Κυριακή 14 Αυγούστου 2016

ΠΟΘΟΣ

Μπροστά βαδίζεις και εγώ ακολουθώ
τον λικνιστικό κυματισμό των λαγόνων σου,
παρατηρώ το σχήμα του κορμιού σου,
τέλειο σχήμα γυναίκας ίδιο βιολί, που περιμένει
τον Βιρτουόζο ν’ αγγίξει με τα δάχτυλα τις χορδές του
και το απαλό άγγιγμα του δοξαριού
που θα δονήσει τον αέρα και θα γεμίσει την νύχτα
με ήχους ηδονής και θα την πυρπολήσει.
Μπροστά πηγαίνεις και κρατάς
τ.’ αρώματα του έρωτα και τον αέρα,
από της Φρύνης τη γυμνή αποκοτιά
και της Τιμάνδρας τον παράφορο έρωτα
για τον υπερφίαλο Αλκιβιάδη, χωρίς να λογαριάσει
πως αυτός τους νέους προτιμούσε.
Μπροστά βαδίζεις και εγώ συμπληρώνω
το κενό που αφήνει το σώμα σου στον αέρα
και το άρωμα σου που θυμίζει τις νύχτες του έρωτα.
Ακολουθώ το κορμί σου και του πόθου μου το στρατί.
Αχ και να με βγάλει στην παραλία στα Κύθηρα.

Marinero

ΑΔΙΚΗ ΑΝΑΜΟΝΗ

Κιτρίνιζαν τα στάχυα το χωράφι
και πρασινίζαν οι ελιές στους λόφους.
Η θάλασσα πιο πέρα στραφταλούσε
και το χωριό γεμάτο ανθρώπους.

Γεμάτοι οι δρόμοι κι οι πλατείες
(σάμπως γιορτή να έχουν τάχα)
έφερνε ο αγέρας τον αχό οργάνων
κοκκίνιζε στο πέλαγος μια βάρκα.

Κι εγώ σε μία άκρη απά σε βράχο
προσμένω στου πελάγου τη γαλήνη
μαζί να έρθει με το φύσημα του αγέρα
το τραγουδάκι που έγραψα για κείνη.

Όμως του κάκου περιμένω μοναχός μου
ενώ το γλέντι στο χωριό καλά κρατάει
ο φλοίσβος μόνο είναι που τραγουδάει
ο ήλιος έπεσε και θα βγει η νέα σελήνη

Marinero

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

ΑΠΟΥΣΙΑ

Έφυγες μες τη σκοτεινιά
και άδειασε η αγκαλιά,
ερειπωμένο σπίτι,
κρυώνω σαν σπουργίτι.

Από την άκρη του γιαλού
ως μες τα βάθη του μυαλού,
μία φωνή μου λέει
πως το όνειρο μας κλαίει.

Από την άκρη του καιρού
ως μες τα βάθη του ουρανού,
τα άστρα σβηστήκαν βράδυ
δεν φέγγουν το σκοτάδι.

Τα όνειρά μου στη Νοτιά
μοιάζουν σαν έκθετα παιδιά
που δεν αξιώθηκαν φιλί,
μη γέλιο, ούτε και χάδι.

Κι όσα στιχάκια σκάρωσα
είναι στην άκρη αδιάβαστα,
κλεισμένα στο συρτάρι,
κρυώνουνε το βράδυ

κι ούτε φωνή, ούτε μουσική
τους έδωσε ποτέ πνοή,
σαν φύλλα στο κλωνάρι
ξερά και δίχως χάρη,

προσμένουν το σκληρό Βοριά,
να ρθει και να τα πάρει.

Marinero

ΣΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ



Σήμερα έφυγες ταξίδι μακρινό,
γι αγύριστο στου επέκεινα τη χώρα,
σήμερα έφυγες κι εκεί στον ουρανό
το μαύρο σύννεφο ξεκίνησε τη μπόρα.

Σήμερα μένει η φιλία ορφανή
και η αγάπη έχασε ένα μέρος,
σήμερα σκοτεινιάζει η ζωή
κι εγώ αισθάνομαι απόψε πολύ γέρος

Marinero

ΑΛΛΑΓΗ ΠΛΕΥΣΗΣ

Με μία βάρκα και κουπιά
είπα να πάω στα βαθιά
μόνος να πάω ν αράξω
και εαυτό να αλλάξω.

Τον κόσμο έχω βαρεθεί
και τη ζωή μου την πεζή
προσπάθεια καταβάλω
μήπως και την αλλάξω.

Αν καταφέρω να γενεί
και η προσπάθεια αυτή
στα θετικά τελειώσει
και τη ζωή μου σώσει,

τότε γυρίζω στη στεριά
κι αφήνω πίσω τα κουπιά
και σαν Προφήτ, Ηλίας
στου λόφου επά την κορυφή,

χτίζω καινούριο ένα τσαρδί
και φτιάχνω έναν κήπο.
Στα πέλαγα δε θα γυρνώ
ούτε και στα λιμάνια.

Δε θα σ αφήσω μοναχή
στην πίκρα στην ορφάνια,
δεν θα ζηλεψω γλάρο,
δεν θα ξαναμπαρκάρω.

Marinero

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ



Στη μικρούλα την Ελένη
δεν αρέσει ο τραχανάς,
απεχθάνεται τις σούπες,
την καρδιά της μη χαλάς.

Το φιδέ ούτε να τον βλέπει,
την κοτόσουπα επίσης,
δώσε της καμιά μπριζόλα
για να την καλοκαρδίσεις.

Δεν γουστάρει τις φακές
της αρέσουν τα φασόλια
της αρέσουν τα σουβλάκια
δεν θα φάει πικρά χόρτα

Είναι δύσκολη σου λέω
στο φαΐ της δε γουστάρει
σούπες κι άλλα νερουλά
στερεά θέλει φαγιά

Marinero

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2016

ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Εκεί που έγραφα στο pc μου ήρθε η έμπνευση και σκάρωσα τέσσερις μαντινάδες. Την αφορμή μου έδωσε ο φίλος Νίκος Μακρυνάκης. Η πρώτη γράφτηκε γι αυτόν.

Η νοσταλγία είναι θεριό
και τρώει τα σωθικά σου
μακριά από τον τόπο σου
και κλαίει η καρδιά σου

Με μια ματιά σου χάνομαι
με μια ματιά σου σβήνω,
μ αν δε μου ρίξεις μια ματιά
θεέ μου τι θ΄ απογίνω;

Όντες περνάς απ το στενό
η ομορφιά προβαίνει
μ αν κάνω μέρες να σε δω
ο κόσμος ασχημαίνει

Μικρό μου το κορμάκι σου
ίσια λαμπάδα μοιάζει
κι όταν περνάς και το λυγάς
σε πειρασμό με βάζει

Είναι η πατρίδα της καρδιάς
η πιο μεγάλη χώρα
μαζί σου όταν την κουβαλάς
μη σκιάζεσαι ,προχώρα

γιατί η πατρίδα της καρδιάς
όσο μαζί την έχεις,
δε σταματάς στα δύσκολα
και τ άδικο αντέχεις.

Ίσως μια μέρα η μουσική
να ντύσει τα στιχάκια
κι ένα δοξάρι χαρωπό
να διώξει τα φαρμάκια

μα αν πάλι η ώρια μουσική
δεν τα καταδεχθεί
ας μείνουνε μες την καρδιά
σαν το γυμνό σπαθί

για να χτυπούν στο χτύπο της,
να λάμπουν σαν αστέρια,
κι όπου το άδικο απαντούν
να κόβουν σα μαχαίρια

Marinero