένει να το δει
άντρα της στο πλευρό της.
……………………………………..
Πέρασαν μήνες και χρονιές,
ώρες που ομοίαζαν χρόνια
Και μήτε γράμμα, ουδέ γραφή,
μη νέο, ούτε μαντάτο.
Παρακαλούσε η λυγερή
ταξίματα, λαμπάδες
και λειτουργιές στην Παναγιά,
τον Άγιο Νικόλα,
σαν βούιζε η θάλασσα
και σήκωνε φουρτούνα.
Έπαιρνε λάδι απ  το ναό,
απ  το χρυσό καντήλι
και το έριχνε στη θάλασσα
για να τη γαληνεύσει. (3)
Να πάψουνε τα κύματα
και να ρθει ο καλός της.
Μια μέρα που είχε συννεφιά,
μια μέρα του χειμώνα,
έφτασε, να μην έφτανε,
ένα πικρό μαντάτο.
Χάθηκε, λέει, το πλοίο του
χάθηκε κι ο καλός της,
μια νύχτα που χε θύελλα
στη θάλασσα τη μαύρη
πνίγηκε το ναυτόπουλο,
ορφάνεψε η κόρη
κι έμειναν μονάχες τους
η μάνα κι η αδερφή του.
Τον έκλαψε η λυγερή,
μαύρισε η ψυχή της
και ξέσχισε τα μάγουλα
τα τριανταφυλλένια,
για να χαθεί η ομορφιά
και νιος να μην τη θέλει
και εκείνη μόνη να γυρνά,
κούτσουρο μες τον κόσμο.
Παρακαλούσε η μάνα της
Για να τη συνεφέρει
-Γύρισε κόρη μ(ου) στα μυαλά
και άφησε το θρήνο
και είσαι νέα κι όμορφη
και θα τον λησμονήσεις.
Μόνο σαν θέλεις κόρη μου
άναβε ένα κεράκι
στο άδειο μνήμα που έφτιαξε
η μάνα του και κλαίει,
και βάλε πάλι γιορτινά,
μη βάζεις άλλο μαύρα
και βγες πάλι στη ρούγα μας,(4)
βγες πάλι στο σεργιάνι
για να σε δουν οι λυγερές,
οι νέοι να σε δούνε,
να σ’ αγαπήσει κάνας νιος,
γυναίκα να σε πάρει.
-Μάνα μη λες αποκοτιές, (5)
κι εγώ δεν το ξεχνάω,
εγώ δική του ήμουνα,
δική του θα απομείνω
και μόνος άντρας για εμέ
είναι μονάχα ο χάρος.
………………………………………
Κατέβηκε η λυγερή
στη θάλασσα μια μέρα,
όπως κατέβαινε συχνά,
κοιτώντας για καράβι,
μήπως και δει άσπρα πανιά
να γνέφουν απ αντίκρυ
και έρθει το ναυτόπουλο
και το χαρεί η καρδιά της.
Όπως ο ήλιος έπεφτε
Κι ερχότανε σκοτάδι,
της φάνηκε πως άκουσε
απ’ του νερού το μέρος
μία φωνή που έλεγε:
«Γύρισα πίσω λυγερή
μαζί μου να σε πάρω,
παντοτινή συντρόφισσα,
γυναίκα, θησαυρό μου».
Σαν τ’ άκουσε αναγάλλιασε,
έμοιαζε της φωνής  του.
Αυτός ο ήχος που άκουσε,
δεν ήτανε του κύματος ,
ήτανε του καλού της
και κίνησε κατά εκεί
που ακούστηκε και είδε
το χέρι του που απλώθηκε
το χέρι της να πιάσει.
Του έδωσε το χέρι της,
κι αφέθηκε να πάει
στης θάλασσας την αγκαλιά,
το κύμα να σκεπάσει
το λυγερό της το κορμί,
το όμορφο πρόσωπό της
και να χαθεί απ τους ζωντανούς
στοιχειό κι αυτή να γίνει,
γοργόνα όπως η αδερφή
 του μέγα Αλέξανδρου.
Να ήτανε το βότανο,
να ήταν η αγάπη;
Ποίος αλήθεια θα το πει,
ποιος τάχα να το ξέρει;
………………………………………
Την τραγουδούν τα κύματα
κι ο φλοίσβος(6) μουρμουρίζει
και λέει την ιστορία της
σε όποιον μπορεί κι ακούει,
κι έχει ψυχή ανάλαφρη
και πιάνει τα σημεία.
Κι αν ίσως τη μπερδεύετε
με κείνη του Αλεξάνδρου,
είναι γιατί όπως κι αυτή,
πολύ είχαν αγαπήσει
και κράτησαν τη θύμηση.
Η πρώτη για τον αδελφό,
ετούτη  του καλού της.
 
Απόμεινε ο θρύλος τους
και έγινε τραγούδι
να τραγουδούν οι άνθρωποι
να τις γλυκοθυμούνται .


1) Μπρίκι ή Βρίκιον ή Πάρων = Μεγάλο δικάταρτο ιστιοφόρο με τετράγωνα ιστία και επί πλέον επίδρομο στο πρυμναίο. Ως πολεμικό του 1821 έφερε 12-18 πυροβόλα στο κατάστρωμα και πλήρωμα 100 άνδρες.
2)  Δύσβατο=  το στενό Τήνου - Άνδρου
3) Έθιμο που απαντάται σε πολλά νησιά, όπου ρίχνουν το λάδι από το καντήλι του Άι Νικόλα για να πάψει η τρικυμία. Άλλες φορές σκουπίζουν την εκκλησία του Άι Νικόλα και ρίχνουν τα σκουπίδια στη θάλασσα
4} Ρούγα = γειτονιά.
5) αποκοτιά = η απερισκεψία (συνεκδοχικά) απερίσκεπτη, παράτολμη πράξη
6) Φλοίσβος= είναι ο ήχος που παράγεται από ελαφρύ παφλασμό του κύματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: