Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

ΈΝΑΣ ΓΕΡΟ ΝΑΥΤΗΣ



Σε καφενείο σκοτεινό
στο πέτρινο λιμάνι
καθόταν και αγνάντευε
μονάχος ένας γέρος.
Κι όλο θυμόταν θάλασσες,
πελάγη και ταξίδια,
ονειρευόταν μια μικρή
από τη Μυτιλήνη
και μια μικρή απ τα Κύθηρα
και μια απ το Μισίρι.
Τον ταξιδεύαν μουσικές,
τραγούδια του Τσιτσάνη,
του Βαμβακάρη ο σεβντάς,
κι ο έρωτας του πόντου.
Κι όλο τραβούσε στα ανοιχτά
ο νους του κι η ψυχή του,
κι όλο για μπάρκα έλεγε
και όλο για ταξίδια.
Μια μέρα που έβρεχε πολύ,
μια σκοτεινή ημέρα,
δε φάνηκε ο γέροντας
δεν ήρθε στη γωνιά του
και οι θαμώνες σκέφτηκαν
πως έφυγε ταξίδι.
Μα εκείνος μόνος έφυγε,
αγύριστο το μπάρκο.
Ταξίδι δίχως γυρισμό,
Σκαφίδι τα όνειρά του,
με καπετάνιο το σκληρό
τον άκαρδο το χάρο.
Κι ο κάπελας για συχωριά
άφησε ένα ποτήρι
γεμάτο κόκκινο κρασί
στη θέση που καθόταν
και όπως κρύο έκανε
και νότιζαν τα τζάμια
και πέφταν στάλες της βροχής
κι ο ουρανός θρηνούσε
ήταν σα να τον έκλαιγαν
οι φίλοι κι οι δικοί του.

Marinero

Δεν υπάρχουν σχόλια: