Σε μια
στροφή, μια καμπή,
του δρόμου
σε ξανάδα,
κι ήταν
το βλέμμα σου κενό,
χωρίς
ψυχή τα μάτια,
χωρίς
χαμόγελο ζεστό,
η όψη η
πονεμένη.
Ήταν
απομεσήμερο
καλοκαιριού
κι η ζέστη,
ήταν
αφόρητη πολύ
κι ο ήλιος
ζεματούσε,
ό,τι
άγγιζε, όπου φώτιζε,
κι ο
καύσωνας μεγάλος.
Ίσως
ετούτο να έφταιγε
ίσως αυτό
να ήταν
όπου δεν
είχες όρεξη
να μου
χαμογελάσεις,
ή μήπως
ήταν η σιωπή
κι η
απουσία τόση,
που σε
έκαναν να πικραθείς,
τον κόσμο
να μισήσεις;
Marinero
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου