Με
μια βουτιά στη θάλασσα
ψάρευες
τα σφουγγάρια,
με
το σκανδάλι* αγκαλιά
πήγαινες
στο βυθό
κι
ήσουν δελφίνι μοναχό
και
σφουγγαράς του βάθους
κι
ήσουνα η παρηγοριά,
της
μάνας το καλό.
Έφυγες
για τη Μπαρμπαριά,
της
Τίνυδας τα μέρη
κι
ήταν στο έμπα η Άνοιξη
λίγο
μετά το Πάσχα,
που
τα καΐκια φεύγανε
και
ήταν σα γιορτή.
Κι
η μάνα σου ήταν στο γιαλό
μ
ένα λευκό μαντήλι,
για
καλό κατευόδιο
και
τύχη αγαθή.
Και
όλο και ξεμάκρυνε
του
λιμανιού η εικόνα
κι
έμενε πίσω η Κάλυμνος
σαν
ορφανό νησί,
αφού
σαν γλάροι έφευγαν
όλα
τα παλικάρια
και
μένανε οι κορασιές
δίχως
ανδρός φιλί.
Κι
ήταν που ήρθε η μηχανή **
(που
να μην είχε σώσει)
και
σ άφησε χωρίς πνοή
να
κείτεσαι εκεί,
ασάλευτος,
ακίνητος,
απάνω
στην κουβέρτα
και
ο κολαουζέρη σου
να
κλαίει σαν παιδί,
τα
όμορφα τα νιάτα σου
και
για τη λεβεντιά σου
και
το μαντάτο πώς να πει
σε
μάνα ορφανή;
που
έχασε τον άντρα της
χάνει
και το παιδί της
και
μαύρο απόμεινε κλαδί
στο
δέντρο της ζωής;
το
μνήμα σου ανώνυμο
και
ξύλο ο σταυρός σου
εκεί
στην άνυδρη ακτή
που
κείτεσαι μονάχος
και
μόνο οι γλάροι τραγουδούν
με
μια στριγκιά φωνή,
το
μοιρολόι που έφερνε
ο
αγέρας από πέρα
και
που λεγε η μάνα σου
η
έρμη μοναχή.
*
Βασικό εργαλείο της ελεύθερης κατάδυσης
ήταν το καμπανέλλι ή σκανδαλόπετρα, μια
πεπλατυσμένη πέτρα ή ένα κομμάτι λευκό
μάρμαρο με μια τρύπα από όπου δενόταν
ένα σχοινί.
**Το
σκάφανδρο που ήρθε το 1863 από τον Συμιακό
Φώτη Μαστορίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου