Κρατούσες
μες τις φούχτες σου
σταγόνες
της βροχής,
να πιει
ο ξερός βασιλικός,
να πιει
να ξεδιψάσει.
Κοιτούσες
μες το πέλαγος
με
δακρυσμένα μάτια,
να βρεις
τα άσπρα τα νησιά
που η
ομίχλη σβήνει
και
χάνονται απ΄ το πέλαγος,
σαν έχει
τρικυμία.
Σαν τι,
τάχα να γύρευες;
τι τάχα
περιμένεις
και με το
βλέμμα σου τρυπάς
του
ορίζοντα την άκρη;
μην τα
σημάδια γυρισμού
και της
χαράς σημάδια,
ξεγέλασαν
τα φρένα σου
κι άδικα
περιμένεις,
να ρθει
ο καλός σου γρήγορα,
απ΄το
μακρύ ταξίδι
και να
σου φέρει ξαστεριά,
όπως τα
χελιδόνια,
που
φέρνουνε την Άνοιξη
και
χαίρεται ο κόσμος;
μην το
μαντάτο του χαμού
και το
κακό μαντάτο
δεν έφτασε
ως εσένα
κι άδικα
περιμένεις;
έχει ο
καιρός παρηγοριά
και η
νυχτιά αστέρια
και το
φεγγάρι το αργυρό,
στη θάλασσα
έχει δρόμο,
που οδηγεί
προς τη χαρά
και τη
ζωή την ψεύτρα,
την κάνει
να ναι ρόδινη
και πιο
λουλουδισμένη.
Marinero
΄
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου