Είναι μια πόλη έρημη, γκρίζα
Σπίτια μουντά υψώνουν
όγκους χρωματισμένους
με μπογιές απουσίας.
Ανασαίνουνε μοναξιά και άρωμα
εγκαταλελειμμένων ονείρων.
Αν αγγίξεις τους τοίχους τους,
ακούς την καρδιά των κατοίκων
που έφυγαν, γέλια και κλάματα.
Κάτι ξεχασμένοι μουσικοί
τραγουδούν παράξενα τραγούδια
δίχως ρυθμό και στίχο.
Ήχοι μονάχα. Ήχοι και λυγμοί.
Ένα βραχνό σαξόφωνο που κλαίει
στη γωνιά, άδειο το μπακιρένιο τάσι,
προσμένει του κάκου, λίγες δεκάρες.
Αδειάσανε τα όνειρα και τα’ άστρα,
σκεπάστηκαν απ’ την αχλή
καυσαερίων και αναστεναγμών.
Πάγωσαν τα χαμόγελα και μόνο
μυστηριώδες, απόμακρο και παγωμένο,
το χαμόγελο της Τζοκόντα,
απόμεινε να δείχνει πως
χαμογελούσαν οι άνθρωποι.
marinero
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου