Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΑΙΣΙΟΝ ΤΕΛΟΣ


Ήτο ημέρα ΄με λιακάδα,
μια χαρμόσυνος ημέρα,
όπου έπαιζαν βιολιά,
και λαλούσε η φλογέρα.
Ήτο η φύσις με λουλούδια
και τα σπίτια χαμηλά
(μα είχε ολίγα τα μυαλά)
η μικρή η κορασίς,
που έπαιζε μ ένα τόπι,
δεν επήρε σοβαρά
έναν σάτυρο και γέρο
που την πήρε στο κατόπι.
Την εστρίμωξεν ο γέρον
εις τον τοίχον μιαν ημέραν
κι η μικρή η κορασίς,
ανεφώνησεν “μητέρα”
ούτος ο κακός ο γέρον
θέλει απ΄εμέ αγάπην,
(δεν πηγαίνει στον γιατρό
να του γράψει κάνα χάπι).
Βγήκε η μήτηρ εις την θύραν
μόλις ήκουσεν φωνάς
και κραδαίνουσα το πλάστην,
(έξαλλη ωσάν μαινάς)
όρμησεν έξω εις τας ρίμας
κράζουσα “παλιάνθρωπε,
άφησε τας κορασίδας
και δεν είναι δι εσέ
και δια τα δικά σου δόντια,
εσύ θέλεις σιτεμένη
και καμία ζωντοχήρα
κι όχι τούτα τα μικρά
που χουν τα μισά σου χρόνια”.
Εφοβήθηκεν ο γέρον
μα εσκέφθη και τα λόγια
κι αποφάσισεν να εύρη
μια εις τα δικά του χρόνια.
Γλυκοκοίταξε την γραία
(ήτο στα δικά του έτη)
αγοράζει δακτυλίδι
κάνουν αύθις μουχαμπέτι.
Κι έτσι γλύτωσε η κόρη
από την κακήν στιγμήν
κι εσυνέχισεν με τόπι
να τρεχοβολά η τρελή.

Marinero

Δεν υπάρχουν σχόλια: