Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

ΕΝΑΣ ΓΕΡΟ ΟΔΥΣΣΕΑΣ


Στο καφενείο το μικρό στην παραλία
ήρθε μια νύχτα σκοτεινή, μια νύχτα κρύα,
ένα γερόντιο μαραμένο και κακόπαθο,
με το σαλβάρι του σκισμένα το κακόρικο.
Φορούσε στο λευκό κεφάλι του κασκέτο
παράγγειλε του καφετζή “καφέ σκέτο”.
Κάθισε μόνος στη γωνιά του αμίλητος,
κοίταζε μοναχά τη θάλασσα ανήσυχος.
Βαρύς καιρός, φουρτούνα, καταιγίδα,
τα μπάρκα στου θανάτου την παγίδα.
Σκεπτόταν τα ταξίδια του τα αλλοτινά,
στη Μαύρη Θάλασσα, στο Αιγαίο, στα νησιά,
στην Μπαρμπαριά και στις Βαλεαρίδες,
στις Αιολίδες νήσους και στις μακρινές Εβρίδες.
Την Κίρκη αναθιβάλει και τη Ναυσικά,
πίσω γυρνά στα χρόνια του τα νεανικά.
Θυμάται τη Σεράχ, τη Μισιρλού,
μα το μυαλό του τρέχει και αλλού.
Ξάφνου η όψη σκοτεινιάζει του και σπάει,
με τους παλιούς συντροφοναύτες να μπαρκάρει
θέλει και πάλι, τι κι αν πέρασαν τα χρόνια,
της θάλασσας η αγάπη μένει αιώνια.
Αιώνιος ναύτης και θαλασσοπόρος μένει,
η θάλασσα μοναδική του αγαπημένη.

Marinero

Δεν υπάρχουν σχόλια: